Ο κρητικός διατροφικός πολιτισμός, τα ριζίτικα και οι μαντινάδες

Ανηφόριζα πέρυσι στα ορεινά της Κυδωνίας, στη Ζούρβα, και παρατηρούσα τις πλαγιές των βουνών. Πάνω τους είναι ακόμη χαραγμένο το αποτύπωμα ενός πολιτισμού που γύρεψε χώμα να ριζώσει, που μπορεί να στερούνταν τα πάντα κι όμως δεν του έλειπε τίποτα. Μιλώ γι’ αυτές τις αχαμνές πεζούλες, το τοπίο το ορεινό έχει μνήμη, όταν τις κοιτάζει κανείς είναι σα να βλέπει τα χέρια του μόχτου, αυτά που έσκαψαν, που έχτισαν ξερολιθιές, αυτά που γύρεψαν μια πατουχιά γης για να την κάμουν να βλαστήσει. Χρειάστηκε κόπος πολύς από γενιές και γενιές για να επεκταθούν τα όρια της καλλιεργήσιμης γης, δύσκολη ήταν πάντα η ζωή σε τούτον τον τόπο, δεν είχε μήτε μεγάλους σιτοβολώνες μήτε άφθονα νερά. Κι αν μιλάμε σήμερα για Κρητική Διατροφή θα πρέπει να ξέρομε πως το πρότυπό της βρίσκεται εδώ, στους αγροτικούς πληθυσμούς, στους ανθρώπους που αντλούσαν από τη γη τα διατροφικά αγαθά τους, στην αρμονία που ίσως ασυνείδητα, ίσως όμως και πολύ συνειδητά, καθόρισε τη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον.

Οι ξένοι μελετητές που έφτασαν στην Κρήτη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εντυπωσιάζονταν από την ποικιλότητα του τοπίου, την πολυμορφία του, εντυπωσιάζονταν όμως και από τον τρόπο με τον οποίο τρέφονταν οι άνθρωποι. Έβλεπαν τις τεράστιες ποσότητες λαδιού που χρησιμοποιούσαν στην κουζίνα και δεν πίστευαν στα μάτια τους. «Τα φαγητά των Κρητικών κολυμπάνε στο λάδι», έγραψε κάποιος απ’ αυτούς, πράγμα αδιανόητο για τις διατροφικές συνήθειες του δυτικού πολιτισμού, του πολιτισμού που είχε χρησιμοποιήσει κατά κόρον τα ζωικά λίπη. Εντυπωσιάζονταν, ακόμη, από την ποσότητα των λαχανικών και των χόρτων, από την ισορροπημένη διατροφή των φτωχών αγροτικών πληθυσμών. Οι μελετητές του Ιδρύματος Ροκφέλερ αποφάνθηκαν πως οι Κρητικοί του 1948 όχι μόνο δεν υποσιτίζονταν αλλά είχαν τρόφιμα σε επάρκεια. Μόνη έλλειψη, είπαν, ήταν το κρέας, που δεν καταναλωνόταν σε μεγάλες ποσότητες. Σήμερα, βέβαια, που οι διατροφικές αντιλήψεις έχουν αλλάξει, πιθανόν να διαπίστωναν κι αυτοί το μέτρο, τη σοφία με την οποία διαμορφώθηκε το κρητικό διατροφικό πρότυπο. Σχεδόν τίποτα δεν έλειπε. Και κυρίως δεν έλειπε η χαρά της ζωής. Το φαγητό έμοιαζε με τελετουργία, οι κανόνες του τραπεζιού αντανακλούσαν τις αρχέγονες αξίες, οι οικογένειες συνάζονταν γύρω από ένα τραπέζι, κανένας δεν έτρωγε μοναχός του.

Και οφείλομε να πούμε πως τούτος ο σπουδαίος πολιτισμός είναι έργο και επίτευγμα της γυναίκας, της απλής, συχνά αναλφάβητης, γυναίκας της Κρήτης. Σ’ αυτήν την ανώνυμη μάνα, γιαγιά, προγιαγιά χρωστάμε τον διατροφικό μας πολιτισμό, αυτήν την ανώνυμη ταπεινή γυναίκα της Κρήτης ευγνωμονούμε.

Συμμετέχοντας πριν από μερικά χρόνια στην άτυπη επιστημονική ομάδα που αυτοβούλως συνέταξε τη διακήρυξη της Κρητικής Διατροφής, επεχείρησα να δώσω ορισμό για την Κρητική Διατροφή, εξετάζοντας τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές παραμέτρους της. Είναι ο ορισμός που ακολουθεί: «Κρητική Διατροφή είναι ένα ολοκληρωμένο σύστημα, ένα σύνολο υλικών, εδεσμάτων, εθίμων και συνηθειών, είναι ένα πολιτισμικό αγαθό που ξεκινά από την παραγωγή των προϊόντων και φτάνει μέχρι τον τρόπο παρασκευής και κατανάλωσης της τροφής. Στη βάση αυτού του συστήματος είναι η αξιοποίηση των προϊόντων φυτικής προέλευσης, οι συνδυασμοί τροφών, η ευρηματικότητα, οι ιδιαίτερες γαστρονομικές αρετές με σημαντικότερη την απλότητα, ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δεινοπαθούσας κρητικής κουζίνας».

Πριν προχωρήσομε, όμως, θα ήθελα να μιλήσω για μερικούς Αγίους, όχι τόσο γνωστούς σήμερα: τονΆη Γιάννη τον Ντολμαδά, τον Άη Γιώργη τον Σφουγγατά, τον Άη Γιώργη τον Μεθυστή, τον άλλο Άη Γιάννη τον Μελισσά, την Παναγιά του Φασουλόρυζου, ίσως και άλλους, άλλωστε το λαϊκό εορτολόγιο δεν έχει τέλος, όπως δεν έχει τέλος και η επινοητικότητα των ανθρώπων. Ντολμαδάς είναι ο Θεολόγος που γιορτάζει στις 8 του Μάη, γιατί τότε προσφέρονται ως εθιμικό φαγητό οι ντολμάδες με τα πρώτα φύλλα του αμπελιού, έτσι για να θυμηθούμε το αρχαίο έθιμο των απαρχών. Σφουγγατάς είναι ο Άη Γιώργης γιατί στη γιορτή του γεμίζει η εκκλησία σφουγγάτα, ταξίματα ενός πολιτισμού που ξέρει να συγκερνά το θείο με το ανθρώπινο και να στολίζει με αφηγήματα και παραδόσεις σπουδαίες την καθημερινότητά του. Θα μας έπαιρνε πολλή ώρα αν στεκόμασταν στα εθιμικά φαγητά που ταυτίζονται με συγκεκριμένες ημέρες στον κύκλο του χρόνου. Ας μείνομε στην Παναγιά του Φασουλόρυζου, όπως τη λένε στο σημερινό τουριστικό Πισκοπιανό Χερσονήσου, επειδή στη γιορτή της, των Εισοδίων, προσφερόταν το συγκεκριμένο έδεσμα, κατάλοιπο της αρχαίας παγκαρπίας, των εθιμικών πολυσπορίων του αρχαίου κόσμου. Παλληκάρια, πολυσπόρια, πολύλογα, το έθιμο επιβίωσε μέχρι την αρχή της νεωτερικότητας στην Κρήτη.

Δυστυχώς, ούτε η ανώριμη ελληνική πολιτεία ούτε η πολιτική και επιχειρηματική ελίτ της Κρήτης μπόρεσαν να διαχειριστούν τον πλούτο τον οποίο είχαν στα χέρια τους. Την ίδια εποχή κάποιοι χλεύαζαν τους Κρητικούς. Κάποιοι αδαείς νόμιζαν πως ο όρος Κρητική Διατροφή ήταν μια σοβινιστική επινόηση των κατοίκων του νησιού. Είναι αυτοί που έσπευσαν να ξεπουλήσουν ένα σημαντικό πολιτισμικό αγαθό προκαλώντας τάχατες διεθνείς συμμαχίες με την καθιέρωση ενός ανιστόρητου αντιεπιστημονικού όρου, του όρου Μεσογειακή Διατροφή. Είναι αυτοί που πρότειναν την ένταξή του στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της Ουνέσκο, λες και πρωτοτυπούσαν, λες και άλλοι λαοί δεν είχαν δουλέψει με μέθοδο και δεν είχαν εντάξει στους καταλόγους της άυλης κληρονομιάς στοιχεία των δικών τους πολιτισμών.

Ανέφερα τα προηγούμενα παραδείγματα για να τονίσω τον συμβολικό ρόλο της τροφής. Κάθε γιορτή στον τόπο μας έχει το δικό της φαγητό. Να, το χοιρινό με σέλινο ήταν το φαγητό του Άη Δημήτρη. Τη μέρα της γιορτής του, που είναι σε λίγες μέρες, μαγείρευαν αυτό το φαγητό στις περισσότερες περιοχές του νησιού. Το γιατί μπορείτε να το μαντέψετε εύκολα. Είναι το βρισκούμενο. Οι κήποι του φθινοπώρου που βρίσκονται στην καλή τους την ώρα. Όπως ακριβώς συμβαίνει με το πασχαλινό φαγητό της Κρήτης. Δεν είναι, ποτέ δεν ήταν, ο οβελίας. Ήταν το αρνί με σταμναγκάθι, το αρνί με μαρούλι, το αρνί ή το ρίφι με αγκινάρες της εποχής, γιατί το χορταρικό δεν έλειψε ποτέ από το κρητικό τραπέζι. Ακόμη και στις πιο επίσημες μέρες χόρτα μαγείρευαν οι γυναίκες του νησιού.

Δυστυχώς οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες παραμέλησαν τη μελέτη της διατροφής. Η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, η λαογραφία ανακάλυψαν αρκετά όψιμα τον διατροφικό πολιτισμό και τα συστήματα αξιών που εκφράζει. Η έκρηξη μελετών και δημοσιευμάτων που σημειώθηκε σε πολύ πρόσφατες εποχές σχετίζεται άμεσα με την αναζήτηση μιας καλύτερης ποιότητας ζωής, με την υγεία και τη μακροζωία. Το ενδιαφέρον των επιστημονικών κλάδων ανατροφοδοτείται διαρκώς από το ενδιαφέρον της ίδιας της κοινωνίας, το δημόσιο ενδιαφέρον έχει αυξηθεί πολύ τα τελευταία χρόνια, όπως έχει αυξηθεί και η σύγχυση γύρω από την ποιότητα της τροφής. Πολλά κανάλια σε όλον τον κόσμο γεμίζουν ώρες ατέλειωτες με μαγειρική, η κουζίνα έχει πάψει πια να έχει τοπικό χαρακτήρα, κινέζικα εστιατόρια έχουν κατακλύσει τη Δύση, ιταλικές σπεσιαλιτέ αποκτούν νέους συμβολισμούς ταυτιζόμενες με τις επιλογές μιας ιδιότυπης διεθνούς ελίτ η οποία επιζητεί διαρκώς το εξεζητημένο ως στοιχείο ταυτότητας, μιας ταυτότητας που διαχωρίζει τα μέλη των κοινωνικών τάξεων.

Θα το καταλάβει κανείς καλύτερα αν θυμηθεί την αστακομακαρονάδα των γιάπις της δεκαετίας του ’90, το φαγητό που απέκτησε συμβολικό χαρακτήρα ταυτισμένο με τον αεριτζίδικο χαρακτήρα μιας ανερμάτιστης κοινωνικής τάξης που τα πλοκάμια της γαντζώθηκαν στη δημόσια σφαίρα. Τίποτα το καινούργιο, όμως. Οι φεουδάρχες του μεσαίωνα έβαζαν τους υπηρέτες να περιφέρουν τελετουργικά στις πλατείες τα ταψιά με τα πολυτελή εδέσματά τους, να τα βλέπει η πλέμπα, το πεινασμένο πλήθος των πληβείων, και να θαυμάζει τον πλούτο, να θαυμάζει τις τροφές που κατανάλωνε το αρχοντολόι.

Σίγουρα δεν θα πρωτοτυπήσω αν πω για μια ακόμη φορά τι συνέβη στην Κρήτη και γιατί απέκτησε αυτήν την τεράστια φήμη η Κρητική Διατροφή. Την κύρια ευθύνη την φέρει η ιατρική. Αυτή ανακάλυψε πως υπάρχει ένα νησί, σχεδόν μαγικό, όπου οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν σχεδόν ποτέ από καρδιαγγειακά νοσήματα, ότι οι καρκίνοι είναι ελάχιστοι, όπου το προσδόκιμο του βίου είναι αρκετά υψηλό, υψηλότερο από αυτό των άλλων ομάδων που μελετήθηκαν. Όλ’ αυτά μετά την Κατοχή, μέχρι τη δεκαετία του 1960 ή και του 1970. Το διεθνές ενδιαφέρον αυξήθηκε μετά τις πρώτες μελέτες, χωρίς όμως να μελετηθεί ανάλογα και η πολύ ενδιαφέρουσα πλευρά των τροφοπαρασκευαστικών πρακτικών. Αυτό που πολύ απλά το λέμε κουζίνα. Ευτυχήσαμε ως ιδιώτες μελετητές με τη Μαρία να διατρέξομε την Κρήτη από άκρο ως άκρο αναζητώντας στοιχεία του υλικού μας πολιτισμού, ανάμεσα στα οποία ήταν και η διατροφή, η κουζίνα, τα έθιμα του τραπεζιού. Ήταν η πρώτη, ίσως και μοναδική μελέτη του ευαίσθητου τομέα της κουζίνας των αγροτικών κοινοτήτων της Κρήτης. Άρχισε από τα πολύ νεανικά μας χρόνια, τη δεκαετία του 1980 και βασίστηκε σε δυο πυλώνες: στην έρευνα πεδίου, την επιτόπια, και στη μελέτη των πηγών. Πολύ γρήγορα επιβεβαιώθηκε αυτό που γνωρίζαμε ήδη: ότι η φτώχεια των αγροτών της Κρήτης υπήρξε αιτία πολλών και σημαντικών εμπνεύσεων. Οι άνθρωποι έπρεπε να τραφούν με ό,τι παρήγε η γη τους: κριθάρι, στάρι, λαχανικά, φρούτα, όσπρια και κυρίως χόρτα. Το έχω πει πολλές φορές, κανένας λαός δεν καταναλώνει τόσα χόρτα όσα οι Κρήτες. Ωμά και μάγεψε υμένα με δεκάδες τρόπους.

Εκπληκτικοί συνδυασμοί με βαθιές ρίζες στον χρόνο, εξαιρετικές επινοήσεις που δεν άφηναν τους δουλευτάδες της γης να πλήξουν ή να καταλήξουν σε κάποια βαρετή διατροφική μονοτονία. Μπορεί να έτρωγαν φάβα το μεσημέρι, φάβα και το βράδυ, δεν είχαν μήτε την οικονομική άνεση μήτε τον χρόνο για να μαγειρέψουν άλλο φαγητό. Αλλά η βραδινή φάβα ήταν αλλιώτικη, φάβα παντρεμένη την έλεγαν, πλουμισμένη με ξεροχύμηση. Και οφείλομε να πούμε πως τούτος ο σπουδαίος πολιτισμός είναι έργο και επίτευγμα της γυναίκας, της απλής, συχνά αναλφάβητης, γυναίκας της Κρήτης. Σ’ αυτήν την ανώνυμη μάνα, γιαγιά, προγιαγιά χρωστάμε τον διατροφικό μας πολιτισμό, αυτήν την ανώνυμη ταπεινή γυναίκα της Κρήτης ευγνωμονούμε.

Χρέος μας σήμερα δεν είναι απλώς να αξιοποιήσομε τον πλούτο που λέγεται Κρητική Διατροφή. Χρέος μας είναι να τον ανακαλύψομε ξανά. Να μην αφήσομε να χαθεί ούτε η τροφοσυλλεκτική παράδοση ούτε η τροφοπαρασκευαστική εμπειρία των Κρητικών. Να μην ξεχάσομε να μαζεύομε χόρτα, όχι μόνο το μοδάτο σταμναγκάθι. Να διδάσκεται στα σχολεία η διατροφή. Να αναλάβουν ευθύνη οι Δήμοι, να κινητοποιηθούν οι τοπικές κοινωνίες, όχι όμως δημιουργώντας ψεύτικα σύμβολα, όπως γίνεται τελευταία με την κακοποίηση της κρητικής παράδοσης, την πλαστογράφηση χορών και τις ενδυματολογικές ακρότητες. Από εκεί πρέπει να αρχίσομε. Να ανακαλύψομε ξανά τον παραδοσιακό μας πολιτισμό και να τον πάμε πιο μπροστά. Να συνεχίσομε τη μεγάλη παράδοση του τόπου παράγοντας προϊόντα και πολιτισμό. Δηλαδή να ανακαλύψομε ξανά τους εαυτούς μας χωρίς μιμητισμούς, χωρίς σωβινισμούς, χωρίς επικίνδυνα ιδεολογήματα.

Βιβλία ολόκληρα θα μπορούσαμε να γράψομε για τις εμπειρίες από τα χωριά της Κρήτης, από τα κεράσματα, από τις απίστευτες νοστιμιές από τις άυλες εκφράσεις ενός απλού και απέριττου αλλά ευγενούς και γενναιόδωρου πολιτισμού. Δεν θα σταθώ, όμως, σ’ αυτές τις εμπειρίες, στους δίσκους με τις ρακές και στον αγρότη από το Σέλινο, τον Καμπανό Σέλινου, που μας σταμάτησε με το ζόρι για να μας φιλέψει κόβοντας σύκα από τη συκιά του. Κι όταν παρατηρήσαμε πως με κάθε κίνηση έκανε κι ένα μορφασμό πόνου, μας έδειξε τα καμένα του χέρια, μόλις λίγες μέρες πριν είχε πιάσει πυρκαγιά στο χωριό του, είχε πάρει μέρος στην κατάσβεση και το σώμα του ήταν γεμάτο εγκαύματα σοβαρά.Πόσο μεγαλείο, Θεέ μου, θα αναφωνούσε κάποιος ξένος. Μα εμείς που ξέρομε την Κρήτη μπορούμε να καταλάβομε τι σημαίνει φίλεμα του ξένου, τι σημαίνει κανίσκι, τι σημαίνει ξεφουρνιά, τι σημαίνει σκουτελικό, λέξεις και όροι που εκφράζουν την κοινωνική λειτουργία της τροφής και τις αξίες ενός πολιτισμού που ξέρει να μοιράζεται αγαθά, αξίες, κεράσματα…

Επανέρχομαι, όμως. Ο κρητικός διατροφικός πολιτισμός είναι πλούτος ανεκτίμητος για το νησί. Όχι μόνο ως υλική αξία. Κυρίως ως ηθική. Ο Κρητικός Διατροφικός Πολιτισμός διδάσκει έναν τρόπο ζωής, πρεσβεύει την αρμονία, στηρίζεται στη γη, αλλά ξέρει και να αφομοιώνει στοιχεία από άλλους πολιτισμούς. Αφομοίωσε την πατάτα και τη ντομάτα, τα έκανε στοιχεία της τοπικής κουλτούρας επειδή κι αυτά είναι γεννήματα της γης. Νομίζω πως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της διατροφής μας είναι η τάση του να καθιστά οικείο αυτό που φαίνεται ξένο, διάλογος είναι ο πολιτισμός, και η παράδοση δεν είναι τίποτ’ άλλο από συνέχεια, όχι στατικότητα, όχι αναμάσημα. Οι ρίζες αυτού του διατροφικού συστήματος είναι πολύ βαθιές μέσα στον χρόνο. «Το διαιτολόγων της Κρήτης παραμένει το ίδιον όπως το περιέγραψεν ο αθάνατος Όμηρος» σημείωναν το 1948 οι ερευνητές του Ιδρύματος Ροκφέλερ. Κι ο καθηγητής Δέφνερ, που έφαγε το 1918 σφακιανές πίτες έγραψε εντυπωσιασμένος:«Θεέ μου! Τι ήταν αυτό! Κανένας βασιλιάς του κόσμου δεν έφαγε ποτέ καλύτερη πίτα».

Κάπου προς τα μέσα της δεκαετίας του 1990 άρχισε να διαχέεται η φήμη της Κρητικής Διατροφής. Απανωτά δημοσιεύματα σε όλον τον κόσμο διατυμπάνιζαν την αξία της ως διατροφικό σύστημα που διασφαλίζει την υγεία του ανθρώπου και ξένοι τουρίστες άρχισαν να αναζητούν κρητικά εστιατόρια. Αλλά πού τα αναζητούσαν; Σε μια χώρα πληκτικής μακαριότητας όπου ακόμη και οι σχολές τουΕλληνικού Οργανισμού Τουρισμού δίδασκαν γαλλική κουζίνα έχοντας εξοβελίσει κάθε στοιχείο της ελληνική λαϊκής διατροφικής παράδοσης; Σε επιχειρήσεις που μιμούνταν τις αμερικάνικες συνταγές του εύκολου και του γρήγορου φαγητού; Σε σουβλακοπωλεία, σε τουριστικά μαγαζιά με τους καταψύκτες γεμάτους ετοιματζίδικα;

Δυστυχώς, ούτε η ανώριμη ελληνική πολιτεία ούτε η πολιτική και επιχειρηματική ελίτ της Κρήτης μπόρεσαν να διαχειριστούν τον πλούτο τον οποίο είχαν στα χέρια τους. Την ίδια εποχή κάποιοι χλεύαζαν τους Κρητικούς. Κάποιοι αδαείς νόμιζαν πως ο όρος Κρητική Διατροφή ήταν μια σοβινιστική επινόηση των κατοίκων του νησιού. Είναι αυτοί που έσπευσαν να ξεπουλήσουν ένα σημαντικό πολιτισμικό αγαθό προκαλώντας τάχατες διεθνείς συμμαχίες με την καθιέρωση ενός ανιστόρητου αντιεπιστημονικού όρου, του όρου Μεσογειακή Διατροφή. Είναι αυτοί που πρότειναν την ένταξή του στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της Ουνέσκο, λες και πρωτοτυπούσαν, λες και άλλοι λαοί δεν είχαν δουλέψει με μέθοδο και δεν είχαν εντάξει στους καταλόγους της άυλης κληρονομιάς στοιχεία των δικών τους πολιτισμών.

Να σας θυμίσω μερικά;

• Η Αλβανία ενέγραψε στον σχετικό κατάλογο τα πολυφωνικά της τραγούδια – ίδια με τα δικά μας ηπειρώτικα.
• Η Βουλγαρία, τα λαϊκά δρώμενα, μέχρι και τα αναστενάρια.
• Η Τουρκία, τον τουρκικό καφέ, αυτόν που εμείς λέμε ελληνικό.
• Η Τουρκία, το γαμήλιο φαγητό της, το κεσκέκι (ίδιο με πολλών ελληνικών περιοχών).
• Η Τουρκία, το θέατρο σκιών, τον Καραγκιόζη.
• Η Τουρκία, τους λαϊκούς παλαιστές, τους Πεχλιβάνηδες.
• Η Ιαπωνία, τη γιαπωνέζικη κουζίνα.

Μακρύς είναι ο κατάλογος στον οποίο η Ελλάδα επέλεξε να εγγράφει παρακαλώ τι; Μα τη Μεσογειακή Διατροφή, δηλαδή ένα μόρφωμα χωρίς περιεχόμενο, σε συνεργασία με την Ιταλία, την Ισπανία και το Μαρόκο. Με λίγα λόγια, επέλεξε να ξεπουλήσει τον όρο Κρητική Διατροφή για να υπηρετήσει επιχειρηματικά και πολιτικά συμφέροντα. Εσείς που με ακούτε να ξέρετε πως τρέφεστε όπως οι Μαροκινοί. Το είπαν οι φωστήρες της ελληνικής πολιτικής. Δυο υπουργοί Γεωργίας της περιόδου 2005 – 2010. Αυτοί ξέρουν! Δείτε και σήμερα την ιστοσελίδα του Υπουργείου Τροφίμων. Δεν άλλαξε από το 2010. Καμαρώνει και κορδώνεται για τη Μεσογειακή Διατροφή. Μέγα κατόρθωμα!

Μια πολιτική ηγεσία με οράματα θα μπορούσε να εγγράφει στους σχετικούς καταλόγους δεκάδες στοιχεία της τοπικής πολιτιστικής μας ταυτότητας. Τα ριζίτικα τραγούδια, ας πούμε. Τη μαντινάδα. Τα πανηγύρια. Τα ιερά δέντρα. Τους σπηλαιώδεις ναούς. Τα ασκηταριά του νότου.

Χρέος μας σήμερα δεν είναι απλώς να αξιοποιήσομε τον πλούτο που λέγεται Κρητική Διατροφή.Χρέος μας είναι να τον ανακαλύψομε ξανά. Να μην αφήσομε να χαθεί ούτε η τροφοσυλλεκτική παράδοση ούτε η τροφοπαρασκευαστική εμπειρία των Κρητικών. Να μην ξεχάσομε να μαζεύομε χόρτα, όχι μόνο το μοδάτο σταμναγκάθι. Να διδάσκεται στα σχολεία η διατροφή. Να αναλάβουν ευθύνη οι Δήμοι, να κινητοποιηθούν οι τοπικές κοινωνίες, όχι όμως δημιουργώντας ψεύτικα σύμβολα, όπως γίνεται τελευταία με την κακοποίηση της κρητικής παράδοσης, την πλαστογράφηση χορών και τις ενδυματολογικές ακρότητες. Από εκεί πρέπει να αρχίσομε. Να ανακαλύψομε ξανά τον παραδοσιακό μας πολιτισμό και να τον πάμε πιο μπροστά. Να συνεχίσομε τη μεγάλη παράδοση του τόπου παράγοντας προϊόντα και πολιτισμό. Δηλαδή να ανακαλύψομε ξανά τους εαυτούς μας χωρίς μιμητισμούς, χωρίς σωβινισμούς, χωρίς επικίνδυνα ιδεολογήματα.

* Ο κ. Νίκος Ψιλάκης είναι δημοσιογράφος – συγγραφέας.

** Το παραπάνω κείμενο ήταν η ομιλία του Νίκου Ψιλάκη στην εσπερίδα που πραγματοποιήθηκε στις 19 Οκτωβρίου στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής της Μεσογείου για την παρουσίαση των αποτελεσμάτων του πιλοτικού ευρωπαϊκού προγράμματος «Meet Nature – A tourism product for Seniors to experience nature through creative and playfull learning».

http://hania.news/

 





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.