Μια γιαγιά που ΄λεγε ιστορίες

Γράφει η Ζωή Παπαδάκη

Έμεινε ορφανή από μάνα στα δέκα της κι είχε πέντε αδέρφια μικρότερά της ν’ αναθρέψει για να μην ξαναπαντρευτεί ο πατέρας και μπει ξένη γυναίκα στο σπίτι. Πάλεψε αντρίκια, αν και κορίτσι πράμα, και τα κατάφερε… τ’ ανάστησε όλα και τα μεγάλωσε καλύτερα κι από μάνα τους, μόνο που δεν τα βύζαξε. Όταν ήρθε η ώρα της για γάμο κι αφού αρνιόταν κάθε πρόταση για παντρειά πριχού ξετελέψουν όλα τ’ αδέρφια της κι αφού είχαν αρχίσει να φαίνονται στο πρόσωπό της τα σημάδια της ευθύνης και του καμάτου, είπε το «ναι» στου Γιώργη . Ο Γιώργης ήταν έμπορος και δεν καταγόταν από κείνο τον τόπο.

Ο πατέρας του κατέβηκε από την Μακεδονία, λιθοχτίστης, βρήκε δουλειά και κατέληξε σ’ εκείνο το χωριό. Ήταν καλός, τον υποστήριξε κι ο Δεσπότης και τονε πάντρεψε με μια χωριανοπούλα. Όντε πρωτόρθε, όλοι τονε φωνάζανε με το παρατσούκλι του, μα σαν είδανε ήντα καλός άνθρωπος εξετέλευε,  τού ‘λάξανε  το επίθετό του να μοιάζει κρητικό. Εκείνου λοιπόν του άξιου ανθρώπου γιος ο Γιώργης, άξιος κι ο ίδιος, δουλευταράς και τίμιος, έγινε έμπορος και είχε τον τρόπο του. Αν και ξενομπάτης, ήταν καλή περίπτωση για την κόρη του δημάρχου, που την είδε και την αγάπησε ντελόγο, γιατί ήταν χαμηλόθωρη και έμοιαζε η ορφάνια και η αξιοσύνη τση να την έχουν μεστώσει, παρά το μικροκάμωτο σουλούπι της. Την διάλεξε ανάμεσα σε πολλές αρχοντοπούλες, σίγουρος ότι θα του στέσει καλό σπιτικό και θα του δώσει γερό στήριγμα στο μαγαζί, γιατί αυτός έφευγε συχνά στη Χώρα για προμήθειες κι ήλειπε καιρό, ίσαμε να πάει και να γιαγύρει με τα μουλάρια κι ήθελε ν’ αφήνει πίσω του άξιο αντικαταστάτη, μα και πιστή συντρόφισσα.

Σαν ήρθε η μέρα τ’ αρραβώνα, αφού η λογοστεμένη δεν είχε μάνα να φροντίσει τα τραταρίσματα, η ίδια είχε την ευθύνη για όλα. Δεν ήταν μαθημένη να την υπηρετούν ούτε να τη βαβαλίζουν, γι’ αυτό από μέρες είχε ξεκινήσει κι είχε ζυμώσει τα ψωμιά, είχε καμωμένα ξεροτήγανα κι είχε παραγγείλει στσι βοσκούς στα όρη κατσίκια, τυριά και μυζήθρες για τα καλιτσούνια. (Κι όπως ήκανε σ’ όλη της τη ζήση, πρώτα εξεχώριζε το φαΐ των ανήμπορων και των ορφανών και μετά καθότανε στο τραπέζι της, έτσι και τη μέρα τ’ αρραβώνα εγέμισε όσα καλάθια είχε αδειανά, τα σκέπασε με τσι πρόχειρες πέτσες και τα ‘στειλε εκειά που ούτε κατέχανε ούτε και μαθαίνανε ποτέ από πού έρχουντανε τα καλά). Το κρασί ήτονε μαρουβάς απ’ τα καλά βαρέλια που κρατούσανε στο κελλαρικό. Το σπίτι, αρχοντόσπιτο, ήθελε τσι στρώσεις τσι καλές με τα προυκιά για να φανούν κι είχε την έννοια της να μπουν εκειά που ταίριαζε το καθένα. Τα όμορφα χυτά μαύρα τση μαλλιά τα ‘χε λουσμένα από την ταχινή με ανθόνερο και πράσινο σαπούνι και τα ‘χε πλεγμένα σε μια όμορφη μακριά κούρλα από τη μια μεριά.

Δυο μήνες πριν τον αρραβώνα, μετά το λογόστεμα, την ήπηρε ο Γιώργης μαζί με τσι δικούς τως όλους κι επήανε στη Χώρα να πουσουνίσουνε τα υφάσματα για  να ράψουνε τα ρούχα και να πάρουνε τα δαχτυλιδικά με τσι μαμουδιέδες και τσ’ αμπρακάμους. Εγόρασε ένα μεταξωτό ταφτά και τον ήραψε σε μια μεγάλη ράφτρα τση Χώρας στα μέτρα τση, μια μακρά φούστα με βολάν και στενή ζακέτα ίσαμε το λαιμό. Ο Γιώργης επήε στου τερζή κι ήραψε τα δικά του τα γαμπρίκια. Μέρες τα ‘χε το καλονοικοκεραδάκι ομορφοσιδερωμένα τα νυφιάτικα και κρέμουντανε στην κάμαρά τση, τα θώρειε και δεν τα ποκαμάρωνε. Ήρθε η ώρα σκέφτουντανε να πάει νύφη στο δικό τση σπιτικό και να ‘χει την έννοια τωνε δικώ τση μόνο κοπελιώ κι όχι μπλιο των αδερφακιώ τση. Αναρωτιούντανε αν η αγάπη για τα παιδιά τση θα ‘τονε αλλιώτικη από κείνη που χε για τα αδέρφια τση, απόεις κι αυτά παιδιά τση τα νιωθε.

Ο αδερφός της ο Γιάννης ήταν ο τρίτος στη σειρά από τους έξι και εκείνη τη μέρα ένιωθε σαν να ‘ναι εκείνος ο κύρης του σπιτιού που πάντρευε τη μεγαλοκόρη και πρωτοθυγατέρα του. Την αγαπούσε την αδερφή του, σαν την μάνα του την είχε κι ήθελε να την παντρέψει, όχι για να απαλλαγεί απ’ αυτήν, μα για να τηνε δει να γλυκοσαλίσει, αφού καταλάβαινε κι ο ίδιος τι μεγάλο φορτίο είχε φορτωθεί στις πλάτες της να αναθρέψει μοναχή τοσανά αδέρφια. Εκείνη τη μέρα είχε στο νου του κι άλλη μια έγνοια:

Ο καλύτερός του φίλος, ο Μιχάλης, που κάθουνταν στην κορφή τση ριζοβουνιάς τ΄ αοριού, είχε έναν αξάδερφο, το Μανώλη, που ‘χε ξετελέψει τσι σπουδές του στη Χώρα, στο σχολαρχείο, και του στένανε οι εδικοί ντου κι οι φίλοι ντου «σουαρέ» να τον υποδεχτούνε. Μα ήπρεπε να γενούνε και τα δυο την ίδια αργατινή;  Πολλοί εδικοί ντως ήθελα πάνε στο σουαρέ, γιατί ήτονε μεγάλη τιμή για την οικογένεια που είχε το γραμματιζούμενο κι ήπρεπε όλοι να τονε συχαρούνε.

Μα κι ο αρραβώνας ήτονε απαράγραφη υποχρέωση ολωνών, γιατί αλλιώς ήτονε μεγάλη προσβολή για το δήμαρχο να μην ευχηθούν στα καλορίζικα. Κι οι αξαδέρφες τση Βικτωρίας, οι παπαδοπούλες, η Μαρία με τη θυγατέρα τση την Ελπινίκη και η Ζαχαρένια, οι αρχοντοπούλες, που παίζανε μουσικά όργανα και τραγουδούσανε  κι ήτονε περιζήτητες στα σουαρέ, ήπρεπε να’ναι στον αρραβώνα . Η Μαρία ήτονε κεινειά που ‘συρε το χορό στην ομπρός μερά , όντεν ήρθε ο Πρίγκηπας στο χωριό κι ήτονε το νάμι τση ξακουστό. Πώς ήθελα δα να λείπει από τ’ αρραβωνιάσματα τση πρώτης τση ξαδέρφης;  Ο Γιάννης δεν εμπόρειε να λείπει από τον αρραβώνα τσ’ αδερφής του, μα και το χατήρι του φίλου ντου ήτονε μεγάλο. Εσυνεννοήθηκε λοιπόν με τσι διοργανωτές πως το γλέντι του καλωσορίσματος θα δακάρει από νωρίς και μετά θα τα μονιταρίσουνε στον αρραβώνα και θα γλεντούνε ίσαμε την άλλη μέρα.

Ήφταξε η ώρα και κουστήκανε οι μαντινάδες του γαμπρού από τη μεσοστενιά. Εβγήκανε όλοι στο πόρτεγο να υποδεχτούνε το ψίκι. Χαρώ τονε το Γιώργη όμορφος απούτονε… εφόρειε μια μπλάβη φορεσιά τσόχινη ολοκαίνουργια με γιλέκο και μεϊτανογέλεκο από πάνω από το άσπρο  πουκάμισο, μια κάπα ριγμένη στον ένα ντου ώμο και στη χέρα ντου εβάστα ένα κόνισμα τ’ Άη Γιώργη με δυο κλωνιά βασιλικό. «Καλώς όρισες , γιε μου, η ώρα η καλή» τον υποδέχτηκε πρώτος ο κύρης κι ο Γιώργης έσκυψε και του φίλησε τη χέρα . Και μόλις σήκωσε την κεφαλή του είδε τη γυναίκα που θα τονε συντρόφευε μέχρι τα βαθιά του γεράματα με μια άσπρη μπολίδα πάνω από τα μαύρα της μαλλιά να του χαμογελά και να τονε καλωσορίζει στο σπίτι της, μα και στη ζωή της και τότε κατάλαβε πως ετούτο το σπιτικό, που άνοιξε και τον εδέχτηκε, ήταν ευλογημένο. Τα πρώτα λόγια με ευγνωμοσύνη που ψέλλισε ήταν :

«Λίγο νεράκι γύρευα κι ήπεσα σε λιμνιώνα

Κι ούτε βοριά φοβούμαι μπλιο ούτε βαρύ χειμώνα»

Την ίδα ώρα στο άλλο σπίτι είχανε μαζευτεί κι οι υπόλοιποι φίλοι και συγγενείς να γλεντίσουνε τον ερχομό του μορφωμένου, του Μανώλη.

(Πολλά χρόνια μετά σε μεγάλη ηλικία ο Μανώλης, με παιδιά κι αγγόνια, όλα γραμματισμένα, καθισμένος στο στασίδι του στον Άη Παντελεήμονα στ’ ακροθαλάσσι, μια Μεγάλη Παρασκή, εξεχώρισε ένα κοριτσόπουλο που ‘ψελνε τα εγκώμια γύρω από τον αγριολουλουδιασμένο Επιτάφιο κι όντεν ερώτηξε ποιανού ‘ναι η τραγουδίστρα και του’πανε «τσ’ αδερφής  του Γιάννη τση Κλεάνθης δισεγγονή» , έτρεξαν δάκρυα στα γερασμένα μάτια του και γλυκοφίλησε τα χέρια του κοριτσιού. Το κορίτσι αυτό άργησε να καταλάβει το γιατί…).

Ήτονε σπουδαίο πράμα λοιπόν να γιαγέρνουνε οι γραμματισμένοι στο χωριό και να βοηθούνε τσ’ άλλους να προκόβουνε με τσι γνώσεις και τα φώτα ντως. Εφέρνανε μάλιστα κι άλλες συνήθειες μαζί τους στο ντύσιμο, την ομιλία μα και στα τραγούδια και στσι χορούς . Εχορεύανε φόξτροτ και ταγκό και μπόσα νόβα και τως εμαθαίνανε και γαλλικά να λένε στσι ντάμες …μα ήταν κάποιοι πειραχτήρια και δίνανε λάθος τα παραγγέλματα και σκούσανε όλοι μαζί στα γέλια, όταν μπερδευόταν η χορογραφία.

Το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά εδώ και κανένας δεν νοιαζόταν για τον αρραβώνα, λες κι εκείνη η βραδιά δεν είχε ώρες, ούτε τελειωμό. Μόνο ο Γιάννης, όταν είδε ότι ήταν εξ ώρας πια και δεν ερχόντουσαν στο γλέντι του αρραβώνα οι παπαδοπούλες κι όλοι οι υπόλοιποι καλεσμένοι, με την κρυφή ελπίδα ότι θα προλάβει κι ο ίδιος να κάμει καντάδα με το φίλο του, στην κοπελιά που εγάπα, πλησίασε την αδερφή του και της είπε ότι θα πάει να τσι ανεμαζώξει μπλιο να μη μανίσει ο γαμπρός με την αργοπορία.

«Άμε, Γιάννη, μα να γιαγύρεις ντελόγο»

του ‘πε ψιθυριστά , γιατί φοβήθηκε μην καταλάβουν ότι θα έλειπε κι ο αδερφός της από το γλέντι .

Εκείνος έφυγε και πλατάγισαν τα στιβάνια του στο καλντερίμι σαν τις οπλές του αλόγου που τρέχει να προλάβει ο αναβάτης του τη μάχη, για να φτάσει στο σπίτι, όσο πιο γρήγορα γινόταν και να πληθύνει τη χαρά στο γλέντι τσ’ αδερφής του. Μα κεινιά την ώρα που σίμωνε στο σπίτι, από το κλειστό πανωπόρτι ήρθε κατάστηθα και τον λάβωσε μια μπαλωθιά κεφιού απ’ το χέρι το πιο μπιστικό που ‘χε ‘σαμε τοτεσάς δίπλα ντου, το φίλο του τον γκαρδιακό, το Μιχάλη, που στο μεθύσι του και την αλόγιστη χαρά τση νιότης του ξάμωνε, θαρρούσε, στο κενό με το πιστόλι του, απ΄ την κορφή τση πέτρινης σκάλας, γιατί του παν να παίξει μια πιστολιά για το έθιμο και το καλό τση νύφης.. …

Έμεινε εκεί έξω στο κατώφλι μόνος κι αβοήθητος, ξέπνοος χωρίς φωνή, χωρίς χαρά… ώρα πολλή, όταν μέσα συνέχιζαν να γλεντούν ανυποψίαστοι για τη συμφορά που τους χτύπαγε την πόρτα και όταν ο μοναδικός άνθρωπος που κακόβαλε με την απουσία του, η αδερφή του, έστειλε να τονε γυρέψουν και να δουν ήντα πογίνηκε.

Πώς τα τραγούδια και τα γέλια που ακούγονται από μακριά ξαφνικά μετατρέπονται σε θρήνο και ουρλιαχτά, πώς μια νύχτα χαράς και νιας ζωής αλλάζει σε σκοτεινιά και θλίψη, πώς δυο άνθρωποι που αγαπιούνται στεριώνουν την αγάπη τους σ’ ένα τέλος…

έφτασε πρώτη απ’ όλους η Βικτωρία, αφού είχε πετάξει τα νυφιάτικα πασούμια της για να τρέξει πιο γρήγορα και το άσπρο μπολεδένιο κεφαλομάντηλό της έπεσε στο καλντερίμι αφήνοντας ξέπλεκα τα μαύρα της μαλλιά… γονάτισε και πήρε το κεφάλι του στην ποδιά της… ανάσαινε ακόμα με δυσκολία… μα μόλις την ένιωσε κοντά του, σαν να την περίμενε να τον πάρει αγκαλιά για να τον κοιμίσει, όπως τότε που τον ανέθρεφε, έφυγε ……..

Ο πατέρας του Γιάννη δεν ζήτησε να εκδικηθεί, «ήταν η κακή ώρα», είπε, «ήτονε φίλοι αδελφικοί, δεν θα κανε ποτέ κακό ο γεις τ’ αλλού» και κράτησε τον πόνο του βουβά για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Ο Μιχάλης, ωσότου γίνει η δίκη, παρέμεινε στη φυλακή τρεις μήνες και το δικαστήριο τον αθώωσε. Μάρτυρας πήγε ο πατέρας του Γιάννη, λέγοντας ότι τον έχει σαν παιδί του. Ο Μιχάλης ακολούθησε έναν σπουδαίο τεχνίτη της πέτρας στα Χανιά για τρία χρόνια και γίνηκε πρωτομάστορας, πελεκητής φημισμένος για τους περίτεχνους σταυρούς του, όπου βρήκε τη γαλήνη και τη θεϊκή εξιλέωση για αυτό που άθελά του είχε διαπράξει και σε μεγάλη ηλικία έμαθε γράμματα κοντά σ΄ έναν δάσκαλο.

Η Βικτωρία με τον Γιώργη παντρεύτηκαν και απέκτησαν 7 παιδιά, ένα αγόρι και έξι κορίτσια. Το αγόρι το ονόμασαν Γιάννη και ήταν το μοναδικό παιδί της οικογένειας που πέθανε σε πολύ μικρή ηλικία από παιδική αρρώστια. Τα κορίτσια μεγάλωσαν μέσα στο πένθος για το χαμό του αγοριού, και για όλη τους τη ζωή κουβαλούσαν τη θλίψη της απώλειας των άτυχων Γιάννηδων της οικογένειας. Οι σχέσεις των οικογενειών δεν διαταράχθηκαν ποτέ, αναγνώριζαν πάντα η μια στην άλλη το σεβασμό και τη μεγάλη δύναμη της συγχώρεσης.

Αυτά συνέβησαν σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης μετά το 1909.

Τα νυφιάτικα ρούχα της προγιαγιάς είχαν πάντα σημάδια πάνω τους κι όταν της ζητούσαμε να μας αφηγηθεί την ιστορία τους, μας την έλεγε δακρυσμένη.

 

φωτογραφίες αρχείου

 





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.