Τα κασαπιά στο παλιό Ηράκλειο

Διανύουμε περίοδο εορτών και αυτές τις μέρες την τιμητική τους εκτός από τους φούρνους και τα ζαχαροπλαστεία, όπως γίνεται σε μέρες γιορτινές, είχαν και τα κρεοπωλεία της πόλη μας. Τα κασαπιά των παλιών Καστρινών. Ο κ. Μαρίνος Ιδομενέως με τις ωραίες του μαντινάδες από το βιβλίο του “Κρητικό γλωσσάριο” τη σπουδαία αυτή έκδοση της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης, δεν έχει αφήσει ασχολίαστο ούτε το κασαπιό, ούτε τον κασάπη.

“Άμα δα (θα) πας στο κασαπιό

να βλέπεις τον κασάπη

γιατί σου δίνει πλια φτηνά

μα σου πουλεί αγάπη”.

και συνεχίζει:

“Σαν του κασάπη τη βαρά

την κοφτερή μαχαίρα

δα σου σβουρίξω μια κοφτή

με τη δεξά μου χέρα”.

Κασάπης: Είναι λέξη Τουρκική και θα πει αυτόν που σφάζει τα ζώα και πουλάει το κρέας. Τότε δεν υπήρχαν ειδικοί χώροι για σφαγεία και ο ίδιος ο κρεοπώλης αναλάμβανε να σφάξει το ζώο και να το πουλήσει. Σφαγεία έγιναν αργότερα και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Τάλω. Μάλιστα αυτή η περιοχή πήρε το όνομα χοιροσφαγεία, ήταν κοντά στη θάλασσα. Σιγά – σιγά με την πάροδο του χρόνου αυτά καταργήθηκαν και έγιναν άλλα πιο σύγχρονα σφαγεία στην Αλικαρνασσό.

Εκεί έσφαζαν απ’ όλα τα ζώα, μοσχάρια, χοιρινά, αρνιά, κατσίκια κλπ. Πολλά ζώα τα έφερναν οι χωριάτες παλιότερα στα χάνια της πόλης και κατέληγαν στα κρεοπωλεία και αργότερα τα έφερναν στα καφενεία για να τα πουλήσουν ζωντανά στους κρεοπώλες. Πολλές φορές παραμονές του Πάσχα έφερναν κοπάδια με αρνιά στη Χανιώπορτα, διάφοροι βοσκοί, αλλά και οι χωριάτες που τα εξέτρεφαν στα σπίτια τους για να τα πουλήσουν ζωντανά στους πελάτες τους.

Τα ξωλαλούσαν όπως έλεγαν από τα διάφορα χωριά και τα έφερναν στο σημείο που προαναφέραμε. Τότε οι ενδιαφερόμενοι τα αγόραζαν καθορίζοντας στο περίπου, με το μάτι, το βάρος. Ακολουθούσε το μπούζασμα του ζώου, του έδεναν δηλαδή τα πόδια για να μεταφερθεί πιο εύκολα από τον αγοραστή. Τα πιο παλιά χρόνια τα κασαπιά του Μεγάλου Κάστρου ήταν στο Αμπάρ Αλτί όπως λέγονταν η σημερινή οδός Χάνδακος εκεί που ήταν τα δικηγορικά γραφεία. Μεταγενέστερα άλλαξαν θέση και μεταφέρθηκαν τα πιο πολλά στη σημερινή αγορά στην οδό 1866 και ορισμένα στην Πλατειά Στράτα, γύρω στο Καμαράκι και πριν τη Χανιώπορτα.

Σύμφωνα με έγγραφα του Τούρκικου Αρχείου Ηρακλείου τα οποία έχει μεταφράσει ο αείμνηστος Νικόλαος Σταυρινίδης, γίνεται λόγος για διατίμηση τροφίμων στα οποία περιλαμβάνεται και το κρέας για είδη κρεάτων και πόσους παράδες κοστίζουν για ανεύρεση βοσκοτόπων, κάτι που προβλημάτιζε έντονα τους κρεοπώλες για την πώληση του αναγκαίου κρέατος προς το λαό που πρέπει να γίνεται πέραν της διατιμήσεως και άλλα συναφή. Επί Τουρκοκρατίας υπήρχαν τα Τουρκικά και Χριστιανικά κασαπιά.

Την περίοδο της Σαρακοστής οι χριστιανοί δεν έσφαζαν ζώα.Οι Τούρκοι έσφαζαν και πουλούσαν κανονικά. Ένας γραφικός τύπος της εποχής που έζησε μέχρι το 1930 περίπου, ο Γκιαουρογιάννης, πάντοτε πείραζε, σατύριζε, έλεγε μαντινάδες και γενικά ήταν ευχάριστους τύπος για πολλούς ανθρώπους της αγοράς. Μια μέρα ένας Τούρκος χασάπης κάθονταν περίλυπος γιατί δεν μπορούσε να πουλήσει το κρέας. Ήταν περίοδος σαρακοστής βέβαια.

Περνάει από το κασαπιό του ο Γκιαουρογιάννης και ο Τούρκος τον παρακαλεί να του πει κάτι για να γελάσει. Και ο Γκιαουρογιάννης δε χάνει ευκαιρία και του λέει:

“Θωρείς εκείνο το μερί

που σιέται και λυγιέται

Σαρακοστή ’χουν οι Ρωμιοί

για ’κείνο δεν πουλιέται”.

Συνεχίζουμε όμως!

Τα παρακάτω στοιχεία αφορούν την περίοδο 1753-1760 και σας τα υποβάλλω. Πρόκειται για κάποιες διαταγές Τούρκων αξιωματούχων.

Κατόπιν διαταγής του διοικητού Χάνδακος Τουράκ Μεχμέτ Πασά προς τον Ιεροδίκην της πόλεως, προσεκάλεσεν ούτος εις το Ιεροδικείον άπαντας τους αρτοπώλας, παντοπώλας και κρεοπώλας της πόλεως (άπαντες Τούρκοι) και επί παρουσία των προκρίτων και αγάδων της πόλεως καθωρίσθησαν αι τιμαί από της πρώτης ημέρας της εαρινής ισημερίας, ήτοι κατά τας αρχάς του μηνός Τζεμαζιελαχίρ του έτους 1168, δια μεν τον άρτον, καλώς εψημένον και λευκόν, εν άσπρον τα 95 δράμια. Θα τοποθετηθεί πλάστιγξ εις τα αρτοποιεία και ο άρτος θα ζυγίζεται. Το γάλα δύο άσπρα η οκά, το γιουγούρτι τρία άσπρα, ο τυρός δώδεκα άσπρα, η φρέσκια μυζήθρα εννέα άσπρα η οκά. Το κρέας μέχρι της 23 Απριλίου, του αρσενικού προβάτου έξι παράδες, το κρέας αμνού πέντε παράδες, το κρέας μαργιάς τέσσερα άσπρα, το κρέας αιγός τέσσαρες παράδες, το κρέας βοός τρεις παράδες. Τη 7 Τζεμαζιελαχίρ 1168.

Συμφώνως προς την εκδοθείσαν υπό του Πασά του Χάνδακος διαταγήν συνήλθον άπαντες οι εν τοις πράγμασιν εις την οικίαν του Τουνετζή μπασή (αρχιαστυνόμου) Ιμπραχίμ Αγά, όπου επί παρουσία και απάντων των αρτοποιών και κρεοπωλών καθορισθή, βάσει της σημερινής τιμής του σίτου, 30 παράδες το μουζούριον, του μεν καθαρού και καλώς εψημένου άρτου ένας παράς η ημίσεια οκά, του κρέατος αμνού 6 παράδες η οκά.

Συμφώνως τω εκδοθέντι μπουγιουρουλντί δια τον καθορισμόν τιμής επί των τροφίμων, προσήλθον εις το Ιεροδικείον ο ιερολογιώτατος Μουφτής εφένδης, ο εντιμότατος Τουρνατζή μπασής, εντεταλμένος αρχηγός των αυτκρατορικών γενιτσάρων, ο αρχηγός των τσαούσηδων και άπαντες οι αξιωματικοί, οι προύχοντες, οι κρεοπώλαι, οι παντοπώλαι και λοιποί εμπειρογνώμονες και μετά την ανάγνωσιν του ρηθέντος μπουγιουρουλντί, ωμίλησαν κατά πρώτον οι κρεοπώλαι, οίτινες είπον τα ακόλουθα.

Επειδή δεν υπάρχει εδώ αρκετόν ύδωρ δια να ποτίζομεν τους αμνούς από τους τόπους από τους οποίους τα αγοράζομεν ούτε και βοσκότοπος δια να βόσκουν ταύτα, ως εκ τούτου συναντώμεν δυσκολίας εις την ανεύρεσιν βοσκοτόπων και ποτιστηρίων μακράν της πόλεως και υφιστάμεθα ούτω πολλά έξοδα.

Απαφασίσθη συνεπώς η οκά του κρέατος κριού πέντε παράδες. Όσον φορά τον σίτον, επειδή δεν έληξεν ακόμη ο αλωνισμός των σιτηρών δεν ευρίσκεται σίτος νέας εσοδείας, συνεπώς μέχρι λήξεως του αλωνισμού να πωλείται ο καθαρός και καλώς εψημένος άρτος τα εβδομήκοντα δράμια εν άσπρον· οι δε παντοπώλαι είπον ότι και ημείς θα πωλώμεν το ελαιόλαδον εννέα παράδες την οκάν, τον τυρόν πέντε παράδες· όσον αφορά το βούτυρον, να αναβληθεί ο καθορισμός τιμής μέχρις ότου φθάσουν νέαι ποσότητες εκ του εξωτερικού. Καταχωρηθέντων πάντων τούτων εις το βιβλίον του Ιεροδικείου γνωστοποιούνται ταύτα και τη υμετέρα εξοχότητι εις ην εναπόκειται η περαιτέρω διαταγη.

Δι’ εγγράφου του διοικητού Χάνδακος Τουράκ Μεχμέτ Πασά προς τον Ιεροδίκην και τους λοιπούς εν τοις πράγμασι γίνεται αυτοίς γνωστόν ότι ως επληοφορήθη ούτος, οι κρεοπώλαι της πόλεως πωλούν πέραν της διατιμήσεως το αναγκαίον δια τον λαόν κρέας. Διατάσσει, όπως κληθώσιν εις το Ιεροδικείον οι κρεοπώλαι και συμμορφωθώσιν προς την ισχύουσαν διατίμησιν, άλλως θα τιμωρηθούν.

Δια μπουγιουρουλντί του διοικητού Χάνδακος Τουράκ Μεχμέτ Πασά προς τον Ιεροδίκην της πόλεως και τους λοιπούς εν τοις πράγμασι γίνεται αυτοίς γνωστόν ότι επειδή οι αρτοποιοί, παντοπώλαι και λοιποί πωλώσι πέραν των καθορισθεισων τιμών τα χρήζοντα δια τον λαόν τρόφιμα, όπως τον άρτον, τον τυρόν, το μέλι, τον σάπωνα και λοιπά άλλα χρειώδη και μάλιστα κάτω του κεκανονισμένου βάρους, διατάσσει αυτούς όπως κληθώσιν άπαντες ούτοι εις το Ιεροδικείον και συμμορωθώσι προς τας επιβληθησομένας νέας διατιμήσεις και ότι εν εναντία περιπτώσι ουδεμία δικαιολογία θα γίνη αποδεκτή, αλλά θα τιμωρηθώσιν αυστηρώς.

Παλιότερα γύριζαν στα διάφορα χωριά και αγόραζαν ζώα προκειμένου να τα πουλήσουν στους χασάπηδες, ορισμένοι άνθρωποι. Αυτοί έπρεπε να είναι έξυπνοι, παρατηρητικοί και γνωστοί στην πιάτσα, για να μπορούν ν’ αγοράζουν φθηνά και φυσικά να πουλούν ακριβά. Ήταν οι λεγόμενοι τσαμπάζηδες όπως μας τους περγράφει στο πολύ ενδιαφέρον του βιβλίο ο Αντωνης Δαφέρμος με τίτλο: “Παραδοσιακά επαγγέλματα που χάνονται”. Τσαμπάζης είναι ο ζωέμπορος και είναι κι αυτή Τούρκικη λέξη.

Αγόραζαν λοιπόν τα ζώα χωρίς να τα ζυγίζουν, κουτουρού δηλαδή. Αν επρόκειτο να πουλήσουν σε κάποιο , κάποιο ζώο, για να γεννά, ποτέ δεν έλεγαν την ακριβή ηλικία του, συνήθως έλεγαν πολλά ψέματα. Αν ξεχνούσαν καμιά φορά έλεγαν και καμιά αλήθεια. Η δουλειά του τζαμπάζη ήταν δύσκολη και κοπιαστική. Πολλές φορές για να φέρουν ζώα στους κασάπηδες σηκώνοντας από τα μαύρα μεσάνυχτα και τα έφερναν στον προορισμό τους. Οι αγοραπωλησίες βέβαια και οι υπόλοιπες συναλλαγές είχαν την τιμητική τους. Επίσης για να γίνεται καλύτερα η δουλειά τους είχαν πολλούς συντέκνους αλλά και συνεργάτες σε κάθε χωριό. Ο βερεσές βέβαια ήταν συνηθισμένο και συχνό φαινόμενο. Πολλές φορές οι τζαμπάζηδες αισχροκερδούσαν και γενικά είχαν χρήματα:

“Τζαμπάζη θε να παντρευτώ

να ’χει πολλούς παράδες

μα κάθομαι να τα γλεντώ

καθουμερνές, σκολάδες”.

Ο Μηνάς Βαρδαβάς στα μοναδικά κείμενά του για το παλιό Ηράκλειο, μας αναφέρει: “πως στην οδό 1866 αριστερά και δεξιά όπως ανεβαίνουμε από το Μεϊντάνι ήταν τα κασαπιά. Ο δρόμος απ’ αυτά τα μαγαζιά, πήρε ο όνομα αυτό και λέγεται “στα κασαπιά”. Μια ονομασία που ακόμα και σήμερα διατηρείται και έτσι έχει επικρατήσει να λέγεται αυτή η περιοχή. Μιλάμε για την προπολεμική αλλά και τη μεταπολεμική περίοδο. Τότε σπάνια εύρισκες κρεοπωλείο εκτός των τειχών, εκτός βέβαια από τους συνοικισμούς της πόλης μας, π.χ. Πόρος, Αλικαρνασσός, Ατσαλένιο κλπ. Ούτε υπήρχαν τα σημερινά σούπερ μάρκετ με διάφορα κρέατα εισαγωγής και εγχώριας παραγωγής αλλά και κατεψυγμένα. Κρεοπωλεία άρχισε να γεμίζει το Ηράκλειο αρχές της δεκαετίας του ’70. Μέχρι τότε όλοι αγόραζαν κρέας ή από την οδό 1866, ή από την περιοχή της Πλατειάς Στράτας, κοντά στο Καμαράκι.

Ποιά όμως ήταν τα κασαπιά στο παλιό Ηράκλειο; Ποιοί τα είχαν; Ποιούς θυμούνται οι παλιότεροι;

Στην οδό 1866 κρεοπωλεία είχαν:

οι αδελφοί Κίτσου τους οποίους εύρισκες ως Μελεμενήδες, ο Γιώργος Βουρεξάκης που τον έλεγαν Μπεχλιβάνη, οι αδελφοί Σταθόπουλοι και επειδή ο Γιάννης Σταθόπουλος ήταν μελαχροινός τον έλεγαν Μαυρογιάννη. Επίσης οι αδελφοί Τσιτάκη, οι αδελφοί Δημητρίου (ένα κρεοπωλείο που έχει ζωή 83 χρόνων και υπάρχει και σήμερα, όπως μου είπε ο κ. Στράτος Δημητρίου), οι αδελφοί Μπίρη, οι αδελφοί Καραταράκη, ο Γιάννης Σακλαμπάνης, ο Στέλιος Καρεκλάς, ο Γιάννης Ανδρουλάκης, ο Γιώργης Βασιλάκης ή Ψαρρός, ο Μαρίνος Λιάπης, το κασαπιό των Γεωργίου Σταμπουλή και Νίκου Καρτάλη, του Ηρακλή Κυρλή, τα κασαπιά του Γιώργου Κιρλίμπα και μετά του Νικολάου Κεφερή και πιο πάνω του Μανώλη Σκουλά. Ακόμα του Τρούλλη, του Δασκαλάκη και ζητώ συγγνώμη αν έχω ξεχάσει κάποιον ή κάποιους. Κατά τον Μήβα, υπήρχε και το κασαπιό του Μιχάλη Δατσέρη το οποίο το έκανε για κάποιο χρονικό διάστημα ένας Αρχανιώτης χασάπης, ψηλός και χονδρός, ο Μανώλακας.

Επειδή δεν είχε κρέατα για να πουλήσει τόκανε τσικουδάδικο, κερνούσε την τσικουδιά σε πελεκημένα κέρατα ζώου αντί για ποτηράκια.

Στην Πλατειά Στράτα από την σημερινή οδό Αγίου Μηνά μέχρι περίπου το Ανωγειανό σχολειό, υπήρχαν τα κρεοπωλεία του Κουτσούκου, του Πουλιού, του Γρύλλου, του Αριστείδη Μαρκόπουλου, του Σταθόπουλου – Γαϊτάνη (απέναντι από το καφεκοπτείο Πορταλάκη), του Χρήστου Γριτζώτη, του Γιάννη Χατζάκη, και του Μανώλη Κιαγιά. Τον τελευταίο τον εύρισκες στην αγορά σαν “Πονηρό”, αυτό ήταν το παρατσούκλι του. Χωρίς να έχει ο ίδιος κρεοπωλείο, ο Χρήστος Τσιτόπουλος, διατηρούσε βιοτεχνία αλλαντικών στην πόλη μας. Ένας γείτονας στο χώρο της εργασίας μου (στη γειτονιά του Αγίου Ματθαίου) ο κ. Γιώργος Γρύλλος, ο οποίος διατηρεί κατάστημα ορθοπεδικών ειδών, θυμάται εκείνα τα χρόνια, ως παιδί, το κρεοπωλείο του πατέρα του Λεωνίδα Γρύλλου: “Τότε οι γονείς μας ήταν ζόρικοι και είχαν απαιτήσεις από τα παιδιά τους, ήθελαν να βοηθάμε στη δουλειά και στο σπίτι. Το κρεοπωλεί του πατέρα μου ήταν κοντά στο Ανωγειανό σχολείο. Κουβαλούσαμε πολλές φορές κολώνες με πάγο για να τις βάλουμε στη παγωνιέρα, αφού δεν υπήρχαν ψυγεία. Ο κάθε χασάπης έπρεπε να κάνει κουμάντο να δώσει το κρέας μέσα σε δυο το πολύ τρεις μέρες. Μετά δεν μπορούσε να το διατηρήσει. Σε πολλά κρεοπωλεία οι παραγυιοί κρατούσαν μια ουρά βοδιού κι έδιωχναν τις μύγες για να μην πλησιάσουν στο κρέας. Πολλές φορές κουραζόμασταν αρκετά. Μια φορά με τον αδελφό μου το Νίκο τη δεκαετία του ’50 πήγαμε με τα πόδια στα Καλέσα κι από εκεί πήραμε δύο μοσχάρια σέρνοντας και τα πήγαμε στα σφαγεία της Αλικαρνασσού. Ωράριο δεν υπήρχε! Από το πρωί μέχρι το βράδυ ακόμα και την Κυριακή μέχρι το μεσημέρι, ήμασταν ανοιχτά. Τότε είχαν μεγάλες οικογένειες οι άνθρωποι και η κάθε νοικοκυρά έπρεπε να τους ικανοποιήσει όλους με μια οκά κρέας.

Πολλοί έτρωγαν κρέας μια φορά το μήνα ίσως και πιο αργά. Κάθε Πάσχα η περιοχή της Χανιώπορτας γέμιζε από κοπάδια αρνιών και πολλοί Ηρακλειώτες αγόραζαν. Έρχονταν στον πατέρα μου και του έλεγαν να στείλει έναν από μας για να τα σφάξουμε. Εμείς πηγαίναμε και σαν αμοιβή παίρναμε την προβειά, την οποία πουλούσαμε στα βυρσοδεψεία ή στο δερματοπωλείο των αδελφών Μιχάλη και Μανώλη Σαλούστρου στη Λ. 62 Μαρτύρων στη στάση Λυρατζάκη. Τα κρέατα βέβαια εκείνα τα χρόνια ήταν καταπληκτικά. Δεν υπήρχαν εισαγόμενα. Το φλέμονα του χοίρου ή του μοσχαριού τον πουλούσαμε για τις κάτες, έναντι μισής ή μιας δραχμής. Θυμάμαι τους τσελεμήδες, τους μεσάζοντες δηλαδή που έκαναν προτάσεις για αγορά ζώων στον πατέρα μου και ήταν σκληροί στο παζάρι.

Μερικοί χασάπηδες, συνήθως αδέλφια, όταν είχαν αυτοκίνητο, ο ένας καθόνταν στο μαγαζί και ο άλλος έβγαινε με τ’ αυτοκίνητο στη γύρα, γύριζε όλη σχεδόν την Κρήτη κι έπαιρνε ζώα. Τότε η περιοχή της Μεσαράς είχε πολλά αγελάδια, ο κόσμος ασχολούνταν και επαγγελματικά αλλά και ερασιτεχνικά με την κτηνοτροφία. Υπήρχαν βέβαια και οι πλανόδιοι κρεοπώλες που πουλούσαν κρέας. Πολλές φορές πολλοί πελάτες έλεγαν θέλω ένα κομμάτι μπροστινό το ελαφρύ, ήταν εκείνο το κομμάτι που δεν είχε το κόκκαλο της σπονδυλικής στήλης μετά το ξεράχισμα και έτσι δεν βαρυκαμπάνιζε όταν το ζύγιζε ο κρεοπώλης”.

Αυτά ήταν τα κασαπιά στο παλιό Ηράκλειο με τα αφεντικά τους, τους παραγυιούς τους και φυσικά την πελατεία τους. Πάντοτε βέβαια στη διάθεση του πελάτη ο οποίος πάντα είχε και εξακολουθεί να έχει δίκαιο, όπως συνηθίζεται να λέγεται.

Κασαπιά! Τα σημερινά κρεοπωλεία και τι δε μου θυμίζουν! Μαθητής ακόμα στο Δημοτικό σχολείο στο χωριό μου Λαύκος στο Νότιο Πήλιο, τις περισσότερες Κυριακής το απόγευμα ακούγοντας την καθιερωμένη ποδοσφαιρική αναμετάδοση και καμαρώνοντας ακουστικά τα ινδάλματά μας που ήταν ο Γιούτσος, ο Σιώκος, ο Δεληκάρης, μιλάμε φυσικά για Ολυμπιακό και ξερό ψωμί που λέει ο λόγος, βοηθούσα τον μπάρμπα μου το Στάθη στο να ψήσουμε το κοκορέτσι.

Μόλις ήταν έτοιμο, τον θυμάμαι! Θεός σχωρέστον, να παίρνει τη σούβλα και να φεύγει από το κασαπιό για τα καφενεία της πλατείας. Εκεί, άλλος έπαιρνε μιας δραχμής κοκορέτσι, άλλος δύο δραχμές, το έκοβαν μικρά κομματάκια στο ίδιο το χασαπόχαρτο που τους το έδινε ο κρεοπώλης και έπιναν το κρασάκι τους, παρέες – παρέες. Φυσικά μόνο άνδρες. Αυτή ήταν η απογευματινοκυριακάτικη διασκέδασή τους, αφού τους περίμενε μετά η σκληρή ρουτίνα της επόμενης εβδομάδας.

Ακόμα θυμάμαι την χειροκίνητη μηχανή που έκοβε τον κιμά και την ταμπέλα: Ο κιμάς κόβεται παρουσία του πελάτου, αλλά και μια άλλη ταμπέλα: Μη μου λες για βερεσέ. Αυτά ήταν κασαπιά, εκείνου του παλιού καιρού! Αυτή είναι η ιστορία τους. Στοιχεία για το πόνημά μου αυτό πήρα από τις μεταφράσεις του Ν. Σταυρινίδη, από τα κείμενα του Μηνά Βαρδαβά, από τους κυρίους Γιάννη Δασκαλάκη και Γεώργιο Γρύλλο και από τον κρεοπώλη κ. Στράτο Δημητρίου, που τόσα πολλά μου είπε με μεγάλη προθυμία και καλωσύνη. Όλους τους ευχαριστώ από καρδιάς!

1199797173Από το Δημήτρη Σάββα

 

patris.gr





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.