Ιλαρίων Σιναϊτης ο Κρης -Από τις σημαντικότερες μορφές που ανέδειξε το Γένος μας τον 18ο και 19ο αιώνα.

Η Αρμάχα, ή Ερμάχα όπως τη λένε οι πιο παλιοί, είναι ένα μικρό ορεινό χωριό του δήμου Μινώα Πεδιάδος, κοντά στους πρόποδες των βουνών όπου βρίσκεται η «Γερακιανή Λαγκάδα», με 68 μόλις κατοίκους.

Στο έργο του Barozzi αναφέρεται ότι το 1577 το τοπωνύμιο  ανήκει στην επαρχία Πεδιάδος. Υπάρχει ωστόσο η άποψη ότι το χωριό χτίστηκε από την οικογένεια Καμπαναράκη το 1583.

Γράφει η Βασιλική Παπουτσάκη

Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Οι άνθρωποι του μικρού ορεινού μας χωριού είναι φιλοπρόοδοι, με κλίση στα γράμματα.

Δεν υπάρχουν καλολογικά στοιχεία για να περιγράψεις την Αρμάχα, δεν υπάρχει χώρος για «δήθεν» προσεγγίσεις φιλολογικές ή καλλιτεχνικές. Υπάρχει μια ωμή δύναμη που δένει τα όμορφα κομμάτια μεταξύ τους.

Από την Αρμάχα καταγόταν ο μητροπολίτης Τυρνόβου Βουλγαρίας Σινατης Ιλαρίων Καμπανάρης.

Ο Ιλαρίων γεννήθηκε το 1765, στην Αρμάχα με το οικογενειακό επίθετο Καμπαναράκης. Στα χειρόγραφα που έχει υπογράψει και βρίσκονται στην Εθνική βιβλιοθήκη, και τη βιβλιοθήκη της βουλής, υπογράφει ως “ Ιλαρίων Σιναῒτης ο Κρης” και  ανήκει στις   σημαντικότερες και σπουδαιότερες μορφές που ανέδειξε το Γένος μας τον 18ο και 19ο αιώνα.

Υπήρξε δραστήριος και καινοτόμος ιερωμένος.  Όπως γράφουν ο Ιλαρίων ανεδείχθη αληθινός ποιμήν και ήταν άνθρωπος λόγιος και ικανός. Μετέφρασε στη νεοελληνική γλώσσα την Αγία γραφή . Φρόντισε και για τη μετάφρασή της στα Βουλγαρικά. Μετέφρασε επίσης τραγωδίες του Σοφοκλή.

Τι ήταν όμως εκείνο που ανέδειξε τον κληρικό αυτό σε σπουδαία φυσιογνωμία όχι μόνο του τόπου αλλά και της θρησκείας;

Η προσπάθειά του και η ενεργός ανάμειξή του στην προσπάθεια μετάφρασης της Αγίας Γραφής έγινε αιτία να κατηγορηθεί από τους λόγιους που κατεδίωκαν τη δημοτική. Η δημοτική γλώσσα στις αρχές του περασμένου αιώνα βάλλεται από παντού. Πατριάρχης, λόγιοι, και άλλοι βάλουν κατά των θετικών επιστημών και της δημοτικής γλώσσας,. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ , εξέδωσε  αυστηρή εγκύκλιο το 1819 και βάλλει κατά των θετικών επιστημών και των γλωσσικών καινοτομιών.H στενή όμως σχέση του Ιλαρίωνα με  υποστηρικτές της δημοτικής, ως της φυσικής γλώσσας οδήγησε τον Ιλαρίωνα να υποστηρίζει τη Δημοτική. Οι απόψεις του σχετικά με τη Δημοτική αναλύονται από τον ίδιο στις μακρές απολογητικές επιστολές που απηύθυνε στον Πατριάρχη και στην Οικουμενική Σύνοδο, όταν κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του.

Διαβάζουμε ένα απόσπασμα:

” Δεν πρόκειται να μεταφρασθώσιν αι γραφαί εις την απλοελληνικήν και να αναγιγνώσκονται ούτω εις τας εκκλησίας. Πρέπει να μεταφρασθώσι δια τον λαόν να τις διαβάζει εν τη οικία του, δια να εννοεί το Ελληνικόν κείμενον όταν αναγιγνώσκεται εν τη εκκλησία όπως το συνέταξαν οι Απόστολοι. Είναι τάχα δίκαιον να καθηδύνονται ολιγώτατοι άνθρωποι που το εννοούν , να το υστερείται ο κοινός λαός υπέρ του οποίου ο Χριστός απέθανε? Την κοινήν γλώσσαν εννοεί και ο πεπαιδευμένος την Ελληνικήν, όμως δεν καταλαβαίνει ο λαός. Ας αναγιγνώσκει εκείνος το Ελληνικόν κείμενον διά να δύναται , ας αναγιγνώσκει ο λαός την κοινήν γλώσσαν διά να ωφελείται…”

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…

Ο Ιλαρίων διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα στη Σιναϊτική Σχολή Ηρακλείου. Συνέχισε τις σπουδές του στην περιώνυμη σχολή Πατμιάδος . Περί το 1783 μετέβη στο μετόχι του Σινά στο Κάιρο όπου διδάσκει και μελετά. Αντιγράφει  κώδικες από επιστολές  του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου, και του Θεοδώρου του Προδρόμου που βρίσκονται στο Σινά.

Το 1788 τον συναντάμε δάσκαλο στην Ίο ενώ περί το 1802 και για μια τετραετία διδάσκει στη φαναριώτικη οικογένεια του Μουζούρη ως οικοδιδάσκαλος.

Μεταβαίνει για κάποιο διάστημα στο Βουκουρέστι, γνωρίζεται με τον λόγιο κληρικό Νεόφυτο Δούκα, ο οποίος του αφιέρωσε ένα σπουδαίο για την εποχή βιβλίο , την έκθεση των Σωζομένων του Αρριανού. Περί το 1803 αναλαμβάνει ηγούμενος στο Σιναϊτικό μετόχι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Κωνσταντινούπολη. Περί το 1805 δίδαξε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Το 1819 εξέδωσε στο πατριαρχικό τυπογραφείο βιβλίο για την Σταυροπηγιανή Μονή της Εικοσιφοίνισσας.

Όταν χήρευσε η Μητρόπολη Τυρνόβου ο Ιλαρίων εξελέγη το 1821 Μητροπολίτης, σε μια κρίσιμη περίοδο γιατί έχει ξεσπάσει η ελληνική επανάσταση. Ο ίδιος ομολογεί: ” ….Επετάχθημεν να αποδεχθώμεν το δυσχερές και επίφοβον έργον…”

Πολιτικοί λόγοι οδήγησαν στην έκπτωση του Ιλαρίωνος από τη Μητρόπολη Τυρνόβου το 1827. Η Πύλη ανησύχησε για τις σχέσεις του με τους Άγγλους και τους Προτεστάντες, αλλά και για τη μετάφραση της Αγίας Γραφής. Εξορίστηκε από τους Τούρκους στο Διδυμότειχο και φυλακίστηκε μαζί με άλλους μητροπολίτες.

Το 1830 ο Ιλαρίων αποκαταστάθηκε στη Μητρόπολή του , όπου το 1838 πέθανε από πανώλη

Στον τάφο του Ιλαρίωνα στον Ιερό Ναό Πέτρου και Παύλου στο Τύρνοβο,  ετοποθετήθη εγχάρακτος πλάκα με το εξής επίγραμμα :

 

(απόδοση) :Μάταια, ώ πέτρα, κρύβεις τη «σκόνη», την «τέφρα», το σώμα του Ιλαρίωνος Σναῒτου, του σοφού αρχιερέα Τυρνόβου. Την ψυχή του δεν θα την κρύψεις ποτέ, γιατί ο Κύριος την πήρε και την τοποθέτησε στη χορεία των δίκαιων ανθρώπων.

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΤΥΡΝΟΒΟΥ ΙΛΑΡΙΩΝΑ

Ο Νεόφυτος Δούκας υπογράμμισε ιδιαίτερα τις αρετές του Ιλαρίωνα. Μεταξύ άλλων σημειώνει τη σεμνότητά του , τον πλούτο των γνώσεων , το ήθος, και το ενδιαφέρον του για το << ευ ζην>> των νέων, δηλαδή τη μόρφωση και την παιδεία τους. Ακόμη γίνεται λόγος για την <<υπεροχήν ευγενείας και πολιτικήν εμπειρίαν>>  καθώς και περί <<καλοκαγαθίας>> του. Η φιλανθρωπία του Ιλαρίωνα εγκωμιάζεται από το Δούκα που γράφει: << Τυγχάνεις γαρ ων ομολογουμένως φύσει μεν προς πάντας φιλάνθρωπος>>

Ο Βασίλειος Απρίλωφ , ένας από τους σπουδαιότερους βούλγαρους συγγραφείς της εποχής του, γράφει: << Ανεδείχθη αληθινός ποιμήν, άνθρωπος λόγιος και ικανός. Αν και δεν ήτο Βούλγαρος , ενδιαφέρετο μεγάλως δια τη μόρφωσιν και παιδείαν των Βουλγάρων. Το έθνος τον εθεώρει αληθινόν πατέρα και ελυπήθη  όταν την θέσιν του κατέλαβεν άλλος μητροπολίτης. Εάν οι μητροπολίται οι αποστελλόμενοι εις επαρχίας με πλειονότητα βουλγαρικού πληθυσμού είχον τας αρετάς του ποιμένος τούτου, οι Βούλγαροι δεν θα επεθυμούσαν τίποτε περισσότερον.>>

Ο Νεόφυτος Ριλιώτης , καθηγητής της Βουλγαρικής γλώσσας στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και μέγας παιδαγωγός των Βουλγάρων, χαρακτηρίζει τον Ιλαρίωνα ως <<φιλόσοφον, θείαν αγγελικήν μορφήν ,άγιο άντρα, φως της ορθοδόξου Εκκλησίας, υπερασπιστήν των καταπιεζομένων.>>

Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ

Ο Πατριάρχης Κύριλλος ο ΣΤ΄ (1813-1818) έδωσε ώθηση στο έργο της  διάδοσης της Καινής Διαθήκης σε γλώσσα απλή. Έδωσε γραπτή άδεια  για την κυκλοφορία της παλαιάς μετάφρασης της Καινής Διαθήκης και δέχτηκε να γίνει μια νέα συγχρονισμένη μετάφρασή της. Το 1810 η Βρετανική Βιβλική Εταιρεία εξέδωσε την παλαιά μετάφραση της Καινής Διαθήκης που την είχε επανεκδώσει και αναθεωρήσει ο Ναουσαίος λόγιος Αναστάσιος Μιχαήλ. (1710)

Το 1818 ήρθε στην Κωνσταντινούπολη ο αντιπρόσωπος της Βρετανικής Βιβλικής Εταιρείας Κ. Ουιλλάμσων για να φροντίσει για την εκπόνηση μιας νέας μεταφράσεως της Καινής Διαθήκης. Το σοβαρό αυτό έργο ανέλαβε ο διαπρεπής Σιναῒτης Αρχιμανδρίτης Ιλαρίων (κατόπιν Μητροπολίτης Τυρνόβου) με τη σύμφωνη γνώμη του Κυρίλλου ΣΤ΄. Στο έργο αυτό ενεθάρρυνε τον Ιλαρίωνα ο προσωπικός του δεσμός με τον Αρχιεπίσκοπο του Σινά Κωνστάντιο, τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη (1830-1834) που διέμενε στην Κωνσταντινούπολη και ασκούσε μεγάλη επιρροή στο περιβάλλον του Πατριαρχείου. Το έργο της μεταφράσεως άρχισε αμέσως και προχωρούσε κανονικά. Ο Ιλαρίων έγραφε τότε. << Οι μεταφρασθέντες τρεις Ευαγγελισταί ενεφανίσθησαν τω Παναγιωτάτω και Σεβαστώ ημών Δεσπότη, Οικουμενικώ Πατριάρχη και ενεκρίθησαν>>

Όταν το Δεκέμβριο του 1818 έγινε για Τρίτη φορά Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Γρηγόριος ο Ε΄, είχε αρχίσει ένα αξιόλογο μεταφραστικό έργο. Το έργο αυτό επρόκειτο να έχει σημαντικότερη συνέχεια με την απόφαση να γίνει μετάφραση ολόκληρης της Αγίας Γραφής (Παλαιάς και Καινής Διαθήκης).

Το 1819 έφθασε στην Κωνσταντινούπολη από την Πετρούπολη ο επίτροπος της Βρετανικής Βιβλικής Εταιρείας Πίγκερτων. Πρότεινε να γίνει μετάφραση ολόκληρης της Αγίας Γραφής με δαπάνη της Βρετανικής Βιβλικής Εταιρείας. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος δέχτηκε πρόθυμα την πρόταση << προς ψυχικήν των ομογενών ωφέλειαν>>. Το μεταφραστικό έργο ανέθεσαν στον πολυμαθή Αρχιμανδρίτη Ιλαρίωνα (που είχε ασχοληθεί ήδη με τη μετάφραση της Κ.Δ.) Η συμφωνία ήταν ότι η μετάφραση θα γινόταν από το κείμενο των <<Εβδομήκοντα>>. Η εκτύπωση του έργου θα γινόταν στην Κωνσταντινούπολη , στο πατριαρχικό τυπογραφείο

 

Με τον πλέον επίσημο τρόπο ο Γρηγόριος ο Ε΄ ενέκρινε τη μετάφραση του Ιλαρίωνος.

Το όλο έργο προχωρούσε κανονικά μέχρι το Μάρτιο του 1821 , οπότε άρχισε η μεγάλη Ελληνική επανάσταση. Στις 10 Απριλίου 1821 ο Πατριάρχης φόρεσε το στεφάνι του Μαρτυρίου και το έργο της μετάφρασης τελείωσε.

Εν τω μεταξύ στην Κωνσταντινούπολη οι <<συντηρητικοί >> κύκλοι με τον Πατριάρχη Άνθιμο τον Γ΄ και τον Μητροπολίτη Κυζίκου Ματθαίον εστράφησαν εναντίον της μεταφράσεως.

Ο Ιλαρίων σε μια πολυσέλιδη επιστολή του προς τον Ματθαίο , τόνισε την ανάγκη και την αξία των μεταφράσεων της Αγίας Γραφής και κατέληξε ότι πρέπει να ερωτηθεί ο λαός. << Θέλει τάχα να εννοεί τας γραφάς η ουχί?>>

Ο Ματθαίος με μια πολυσέλιδη << Αντίρρησίν>> του προσπάθησε να αντικρούσει τις απόψεις του Ιλαρίωνος και κατέληξε ότι είναι <<αδιανόητον>> να ερωτηθεί ο λαός αν θέλει τη μετάφραση.

Εν τω μεταξύ η μετάφραση ολόκληρης της Αγίας Γραφής, μια μετάφραση πολύ επιμελημένη, είχε τελειώσει. Ο Ιλαρίων έδωσε τα χειρόγραφά του στους αντιπροσώπους της Βιβλικής Εταιρείας. Αλλά στο Λονδίνο δεν άρεσε πολύ η μετάφραση αυτή, γιατί η μετάφραση της Καινής Διαθήκης ήταν λίγο ελεύθερη (παραφραστική) και η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης είχε γίνει από το κείμενο των << Εβδομήκοντα>>, ενώ η Βιβλική Εταιρεία προτιμούσε τώρα μετάφραση από το εβραϊκό κείμενο.

Ύστερα από επίμονη προσπάθεια του Μητροπολίτη Τυρνόβου Ιλαρίωνος και του Αρχιεπισκόπου Σιναίου Κωνσταντίνου , η Βιβλική Εταιρεία  εξέδωσε το 1828 μόνο τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης.

Η προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου Σιναίου Κωνσταντίνου και του Μητροπολίτη Τυρνόβου Ιλαρίωνος για να πεισθεί η Βιβλική Εταιρεία και να εκδώσει και τη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης δεν έφερε αποτέλεσμα. Εξέδωσε μόνο το Ψαλτήριον (1828).

Ανατύπωση της μετάφρασης της Κ.Δ. έγινε αργότερα (1831) στη Γενεύη . << <<Δεκαπέντασχίλια αντίτυπα μεταφράσεως της Κ. Διαθήκης σταλθέντα εκ Γενεύης προς τον Κυβερνήτην της Ελλάδος Καποδίστριαν εγένοντο δεκτά λίαν ευχαρίστως>>

Έτσι τη μετάφραση αυτή τη διένειμε ο Κυβερνήτης Ιωαν. Καποδίστριας <<εις τους τότε διασωθέντας δια πυρός και σιδήρου του μακρού πολέμου Έλληνας, ως πρώτην πνευματικήν και παρήγορον τροφήν>>

Ανατυπώσεις της μεταφράσεως αυτής έγιναν και από την Αμερικανική Βιβλική Εταιρεία (1835, 1836, 1852) 2

 

Το κείμενο συμπεριλαμβάνεται στα πρακτικά Διημερίδας πολιτσιμού “Αν σ΄ αγαπά ο τόπος σου σε θέλει ο κόσμος όλος ”

Έκδοση ΔΟΠΑΜ , Δήμου Μινώα Πεδιάδος

 





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.