Κάθε φορά που λαδώνετε την πόρτα του παλιού σπιτιού για να μπείτε, σε κάθε σημείο θα χορεύουν οι αναμνήσεις.

Δεκαπενταύγουστος

Είναι οι μέρες που πολλοί γυρνάτε στα χωριά σας, κι εγώ δηλαδή που δεν έπαψα ποτέ να είμαι χωριάτης από τότε που ο παππούς έχασε τον τίτλο του κουροπαλάτη.
Αν το σκεφτείς οι Έλληνες είναι κάτι σαν τα χέλια, που μια φορά το χρόνο μαζεύονται στη θάλασσα των Σαργασσών.
Μόνο που οι Έλληνες που είναι πραγματικά περιούσιος λαός και θα εξηγήσω γιατί, επιστρέφουν για να θυμηθούν, να γεμίσουν κάτι μπαταρίες που δεν ξέρουν ακριβώς τι μπαταρίες, αλλά εκείνες που φορτίζονται μόνο εκεί.
Εκείνο λοιπόν το ραντεβού του δεκαπενταύγουστου, είναι μια ιεροτελεστία, που ενώ νομίζουμε ότι εκκινεί και τελειώνει στο γέμισμα της κοιλιάς, κάνει το ακριβώς αντίθετο, εμπλουτίζει το dna της μνήμης, του θυμικού για το restart που έλεγε και η γιαγιά μου του Σεπτεμβρίου.
Γιατί είναι περιούσιος; Μα ακριβώς γι’ αυτό, επειδή μπορεί να συνδέσει ένα τόπο που δε ζει, ίσως δεν έχει ζήσει ποτέ, με αυτό που ο ίδιος ορίζει ως αφετηρία, αξίες, τρόπο ζωής.

Γυρνάει λοιπόν στο χωριό, σιχαίνεται συνήθως τους εναπομείναντες, του μυρίζουν λίγο οι καβαλίνες, τον ενοχλεί ο κόκορας του γείτονα, διαπιστώνει ότι ένα mall ρε αδερφέ δεν έχει εδώ, άρα εκεί που μένει είναι καλύτερα, δικαιολογεί επομένως ειδικά αν ζει στην Αθήνα ή τη Σαλονίκη ότι περνά τη μισή ζωή στο θόρυβο και την κίνηση και στο τέλος απολαμβάνει και υπερηφανεύεται γι’ αυτόν τον τοσο εκπληκτικό και μοναδικό τόπο που γέννησε αυτόν, τη μάνα ή τον πατέρα του, ανεβάζει στα ύψη τα χαρακτηριστικά της φυλής του εν λόγω χωριού και γυρίζει με μποτιλιάρισμα ή άλλο αντίστοιχα πεπιεσμένο μέσο στο σπίτι του.

Αυτή η βλακώδης ως φαίνεται συμπεριφορά είναι στην πραγματικότητα μια κολυμβήθρα αναγέννησης, μια ανάγκη εσωτερική γεμάτη τόση πολλή ενέργεια.
Είναι γιατί, ακόμα κι αν ο καθένας από μας γεννήθηκε και περπάτησε μέσα στις καβαλίνες και τις βουτσές ενός χωριού, ακόμα κι αν έχει τραβήξει κάθε μορφής ταλαιπωρία σε ένα τέτοιο χωριό, αν όλα τέλος πάντων δεν ήταν καλά, το χωριό έχει κάτω χώμα και σκονισμένα ρούχα, έχει αρώματα, έχει μνήμες, έχει αγάπες, μίση, έρωτες και μαχαιρώματα από προγόνους και τα σπίτια μιλάνε, και τα ρυάκια, και τα καλντερίμια, και τα δεντρα, ακόμα και το πηγάδι του Τούρκου που λέει σε μια ταινία.
Όσοι έχουν χωριό θέλουν αυτές τις μέρες να πάνε, έστω κι αν δεν έχουν κάποιον και είναι και πιο δύσκολο, αλλά θέλουν. Έχουν και κανένα καντιλάκι να ανάψουν.
Είναι ωραίο το Πάσχα του καλοκαιριού, ο δεκαπενταύγουστος.

Κάθε φορά που λαδώνετε την πόρτα του παλιού σπιτιού για να μπείτε, σε κάθε σημείο εκείνου του παλιού σπιτιού θα χορεύουν οι αναμνήσεις. Ίσως και κανένα φαντασματάκι αν σας αρέσουν τέτοιες ιστορίες.

Κάθε άνθρωπος που αγαπά, δε χάνει τις ρίζες. Δεν είναι απαραίτητα καλές, αλλά αυτές σέρνουμε σε όλη μας τη ζωή.

Γιώργος Π





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.