Τ’Αϊ Γιαννιού τα Λάμπαρδα -Σφακιώτες Λευκάδος

Γράφει ο Θοδωρής Γεωργάκης

«Τ’ Αϊ Γιαννιού τα Λάμπαρδα». Οι μεγάλες φωτιές του Αϊ Γιαννιού! Λαμπαρδίκα λέγεται η μεγάλη φωτιά στην Σφακισάνικη ντοπιολαλιά!

Η εκδήλωση γίνεται την παραμονή του Γενέσιου του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, 23η Ιουνίου, όταν γιορτάζει το μοναστήρι του «Αϊ Γιάννη του Αργανά» για τους Σφακισάνους, ειδικώτερα για το Πινακοχώρι, χωριό των Σφακιωτών στο οποίο κύρια αναβιώνει το Αιγιοπελαγίτικο έθιμο του δρασκελίσματος της φωτιάς, αλλά η επίσημη ονομασία του μοναστηριού είναι o «Αϊ Γιάννης στο Λιβάδι Καρυάς», όπως αναγράφεται επίσημα σε αρχειακές πηγές και το οποίο, από κτίσεώς του, ανήκει στην Καρυά. Λόγω γειτνιάσεως, όμως, της περιοχής του λόφου Μπρινιάς, στη νοτιοανατολική περιοχή του οποίου βρίσκεται το μοναστήρι, με την όμορη περιοχή της Αγίας Μαρίνας και των Βαρκών του Πινακοχωρίου, οι Πινακοχωρίτες ευλαβούνται το μοναστήρι και το γιορτάζουν, με το έθιμο της ρίγανης, θα το δούμε στην συνέχεια, γι αυτό και τον αποκαλούν «Αργανά», μα κυρίως με το άναμα φωτιών και του δρασκελίσματός των!

Αυτή η παράδοση του δρασκελίσματος των φωτιών έρχεται απ’ τα βάθη των αιώνων και έχει σχέση με την Αιγιοπελαγίτικη (Κρητική) προέλευση των κατοίκων του χωριού και γενικότερα, βέβαια, των Σφακιωτών, αφού το Πινακοχώρι λογίζεται σαν ο πυρήνας των Κρητογενών, με τα Κρητκά επίθετα Παπαδόπουλος, (θα μιλήσουμε παρακάτω αποκαλυπτικά γι αυτό το επίθετο), και Γεωργάκης να κυριαρχούν στο Πινακοχώρι. Απλά για θέματα σύγκρισης και παραλληλισμού θα νανφέρουμε πως και στα Σφακιά υπάρχει «Αϊ Γιάννης Ρηγανάς», αλλά και το έθιμο του δρασκελίσματος των φωτιών, εμπλουτισμένο απ’ το έθιμο του Κλήδονα! Την άποψή μας ισχυροποιεί ο φιλόλογος και Δρ του Πανεπιστημίου της Κρήτης Γεώργιος Κορναράκης, με άρθρο του στην καθημερινή εφημερίδα της Κρήτης «ΠΑΤΡΙΣ], ο οποίος αποκαλύπτει πως ο Αϊ Γιάννης αποκαλείται «Λαμπαρδιάρης και στα Σφακιά, εξ ου, προφανώς, και η γιορτή των «Λάμπαρδων» στους Σφακιώτες…

Παρένθεση. Για πρώτη φορά, όπως προϊδεάσαμε παραπάνω, φέρνομε στην επιφάνεια, τεκμηριωμένο με αδιάσειστες ιστορικές και αρχειακές πηγές το γεγονός πως, στα Σφακιά, υπάρχει απ’ το 1100 το επίθετο Παπαδόπουλος διάσπαρτο στα χωριά Καλλικράτης και Άγιος Νικήτας. Οι Παπαδόπουλοι κατάγονται κατ’ ευθείαν απ’ την Κωνσταντινούπολη, γι’ αυτό αποκαλούνται «Αρχοντορωμαίοι των Σφακίων». Το γεγονός αυτό καταγράφουν οι ιστορκοί: Γρηγόρης Παπαδοπετράκης, Πάρις Κελαϊδής, Σπυρίδων Ασδραχάς, ο Γενικός Προβλεπτής του Βασιλείου της Κρήτης Ζουάνε Μοντσενίγο το 1589 και ο Γενικός Προβλεπτής Θαλάσσης Φιλίππο Πασκουάλιγκο το 1594!!! Αυτοί οι Παπαδόπουλοι των Σφακίων ήταν κυρίως ναυτικοί. Είχαν τεράστια δύναμη και ξεσηκώθηκαν τουλάχιστον δέκα φορές κατά των Ενετών. Όταν αποτύγχανε η εξέγερσή τους οι Ενετοί τους εκπάτριζαν και αυτοί έφευγαν, σαν ναυτικοί, προς τα Επτάνησα, γι’ αυτό το επίθετο είναι διάσπαρτο σε Κύθηρα, Ζάκυνθο, Κεφαλλονιά απ’ τον 15ο αιώνα. Απ’ την Ζάκυνθο και την Κεφαλλονιά οι Παπαδόπουλοι, με όλα τα άλλα Κρητικά επίθετα διαπεραιώθηκαν και στην Λευκάδα και δημιούργησαν πατριδωνυμικά τους Σφακιώτες. Γι αυτό αναφερθήκαμε, ανωτέρω, στο Πινακοχώρι των Σφακιωτών σαν κοιτίδα των Κρητογενών, διότι στο χωριό αυτό συνυπάρχουν, από αιώνων, Παπαδόπουλοι και Γεωργάκηδες!!! Από εδώ, με τον θεσμό του «Σώγαμπρου», όπως δέχεται σε πολλές περιπτώσεις και ο Πάνος Ροντογιάννης, δημιουργήθηκαν οικογένειες με το επίθετο Παπαδόπουλος στους Τσουκαλάδες, στα Χαραδιάτικα και στο Μαραντοχώρι!

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ

Πριν, όμως, μπούμε στην περιγραφή και τη νοερή αναβίωση των «Λάμπαρδων», αξίζει να αναφερθούμε στο Μοναστήρι του Αϊ Γιαννιού και στην ιστορία του, αλλά και στον χαρακτηρισμό του σαν Καστρομονάστηρο, εξ αιτίας της ογκώδους κατασκευής του και του τείχους, που περιμετρικά το περιβάλλει,. Ο Κωνσταντίνος Μαχαιράς, στο έργο του «Ναοί και Μοναί της Λευκάδος» (Σελ. 288), αναφέρει σαν έτος κτίσεως της Μονής το 1605, απ’ τον ιερομόναχο Ιερεμία Αραβανή, καταγόμενος απ’ την Καρυά. Για την ανωτέρω, όμως, χρονολογία γεννώνται πολλά και εύλογα ερωτηματικά. Ερωτηματικά τα οποία θέτει εύστοχα ο ιερέας Γεράσιμος Ζαμπέλης στο έργο του «Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου» (Λευκάδα 2001) και μάλλον μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως, το μοναστήρι του Αϊ Γιάννη, χτίστηκε κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, (1294 – 1479), στην Λευκάδα και πιθανόν επεκτάθηκε το 1605, απ’ τον μοναχό Ιερεμία Αραβανή.

Κτίσθηκε, μάλλον, στην όψιμη βυζαντινή περίοδο, αφού φέρει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά βυζαντινής τεχνοτροπίας. Όπως ο καταπέλτης με το καυτό νερό, που υπήρχε πάνω ακριβώς απ’ τον θόλο της κύριας εισόδου, ώστε να αποτρέπει άφιλους επισκέπτες. Επίσης. Κύριο θέμα των ολοφάνερης βυζαντινής τεχνοτροπίας τοιχογραφιών του καθολικού της μονής, είναι οι εικοσιτέσσερεις στάσεις του Ακαθίστου Ύμνου, παράδοση και πρακτική καθαρά βυζαντινής έμπνευσης. Αυτή η ερμηνευτική μεταφορά του Ακαθίστου Ύμνου, στην ζωγραφική, εμφανίσθηκε στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά τον 12ο και 13ο αιώνα. ( Α. Ξυγγόπουλου: «Αί τοιχογραφίαι του Ακαθίστου είς την Παναγίαν των Χαλκέων Θεσσαλονίκης» (Σελ. 74).

Ακόμη, υπάρχει μια παράδοση στα χωριά της Ορεινής Λευκάδος γενικότερα, την οποία διέσωσε ο Γεώργιος Λάζαρης, απ’το Πινακοχώρι, άνθρωπος που έζησε δεκαετίες στο μοναστήρι. Mάλιστα ο ίδιος, αν και τυφλός, ήταν κρυμμένος μέσα στο ναό κατά τη συνάντηση των Εαμιτών Αντιστασιακών στο μοναστήρι, και παρά το γεγονός ότι άκουσε ολόκληρο το οργανωτικό αντιστασιακό τους σχέδιο, δεν μίλησε ποτέ, παρά μόνο μετά από πάρα πολλά χρόνια. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Γεώργιο Λάζαρη, κατά τον χρόνο της ναυμαχίας της Ναυπάκτου (1571), το μοναστήρι φιλοξένησε χριστιανούς τραυματίες της ναυμαχίας, πράγμα που φανερώνει την ύπαρξή του τουλάχιστον και κατά την τουρκοκρατία, (1479-1684), στην Λευκάδα, αλλά και το γεγονός ότι ήταν ευρύτατα γνωστό και πέραν του νησιού, ενώ, φαίνεται ότι είχε ικανοποιητικές εγκαταστάσεις για να ξενοδοχισθεί ίκανό αριθμό τραυματιών. Η εν λόγω παράδοση φαίνεται να εμπεριέχει ιστορική αλήθεια, αφού, είναι αρχειακά αποδεδειγμένο, πως, και στην Κέρκυρα περιεθάλπησαν τραυματίες στα ορθόδοξα μοναστήρια του νησιού, όπως του Αγίου Νικολάου, αλλά και στα καθολικά. Προφανώς, ο μεγάλος αριθμός τραυματιών της ναυμαχίας, απ’ την πλευρά του χριστιανικού στόλου και η έλλειψη νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ανάγκασε τους τραυματίες να διασπαρούν στα μοναστήρια της Δυτικής Ελλάδος και κυρίως των Επτανήσων, από όπου διάβηκε ο ενωμένος στόλος των χριστιανών, κατά την επιστροφή του στην Ιταλία.

Ένα ακόμη καθοριστικό στοιχείο, που μας ενδυναμώνει την άποψη πως το μοναστήρι κτίστηκε επί Φραγκοκρατίας στο νησί, είναι η μορφή του κτιριακού συγκροτήματος σαν Καστρομονάστηρο, αφού τους αιώνες αυτούς 13ο και 14ο βρισκόμαστε σε έξαρση του πειρατικού κινδύνου στη Λευκάδα, με τον Γενουάτη πειρατή Γκαφόριο και τους «διαδόχους » του, να είναι φόβος και τρόμος για ολόκληρο το Ιόνιο, οπότε η προστασία της μονής ήταν το πρώτο ζητούμενο, πράγμα που οδηγούσε σε κατασκευή δίκην φρουρίου. Επίσης οι λιθοδομές γενικά των κτιρίων εμφανισιακά και από απόψεως φθοράς μοιάζουν με αυτές της Οδηγήτριας, η οποία κτίσθηκε στο μέσον του 14ου αιώνα απ’ την Άννα την Παλαιολογίνα, η οποία μόνασε εκεί με το όνομα Υπομονή. Άρα, η τοιχοποιία του Αϊ Γάννη δεν φαίνεται να είναι μόνο τετρακοσίων ετών ζωής, ήτοι δημιούργημα του 1605, αλλά κατά πολύ προγενέστερη.


Ακόμη, οι προεστώτεροι στην ορεινή Λευκάδα μιλούν ακόμη και σήμερα για μοναστήρι παμπάλαιο, που χάνεται στα βάθη των αιώνων. Πάντα κινούμενοι σ’αυτόν τον χώρο της παράδοσης στα χωριά μας, σχετικά με τον χρόνο δημιουργίας του Αγίου Ιωάννη, θα αναφέρουμε και την άποψη του ιερέα του Πινακοχωρίου Ευάγγελου Χαλικιά, σύμφωνα με την οποία το κτίσιμο του μοναστηριού φτάνει μέχρι το 1200, για τον παπά Βαγγέλη Χαλικιά θα μιλήσουμε παρακάτω, αφού ιερουργούσε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, όταν ο μητροπολίτης Λευκάδος Δωρόθεος είχε εντάξει το μοναστήρι, για κάποιο διάστημα, στην ενορία Πινακοχωρίου. Ο παπά Βαγγέλης αντλούσε την πληροφόρησή του απ’ τον τελευταίο ηγούμενο της μονής, το 1925, τον ιερομόναχο Θεοδόσιο Γεωργάκη, τον γνωστό σαν παπά Μπακατσόλη στα χωριά μας, μετέπειτα ηγούμενο στην Φανερωμένη.

Έπειτα, κατά το 1605, μέσα στην καρδιά της τουρκοκρατίας στην Λευκάδα, θα ήταν εφικτό να κτισθεί ένα τεράστιο μοναστήρι, θα υπήρχαν τα εισοδήματα, όταν το γλίσχρο εισόδημα των κατοίκων της Ορεινής Λευκάδας απομυζούσε η τούρκικη Δεκάτη, το Χορταριάτικο και ο Κεφαλικός φόρος; Αυτή η εποχή της τουρκοκρατάς στη Λευκάδα ήταν «Μαύρη και Σκότεινη» και στον τομέα της θρησκευτικής ελευθερίας, και ας διατείνονται πολλοί, πως, κατά την Τουρκοκρατία, υπήρχε θρησκευτική ελευθερία στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επιστολή του Αρχιεπισκόπου Λευκάδος και Αγίας Μαύρας Άνθιμου Μαρίνου (1686 – 1704), προς τις ενετικές αρχές και η οποία έχει ως εξής:

«Προς την ΑΕ τον Γενικόν Προνοητήν Θαλάσσης Αντώνιον Μολίν. Επί Τουρκοκρατίας ο χριστιανικός πληθυσμός της νήσου Λευκάδος υπέφερε τα πάνδεινα, απαγορευομένης εις τούτον της ενασκήσεως των θρησκευτικών του καθηκόντων. Ούτoς εξ ανάγκης υπέκυπτε πάντοτε εις την θέλησιν των βαρβάρων και εις την τυραννικήν των κυβέρνησιν. Ενίοτε επετρέπετο εις τους Λευκαδίους η ανέγερσις ξύλινου τινός ναΐσκου, ον κατόπιν αυτοί οι ίδιοι, οι Τούρκοι, προς ικανοποίησιν των κτηνωδών των ενστίκτων, επυρπόλουν, ως συνέβη εις τον εν τη πόλη ναΐσκον του Αγίου Αθανασίου, όστις πυρποληθείς υπό των Τούρκων κατ’ άρχας μέν επεσκευάσθη προχείρως διά καλάμων , είτα επί ενετοκρατίας ανοικοδομήθη διά σανίδων».

ΤΑ ΛΑΜΠΑΡΔΑ

Μετά την ιστορική αναφορά στο μοναστήρι, ας δούμε το περιεχόμενο της γιορτής, που έχει περάσει στην μακραίωνη παράδοση σαν: «Τ’ Αϊ Γιαννιού τα Λάμπαρδα»! Πρώτα θα σταθούμε στην ονομασία «Αργανάς». Προήλθε απ’ το γεγονός ότι η γιορτή, κατά την 24η Ιουνίου, συμπίπτει με την συγκομιδή της ρίγανης, η οποία υπήρχε και υπάρχει σε τεράστιες ποσότητες στις γύρο αγροτικές περιοχές της Καρυάς και των Σφακιωτών, μάλιστα οι Καρσάνοι αποκαλούν, ακόμη και σήμερα, σκωπτικά «Αργανολόγους», αρχικά τους Πινακοχωρίτες και μετέπειτα όλους τους Σφακισάνους!!! Η ρίγανη μαζεύονταν απ’ τους προσκυνητές και ανήμερα της γιορτής, κατά την θεία Λειτουργία, τοποθετούνταν, σε μάτσα, δεξιά και αριστερά της Ωραίας Πύλης, προκειμένου να «λειτουργηθεί». Αυτή ήταν η νέα σοδειά.

Την παλιά ρίγανη, που είχαν σε μάτσα τα σπίτια στο Πινακοχώρι, την χρησιμοποιούσαμε σαν προσάναμα, για να ανάψουμε τις φωτιές και να αρχίσει το δρασκέλισμα τους, η περίφημη γιορτή «Τ’ Αϊ Γιαννιού τα Λάμπαρδα». Μύριζε όλο το χωριό με εκείνο το θαυμάσιο άρωμα της καιόμενης ρίγανης! Η παραμονή της γιορτής Τ’ Αϊ Γιαννιού συνέπιπτε με το τέλειωμα του σχολείου! Μια διπλή… γιορτή, ένα διπλό πανηγύρι άλλου λεύτερου αέρα, που σηματοδοτούσε την έναρξη του αέναου τρελού παιγνιδιού στις γειτονιές του χωριού. Το απόγευμα της παραμονής ο παπά Βαγγέλης ο Χαλικιάς, ο αγαθός αυτός Λευίτης που προαναφέραμε, μας έπαιρνε όλα τα παιδιά του χωριού, όταν το μοναστήρι ανήκε στην ενορία Πινακοχωρίου, κατά την δεκαετία του 1960, αγόρια και κορίτσια να πάμε για τον εσπερινό στο μοναστήρι. Μπροστά αυτός, καβάλα στο άλογό του, με κρεμασμένα στα κολιτσάκια του σαμαριού τα σακούλια με το Ευαγγέλιο, το Αντιμήνσιο, το Άγιο Δισκοπότηρο, το θυμιατό, τα απαραίτητα αυτά λατρευτικά σκεύη για την λειτουργία, και πίσω ένα ανέμελο σμάρι παιδιών να τον ακολουθεί, στο μονοπάτι απ’ τα Βαρκά και την Αγία Μαρίνα, που οδηγούσε στο μοναστήρι.

Σαν φτάναμε στο μοναστήρι, η πρώτη μας δουλειά ήταν η εξερεύνηση των κτιρίων και της γύρω περιοχής, με εκείνη την παιδική και αφελή παιδική ορμή και δίψα, που αγνοούσε κάθε κίνδυνο, αφού η πρώτη μας εξόρμηση ήταν στην χαώδη σπηλιά!! Πηγαίναμε, οπλισμένοι με φακούς, στον βράχο, ανατολικά, ακριβώς απέναντι απ’ το μοναστήρι στην τεράστια σπηλιά, η οποία, κατά την παράδοση, φτάνει μέχρι την θάλασσα της Νικιάνας! Αλλά που να προχωρήσεις μέσα στο χάος… Μετά τα πρώτα αρχικά βήματα αποχωρούσαμε… Καθαρίζαμε απ’ τα κοπριές το καθολικό, διότι, δυστυχώς, δυστυχέστατα, με την έγκατάλειψή του το μετέτρεψαν και σε σταύλο! Κόβαμε τους κισσούς που είχαν μπει στην εκκλησία, απ’ τα σπασμένα παράθυρα. Στρώναμε την εκκλησία με το φυτό του θριάμβου, τις δάφνες, που ήταν σε μεγάλες ποσότητες πέριξ του μοναστηριού. Βγάζαμε με την λάτα το κρυστάλλινο νερό, απ’ το πηγάδι, που υπάρχει στο προαύλιο του μοναστηριού και γεμίζαμε τα αγγειά, για τις ανάγκες του διήμερου. Μας έκανε μια μικρή πρόβα ο παπά Βαγγέλης, ώστε, όλα μαζί τα παιδιά, να πούμε στο τέλος του εσπερινού το απολυτίκιο της εορτής: «Προφήτα και Πρόδρομε της παρουσίας Χριστού, αξίως ευφημούμεν σε ουκ ευπορούμεν ημείς οι ποθω τιμώντες σε, στείρωσης γαρ τεκούσης και πατρός αφωνία, λέλυνται τη ενδόξω και Σεπτή σου γεννήσει και Σάρκωσις υιού του Θεού κόσμω κηρύττεται»

Ανεβαίναμε, τέλος, στο Αρχονταρίκι. Στους τοίχους του, ενθυμούμαι, ήταν γραμμένα διάφορα βιβλικά ρητά. Καθόμαστε στην τεράστια ξύλινη στρογγυλή Τράπεζα, στα συρτάρια της οποίας υπήρχε ένα παμπάλαιο ευαγγέλιο χειρόγραφο και δερματόδετο, που το δέρμα είχε φαγωθεί στο πέρασμα των αιώνων!!! Όταν το καλοκαίρι του 1966 πήγαμε για τελευταία φορά, διότι έκτοτε το μοναστήρι δεν ξαναλειτούργησε, μέχρι στις αρχές του 1990, όταν ο δραστήριος και ικανότατος ιερέας της Καρυάς Παναγιώργος Κτενάς το ξανάνοιξε και προχωρεί σταδιακά στην αναστήλωσή του, τότε, λοιπόν το καλοκαίρι του 1966, δεν βρήκαμε το πολύτιμο ευαγγέλιο στο συρτάρι της Τράπεζας…. Ποιός ξέρει σε ποιες αγορές πουλήθηκε, αφού το μοναστήρι λεηλατήθηκε από επιτήδειους… Μάλιστα ένα χρόνο νωρίτερα, το καλοκαίρι του 1965, σαν πήγαμε στο μοναστήρι, βρήκαμε σκαμμένο το κέντρο του καθολικού και σπασμένη την ανάγλυφη πλάκα στα τέσσερα, όπως είναι ακόμη και σήμερα. Προφανώς οι ιερόσυλοι έψαχναν κτερίσματα θαμμένων ηγουμένων στο εσωτερικό του καθολικού!!!

Μετά τον εσπερινό η επιστροφή στο Πινακοχώρι. Διάσπαρτοι πλέον στο δρόμο της επιστροφής, οι πιο τολμηροί, που γνωρίζαμε την περιοχή… αναμεράγαμε και κόβαμε απ’ τα Αλογούνια, το Σπαθάρι και τα Βαρκά βύσσινα και βρακατσάνους, που είχαν αρχίσει να σκαρίζουν! Στο χωριό η επιστροφή μας σήμαινε το μεγάλο ξεφάντωμα!!! Κάθε γειτονιά είχε την δική της φωτιά, το δικό της αυτοσχέδιο γλέντι! Στα Τραμπέϊκα, στις Σκαμνιές, στα Σελινακέϊκα, στα Λιθάρια, στήνονταν φωτιές πανηγυριώτικες! Τέκια ολόκληρα σανού ρίχναμε στη φωτιά και περνούσαμε … αέρηδες μέσα απ’ τις φλόγες, με τα μαλλιά μας να μυρίζουν εκείνη την έντονη μυρωδιά του καμένου! Εκεί στο υποτυπώδες κέντρο του χωριού, «Τ’ Αλώνια», οι λαμπαρδίκες (φλόγες) έφταναν στον ουρανό! Μέχρι αργά το βράδυ οι φωτιές έδιναν τον τόνο σε ένα ολόκληρο χωριό. Μαζί με μάς τα παιδιά οι άνδρες, μα και οι πιο θαραλέες γυναίκες του χωριού μάζευαν το… κότολο και δρασκελούσαν τις φωτιές!!!

Στα νεώτερα χρόνια, το κέντρο και την σκυτάλη των πανηγυρισμών πήρε η κάτω γειτονιά του χωριού, η Κλωσουριά, με κέντρο τα Λιθάρια, εκεί μπροστά στο μαγαζί του μπάρμπα Γιώργη του Θωματσά, όπου το πανηγύρι της φωτιάς έπαιρνε διαστάσεις γλεντιού, με το κρασί να ρέει άφθονο! Αυτή ακριβώς η παράδοση των Λάμπαρδων, που χάνεται στα βάθη των αιώνων, θεσμοθετημένα, πλέον, σήμερα, υιοθετήθηκε απ’ τον πολιτιστικό σύλλογο των Σφακιωτών «Ο ΦΩΤΕΙΝΟΣ», ο οποίος αναβάθμισε τα ΛΑΜΠΑΡΔΑ σε τοπική Πανσφακισάνικη γιορτή, με κέντρο το μεγάλο προαύλιο του παλιού δημοτικού σχολείου στο Πινακοχώρι, γιορτή που συγκεντρώνει πλήθος κόσμου και η οποία συνοδεύεται με μουσική, κρασί, ριγανάδα, αρμυροσαρδέλα και τα ανάλογα εδέσματα…

ΚΑΛΕΣ ΦΩΤΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΣΑΛΤΑ!!! ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΆ ΣΤΟΥΣ ΠΙΝΑΚΟΧΩΡΙΤΕΣ, ΣΤΟΥΣ ΣΦΑΚΙΣΑΝΟΥΣ, ΣΤΟΥΣ ΚΑΡΣΑΝΟΥΣ, ΣΤΟΥΣ ΟΠΟΥ ΓΗΣ ΛΕΥΚΑΔΙΤΕΣ…





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.