Ο άνθρωπος που νίκησε τα Γερμανικά Πολυβόλα

Του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ

Βαχός Βιάννου, ναζιστική κατοχή. Ανάμεσα στους άντρες που οδηγούνται στο εκτελεστικό απόσπασμα βρίσκονται και τα δυο παιδιά του Ζερβουδάκη, ο Χαρίλαος και ο Γιάννης, 16 και 14 χρονών. Ο αμούστακος ακόμη Χαρίλαος φωνάζει, βάζει σε δεύτερη μοίρα τη δική του ζωή κι άλλο μέλημα δεν έχει παρά να σώσει τον αδερφό του.

Ο Χαρίλαος Ζερβουδάκης εκτελέστηκε το πρωί της 14ης Σεπτεμβρίου 1943. Και κατάφερε να επιζήσει γαζωμένος από τις γερμανικές σφαίρες. Αιμόφυρτος, τσακισμένος από τους πόνους, σύρθηκε ανάμεσα σε άψυχα κορμιά συγγενών, φίλων, συγχωριανών. Εκείνη τη φρικτή μέρα του φθινοπώρου αναμετρήθηκε με το θάνατο και  βγήκε νικητής. Μόνο που δεν ήταν όπως πριν. Του έλειπε το ένα μάτι και το χέρι του κρεμόταν, δεν το ένιωθε δικό του.

Έτσι τον γνώρισα το φθινόπωρο του 1982. Μ’ ένα μάτι και μ’ ένα παράλυτο χέρι. Μίλησα πολλές φορές και για πολλές ώρες μαζί του. Τον ξανασυνάντησα 31 χρόνια μετά, το 2013. Τότε, όμως, είχε χάσει πια την ορμή του, τα λόγια έβγαιναν δύσκολα από το στόμα του, η μνήμη του είχε εξασθενήσει. Αλλά σαν μιλούσε για τον πικρό Σεπτέμβρη του ’43 δεν μπορούσε να κρατήσει το δάκρυ του. Ήταν πια 86 χρονών, ένας από τους τελευταίους ζωντανούς μάρτυρες των ναζιστικών εγκλημάτων.

Ο Χαρίλαος Ζερβουδάκης πέρασε στη χορεία των αθανάτων στη χαραυγή του 2017, στις δυο του Γενάρη, έχοντας πατήσει τα 90 του.

Δημοσιεύω κι εδώ, στην ιστοσελίδα του “Καρμάνορα”,  λίγες λεπτομέρειες από τις αφηγήσεις του. Είναι κάτι σαν εκπλήρωση ανθρώπινου χρέους στη μνήμη του 16χρονου παιδιού που μέσα σε λίγα λεπτά έγινε άνδρας, του άνδρα που έγινε ήρωας, του ήρωα που θα μείνει για πάντα σύμβολο τιμής κι αξιοπρέπειας.  

Στον τόπο της εκτέλεσης. Φθινόπωρο 2013.

Η μάζωξη των μελλοθανάτων

Ήταν ακόμη πρωί όταν ακούστηκε χλαλοή ασταμάτητη και κροταλίσματα των όπλων. Ο γερμανικός στρατός μπούκαρε στη Βιάννο και στα δυτικά χωριά της Ιεράπετρας. Ζητούσε να πάρει εκδίκηση για την ταπείνωση που είχε υποστεί λίγες μέρες πριν, στην περίφημη μάχη της Σύμης. Αντάρτες από τη μια, Γερμανοί από την άλλη. Οι αντάρτες κατάφεραν να ταπεινώσουν τους Γερμανούς.

Δυο γειτονιές συνθέτουν τον οικισμό του Βαχού, η πάνω και η κάτω. Η γερμανική έφοδος ξεκίνησε από την κάτω, το Κάτω Χωριό, όπως το λένε οι ντόπιοι. Εκεί ήταν το σπιτικό των Ζερβουδάκηδων. Ο Χαρίλαος ήταν εκείνο το πρωί μαζί με τη μάνα, την αδελφή και τα δυο μικρότερα αγόρια της οικογένειας. Τους άρπαξαν όλους οι Γερμανοί. Τους έβριζαν, τους έσπρωχναν, τους χτυπούσαν· με προτεταμένα τα όπλα τους οδήγησαν λίγο πιο πάνω από τα πρώτα σπίτια της γειτονιάς, δίπλα σε ένα μικρό ποτάμι. Δεν ήταν οι μόνοι που βρέθηκαν εκεί. Κάθε στιγμή έφερναν κι άλλους. Κι είχαν όλοι την ίδια απορία και την ίδια αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια τους. Άκουγαν τους πυροβολισμούς που αντιλαλούσαν στις γύρω πλαγιές και δεν ήξεραν ότι σε καθέναν απ’ αυτούς αντιστοιχούσε και μια ανθρώπινη ύπαρξη που τη θέριζε ο νεογερμανικός ναζιστικός πολιτισμός!

Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα για να αδειάσουν το ένα κομμάτι του Βαχού, το Κάτω Χωριό. Στο Πάνω δεν είχαν φτάσει ακόμη. Κι αφού δεν άφηκαν ούτε σπίτι άψαχτο, ανέβηκαν οι αξιωματούχοι στη ρεματιά, ξεδιάλεξαν τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά, τα έβγαλαν στην άκρη. Τα δυο παιδιά του Ζερβουδάκη, τον Χαρίλαο και τον Γιάννη, τα κράτησαν με τους μεγάλους. Δεκάξι χρονών το ένα, δεκατεσσάρων το άλλο. Ο Χαρίλαος ψυχανεμίστηκε το κακό, ήξερε πως δεν ήταν για καλό όλα τούτα. Κι άλλο μέλημα δεν είχε παρά το πώς θα καταφέρει να σώσει τον μικρότερο αδερφό του. Φώναξε στους Γερμανούς, ξαναφώναξε, κανείς δεν του έδωσε σημασία. Ήθελε να τους πει ότι ο Γιάννης ήταν ακόμη παιδί κι έπρεπε να τον αφήσουν ελεύθερο. Πάνω στην απελπισία θυμήθηκε μιαν ιταλική λέξη που ήξερε: πίκουλο!

-Αυτός είναι πίκουλο, πρέπει να φύγει.

Ένας Γερμανός που τον άκουσε πήγε κοντά, πήρε τον δεκατετράχρονο Γιάννη από το χέρι. Την ίδια στιγμή, όμως, φάνηκε ένας άλλος, αξιωματούχος αυτός. Ήταν αυστηρός, βλοσυρός, γρίβιζε. Έσπρωξε πίσω το παιδί, το ξανάβαλε στο χορό των μελλοθανάτων. Ο Χαρίλαος συνέχισε να κραυγάζει. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε περάσει στο περιθώριο η δική του ζωή. Στο τέλος λύγισαν οι Γερμανοί. Άρπαξαν από το μπράτσο τον Γιάννη και τον πέταξαν έξω από την ομάδα των αντρών. Ο Χαρίλαος έμεινε.

Περνούσε η ώρα, οι Γερμανοί συνέχιζαν να φέρνουν κι άλλους Βαχουδιανούς. Όποιον κι έβρισκαν, όπου κι αν τον έβρισκαν, τον κουβαλούσαν στην άκρη του ξεροπόταμου. Αξιωματικοί και στρατιώτες πήγαιναν πάνω-κάτω, έτρεχαν σαν αλαφιασμένοι στους δρόμους, έπρεπε να ξεμπερδεύουν γρήγορα με τους Βαχουδιανούς, βιάζονταν· είχαν κι αλλού να πάνε, είχαν κι άλλα εγκλήματα να κάμουν, να ξεπαστρέψουν κι άλλες ζωές! Με προτεταμένα τα όπλα και με αυστηρή φρούρηση (δεν ήθελαν να τους φύγει κανείς), τους πέρασαν όλους από λεπτομερή σωματική έρευνα. Σαν τέλειωσε κι αυτό, τους οδήγησαν λίγο πιο πάνω από το ποταμάκι, δίπλα στην εκκλησία του Χριστού, περίπου στη μέση του χωριού, ανάμεσα στις δυο γειτονιές.

Το μεγαλείο της ζωής!

Βουρκώνει ο Χαρίλαος καθώς ξεδιαλύνει το νέφος του χρόνου, ξελαμπικάρει η μνήμη και ξαναζωντανεύουν οι εικόνες στα μάτια του. Καθώς γυρνά πίσω στο χρόνο, αναστενάζει βαθιά. Ήξερε τότε κι εκείνος, όπως όλοι στον Βαχό, ότι είχε στήσει καρτέρι ο θάνατος στο χωριό τους. Το έβλεπαν στα γεμάτα οργή μάτια των δημίων τους. Δεν ήθελαν, όμως, να το πιστέψουν· ακόμη κι ένας μελλοθάνατος μπορεί να ελπίζει στο απρόοπτο, στο θαύμα που μπορεί να γίνει την ύστατη στιγμή και να του σώσει τη ζωή.

Προχώρησαν λίγο, ανέβηκαν σ’ ένα μικρό πλάτωμα δίπλα στην εκκλησία. Το θέαμα που αντίκρισαν ήταν  συγκλονιστικό. Στη μιαν άκρη ήταν στημένα ήδη τα πολυβόλα, όλα σε θέση βολής. Κι οι σκοπευτές ακροβολισμένοι. Όλα έτοιμα!

Είναι φορές που ο άνθρωπος στέκει με περιφρόνηση μπροστά στο θάνατο. Κι άλλες που η περιφρόνηση μετουσιώνεται σε πάθος για τη ζωή. Οι αληθινοί ήρωες, όμως, δεν νοιάζονται μόνο για τις δικές τους ζωές, τις ξεγραμμένες. Νοιάζονται και για τις ζωές των άλλων. Τους άλλους σκέφτηκαν και οι μελλοθάνατοι του Βαχού. Τους συγγενείς, τους φίλους, τους συγχωριανούς τους. Την ώρα που έφταναν στον καθορισμένο χώρο, δίπλα στην εκκλησία του Αφέντη Χριστού, κι είδαν τις χαίνουσες κάννες, άρχισαν να φωνάζουν με όση δύναμη τους είχε μείνει. Κραύγαζαν, ούρλιαζαν όλοι μαζί. Μέσα στο πανδαιμόνιο ξεχώριζαν μόνο σκόρπιες λέξεις σαν και τούτες:

“Κάνουν εκτελέσεις”

“Σκοτώνουν”

“Φύγετε μη σαν πιάσουν”

“Φύγετε, φύγετε”

“Σωθείτε”…

Αυτόν τον απλό τρόπο βρήκαν οι μελλοθάνατοι για να ειδοποιήσουν τους κατοίκους του Πάνω Χωριού μια και δεν είχε φτάσει ακόμη ως εκεί η γερμανική επέλαση. Να τρέξουν τουλάχιστον αυτοί, να φύγουν και να γλιτώσουν.

 

Με τη σύζυγό του Χρυσούλα λίγο μετά τον γάμο τους (1965)

 

Μπροστά στις κάνες των πολυβόλων

Δεν κράτησε πολύ η πρωτόγνωρη και ασυντόνιστη χορωδία. Πέρασαν ελάχιστα δευτερόλεπτα. Και ξαφνικά οι φωνές σταμάτησαν. Τις σκέπασαν οι απανωτές ριπές των πολυβόλων. Κροτάλισαν τα γερμανικά όπλα κι άφησαν απέναντί τους μόνο θερισμένα κορμιά. Λίγα δευτερόλεπτα μετά απλωνόταν παντού μια βαριά σιωπή, θανατερή. Οι δολοφόνοι στέκονταν όρθιοι δίπλα στους νεκρούς. Ποιος ξέρει; Μπορεί και να καμάρωναν για τα έργα των χεριών τους.

Η εκτέλεση του Βαχού ήταν από τις πιο βιαστικές που έγιναν ποτέ στην ιστορία. Καμιά τυπολογία σαν κι αυτές που εφάρμοζαν οι Γερμανοί κατακτητές δεν τηρήθηκε. Ούτε καν περίμεναν να στηθούν οι μελλοθάνατοι στη γραμμή, απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Χαρίλαος πιστεύει πως ξαφνιάστηκαν οι Γερμανοί, ίσως και να φοβήθηκαν ακόμη όταν τους άκουσαν όλους μαζί να φωνάζουν. Και γι’ αυτό τους πυροβόλησαν αμέσως, την ώρα που βάδιζαν προς τη γραμμή του θανάτου. Σαν το χαλάζι έπεφταν οι σφαίρες. Άλλους τους έβρισκαν στην πλάτη, άλλους στα πλευρά, άλλους στην κοιλιά και στο στέρνο.

Ανάμεσα στους σκοτωμένους…

Η μαρτυρία του Χαρίλαου συγκλονίζει. Όσο κι αν έχει εξασθενήσει η μνήμη από τα βάσανα μιας ζωής, τον πνίγει το άδικο. Συχνά – πυκνά σκουπίζει το δάκρυ. Δεν είναι και εύκολο να θυμάται κανείς τη στιγμή που μια σφαίρα τρυπούσε διαμπερώς την ωμοπλάτη του. Ούτε τη στιγμή που ένιωθε ένα τσούξιμο στο μάτι κι έχανε το φως του. Γιατί αυτό ακριβώς έπαθε ο Χαρίλαος. Η πρώτη σφαίρα τον βρήκε στην ωμοπλάτη την ώρα που βάδιζε προς τη γραμμή του θανάτου και τον έσπρωξε προς τα μπρος. Στροβιλίστηκε, πήγε να πέσει. Αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήρθε μια δεύτερη σφαίρα και τον βρήκε στο κεφάλι. Τρύπησε το κόκαλο δίπλα στο δεξί μάτι. Έπεσε! Το αίμα που έτρεχε από τις πληγές έσμιξε με τα αίματα των άλλων. Μια μικρή λίμνη σχηματίστηκε κάτω από τα πεσμένα κορμιά. Χέρια, πόδια, κεφάλια, όλα ανακατωμένα, σχημάτισαν το βουβό σκηνικό της απόλυτης συμφοράς.

Ο Χαρίλαος ένιωθε το σκοτάδι να τον τυλίγει αλλά μπορούσε ν’ αντέξει. Το κεφάλι του βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια ενός συγχωριανού του, του Ζερβοδημήτρη. Άκουγε πια καθαρά τη μουσική του θανάτου, τους ρόγχους των συγχωριανών του που ξεψυχούσαν ο ένας μετά τον άλλο. Μόνο τρεις καρδιές συνέχιζαν ακόμη να χτυπούν, πληγωμένες κι αυτές. Τρεις απ’ όλους κρατιούνταν ακόμη στη ζωή. Ο ένας ήταν ο Χαρίλαος. Ο δεύτερος ήταν ο Ζερβοδημήτρης. Ο τρίτος λεγόταν Αγγελάκης και ήταν δάσκαλος. Φαίνεται πως οι δυο τελευταίοι, ο δάσκαλος κι ο Δημήτρης, δεν άντεξαν τον πόνο και λιποθύμησαν. Μόλις κατάφεραν να συνέλθουν ανασηκώθηκαν, προσπαθούσαν να φωνάξουν, να ζητήσουν βοήθεια. Τους άκουσε ο Χαρίλαος, έκαμε κι αυτός να ανασηκωθεί, αλλά την τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Παρέμεινε πεσμένος καταγής. Πεσμένος κι ακίνητος.

Οι Γερμανοί είχαν πάρει τα πολυβόλα τους κι είχαν φύγει. Μάλλον που βιάζονταν να αφανίσουν και τους άντρες από το Πάνω Χωριό. Δυο μονάχα, ένας αξιωματικός κι ένας στρατιώτης, είχαν μείνει δίπλα στην εκκλησιά του Αφέντη. Ήθελαν φαίνεται να σιγουρευτούν για τον ολοκληρωτικό αφανισμό των θυμάτων τους. Μόλις άκουσαν τις φωνές των δυο λαβωμένων, τινάχτηκαν, έτρεξαν κι ανέβηκαν πάνω στο σωρό των πτωμάτων. Κλωτσούσαν τους νεκρούς, έβριζαν, έβγαζαν όση χολή κι όσο μίσος μπορεί να κρύβει μέσα της μια ανθρώπινη ψυχή.

Ο Χαρίλαος κειτόταν ακίνητος ανάμεσα στους νεκρούς, έκανε κι εκείνος τον σκοτωμένο. Ο ένας από τους δυο Γερμανούς ανέβηκε πάνω στο πληγιασμένο κορμί του, τον τσαλαπατούσε. Και το χειρότερο: το πέλμα της ναζιστικής μπότας πατούσε ακριβώς πάνω στο διαμπερές τραύμα της ωμοπλάτης. Έκαμε κόμπο την καρδιά του· έπρεπε να αντέξει και τον καινούργιο πόνο. Πατώντας πάνω στα κορμιά των σκοτωμένων και στο τραύμα του Χαρίλαου, ο Γερμανός έβγαλε το πιστόλι του για να ρίξει τις τελευταίες βολές, αυτές που κάποιοι τις λένε “χαριστικές”. Η πρώτη σφαίρα βρήκε τον δάσκαλο στο κεφάλι και τον αποτέλειωσε. Η δεύτερη καρφώθηκε στο κρανίο του Ζερβοδημήτρη. Η φωνή που μέχρι τότε καλούσε σε βοήθεια κόπηκε μεμιάς.

Είχα ρωτήσει σε μια από τις επισκέψεις του 1982 τον Χαρίλαο τι έκανε την ώρα που έβλεπε να πέφτουν οι χαριστικές βολές. Μου είχε απαντήσει με ένα ξερό “τίποτα”. Κι όμως! Αυτό το “τίποτα” τον έσωσε! Τον ποδοπατούσε ο Γερμανός, τον τσάκιζε καθώς στριφογύριζε για να πυροβολήσει όλα τα κεφάλια. Κόντευε να σαλέψει ο νους του από τον πόνο. Αλλά ήξερε· αν του ξέφευγε ακόμη κι ένας αναστεναγμός, ένας απλός σπασμός, θα τον θέριζε επιτόπου ο εκπρόσωπος της Αρίας φυλής. “Νόμιζε πως εγώ ήμουν νεκρός και δεν χρειαζόταν να χαραμίσει μια σφαίρα για να με σκοτώσει ξανά” είχε πει.

Η σιωπή

Περνούσε η ώρα, τα αίματα έπηζαν κάτω από τον καυτό ήλιο του Σεπτέμβρη. Ασταμάτητα έτρεχαν οι πληγές του Χαρίλαου. Ωστόσο, ζούσε ακόμη. Όσο κι αν ένιωθε τις δυνάμεις του να χάνονται και να σβήνουν, είχε μπορέσει να κρατηθεί. Καθώς ήταν αγκαλιασμένος με τους νεκρούς άκουγε τους σποραδικούς μακρινούς πυροβολισμούς που έπεφταν σε κάθε γωνιά της βιαννίτικης γης. Στ’ αυτιά του έφταναν ακόμη θρήνοι και μοιρολόγια. Την ώρα εκείνη οι Γερμανοί ολοκλήρωναν το έγκλημά τους κι έγραφαν τον επίλογο της τραγωδίας· είχαν μαζέψει τους Πανωχωρίτες και τους εκτελούσαν κι αυτούς. Το δεύτερο εκτελεστικό απόσπασμα το είχαν στήσει διακόσια μέτρα πιο πάνω από το πρώτο, μέσα σ’ ένα λιόφυτο. Την ώρα που τους οδηγούσαν προς τον τόπο του μαρτυρίου πρόσεξαν πως ένας απ’ αυτούς, ο Πετροδημήτρης, βάδιζε αργά, ζοριζόταν. Ήταν γέρος και δεν μπορούσε να περπατήσει. Οι Γερμανοί, όμως, δεν ήθελαν να χρονοτριβούν. Τον κατακρεούργησαν επί τόπου, τον έσφαξαν κυριολεκτικά στη μέση της δημοσιάς, στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Βιάζονταν. Βιάζονταν πολύ. Ώσπου να βραδιάσει έπρεπε να προλάβουν να αφανίσουν όλους τους άντρες. Απ’ όλα τα χωριά της Βιάννου!

Τέσσερις ώρες έμεινε ακίνητος ο Χαρίλαος, αγκαλιά με τους σκοτωμένους. Κι απάνω στις τέσσερις ώρες άκουσε φωνές και κλάματα. Οι γυναίκες που είχαν κιόλας φτάσει στο σημείο της άλλης εκτέλεσης, της δεύτερης, κι είχαν δει τα σωριασμένα κορμιά των σκοτωμένων, ξεπάτωναν τα μαλλιά τους, ούρλιαζαν, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Μια απ’ αυτές, η γυναίκα του Γιάννη Σταυρακάκη, Ελένη την έλεγαν, πρόλαβε τον άντρα της ζωντανό μα τραυματισμένο βαριά· κόσκινο ήταν το κορμί του από τις σφαίρες. Έστειλε το γιο τους τον Βαλεντίνο να ζητήσει βοήθεια. Έτρεξε το παιδί, χτυπούσε πόρτες. Τρέχοντας πέρασε κι από την εκκλησιά του Αφέντη, μπροστά από την άλλη εκτέλεση. Άλλα πτώματα εδώ! Την ώρα που περνούσε ο Βαλεντίνος γυρεύοντας βοήθεια για τον πατέρα του, ανασηκωνόταν ο Χαρίλαος μέσα από την αιμάτινη λίμνη. Βρήκε τη δύναμη να τον φωνάξει…

“Βαλεντίνο, κάμε μου τη χάρη να πας να φωνάξεις τη μάνα και τη θεία μου. Πες τους να κατεβούν στην εκκλησία του Αφέντη Χριστού. Μα μην τους πεις ότι είμαι τραυματίας, πες τους ότι θέλω να τους πω κάτι.”

Ο τόπος της εκτέλεσης. Με τη Χρυσούλα ,Φθινόπωρο του 2013

Η επόμενη σελίδα της τραγωδίας: η μάνα!

Βασανιστικά περνούσαν οι ώρες και τα κλάματα πλήθαιναν. Ο Βαχός συνειδητοποιούσε τη συμφορά του. Είκοσι τρεις άνθρωποι χάθηκαν εκείνη τη μέρα. Ανάμεσά τους κι ο Γιάννης Σταυρακάκης, ο βαριά τραυματισμένος πατέρας του Βαλεντίνου, που κατάφερε να κρατηθεί στη ζωή μόνο για τρεις ημέρες. Σύθρηνος παντού. Και φωνές απελπισίας. Κι όμως! Αυτές οι φωνές ήταν για τον Χαρίλαο μηνύματα ζωής. Αναθάρρεψε, κατάλαβε πως είχαν φύγει οι Γερμανοί. Ανασηκώθηκε, κατάφερε να σταθεί στα πόδια του. Μάζεψε τη δύναμη που του είχε απομείνει και μπήκε στο δρόμο. Πενήντα – εκατό μέτρα πιο πάνω, στην ανηφοριά, συνάντησε τον θρηνητικό χορό των γυναικών που κατηφόριζαν βιαστικά προς τον τόπο της εκτέλεσης. Έτρεχαν όλες μαζί, προσπαθούσαν να δουν και να μάθουν τι είχαν απογίνει οι αγαπημένοι τους, τα παιδιά, τα αδέρφια, οι πατεράδες. Ανάμεσα σ’ αυτές τις γυναίκες ήταν και η μάνα του Χαρίλαου. Πέρασε ακριβώς από δίπλα του, τον προσπέρασε αδιάφορα και προχώρησε προς την εκκλησία.

Ποια πέννα και ποια αφήγηση μπορεί να περιγράψει τη στιγμή που μια μάνα βλέπει το παιδί της και δεν το γνωρίζει; Ο Χαρίλαος δεν θύμιζε σε τίποτα το γεμάτο ζωή δεκαεξάχρονο παλικάρι της. Βάδιζε αργά κι ήταν βουτηγμένος στα αίματα από την κορφή ως τα νύχια. Τα ρούχα του, τα μαλλιά, τα χέρια, το πρόσωπο, όλα βαμμένα κατακόκκινα! Τα πήγματα από το αίμα, το δικό του και το ξένο, ήταν κολλημένα σε κάθε σημείο του κορμιού, έκαναν την εικόνα του ακόμη πιο τραγική.

Γύρισε ο Χαρίλαος, το φως του είχε ήδη λιγοστέψει, το ένα μάτι δεν έβλεπε, το κόκαλο του κρανίου ήταν τσακισμένο, η ωμοπλάτη διάτρητη, πονούσε φρικτά· αλλά τη μάνα κατάφερε να τη γνωρίσει. Τη φώναξε.

Λίγη ώρα μετά ο μόνος ζωντανός από τους εθνομάρτυρες του Βαχού επέστρεφε στο πατρικό του. Μια άλλη σελίδα της τραγωδίας είχε κιόλας ανοίξει. Οι άλλες γυναίκες, σύγχρονες Αντιγόνες κι εκείνες, έπρεπε να σκάψουν λάκκους για να μην αφήσουν άταφους τους αγαπημένους τους. Η Ζερβουδάκαινα έπρεπε να βρει τρόπο να φροντίσει τις πληγές του παιδιού της. Αλλά πώς; Φάρμακα δεν υπήρχαν. Ούτε γιατροί, ούτε γάζες. Με το βρισκούμενο απολυμαντικό, τη ρακή, προσπαθούσε να γιατρέψει τις πληγές. Μέχρι που βρέθηκε μια λύση στο δράμα. Χρησιμοποιώντας το γαϊδουράκι σαν ασθενοφόρο μετέφεραν τον Χαρίλαο στο κεφαλοχώρι, στη Βιάννο. Κι από κει, με αυτοκίνητο, στο Ηράκλειο. Ένα χρόνο αργότερα επέστρεφε στο Βαχό. Είχε νικήσει το θάνατο!

 

 

πηγή κειμένου Ν.Ψιλάκη:karmanor.gr/





One thought on “Ο άνθρωπος που νίκησε τα Γερμανικά Πολυβόλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.