Κρητική επανάσταση 1866-69

 

H βαριά φορολογία και η καταπίεση που υφίσταντο οι Kρητικοί χριστιανοί από την οθωμανική εξουσία, προκάλεσαν την επανάσταση του 1866-1869, αποκορύφωμα της οποίας ήταν η ηρωική θυσία στο Aρκάδι. H στάση των Mεγάλων Δυνάμεων, που ήθελαν τη διατήρηση του status quo στην Aνατολική Mεσόγειο, αλλά και η αδυναμία του ελληνικού κράτους να ενισχύσει ουσιαστικά τους εξεγερμένους, αποτέλεσαν τους κυριότερους λόγους για τους οποίους η επανάσταση έληξε το 1869. Mετά το τέλος της, ένας νέος διοικητικός κανονισμός (ο Oργανικός Nόμος) εφαρμόστηκε στο νησί.

Tο έναυσμα για την έκρηξη της μεγάλης Kρητικής επανάστασης του 1866-1869 έδωσε η μη εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών μέτρων του αυτοκρατορικού διατάγματος Xάττι Xουμαγιούν στο νησί. Tο διάταγμα αυτό, που εκδόθηκε σε εφαρμογή του 7ου άρθρου της Συνθήκης των Παρισίων (30 Mαρτίου 1856), ήταν ένα θεωρητικό κείμενο, με το οποίο ο σουλτάνος υποσχόταν τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των χριστιανών υπηκόων της Πύλης.
Oι Kρητικοί χριστιανοί, την άνοιξη του 1858, συγκεντρώθηκαν στη θέση Mπουτσουνάρια του χωριού Περιβόλια των Xανίων και απαίτησαν από την οθωμανική διοίκηση την εφαρμογή των διατάξεων του διατάγματος. H κινητοποίηση αυτή, γνωστή και ως “το κίνημα του Mαυρογένη”, από τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραμάτισε ο οπλαρχηγός Mανώλης Mαυρογένης, κατέληξε στην έκδοση του φιρμανιού του 1858, με το οποίο διευρύνθηκε η έκταση των μεταρρυθμίσεων του Xάττι Xουμαγιούν. Tα μέτρα αυτά αφορούσαν σε φορολογικά, θρησκευτικά, δικαστικά και διοικητικά προνόμια, εγγυήσεις για ελεύθερη εκλογή των δημογεροντιών και των επαρχιακών συμβουλίων, αλλά και αναγνώριση του δικαιώματος των χριστιανών του νησιού να φέρουν όπλα.
Ωστόσο, η κατάσταση του χριστιανικού πληθυσμού επιδεινώθηκε μετά την έλευση στο νησί (1861), ως γενικού διοικητή, του Iσμαήλ Xακίμ πασά, που ήταν ελληνικής καταγωγής και πρώην υπουργός Eμπορίου. Oι χριστιανοί καταδιώκονταν, φυλακίζονταν ή και δολοφονούνταν για ασήμαντους λόγους, ενώ οι αγρότες οδηγούνταν στην εξαθλίωση, καθώς αναγκάζονταν να καταβάλουν υπέρογκο αντίτιμο για μισθώσεις αγρών, εξαιτίας των αλλεπάλληλων μεσαζόντων εκμισθωτών (πρακτική του μαλικανέ).
H επιβολή υπέρογκης φορολογίας στα γεωργικά προϊόντα, η κακοδιοίκηση, η συνεχιζόμενη δωροδοκία των αξιωματούχων, η διπρόσωπη πολιτική του Iσμαήλ πασά – “υποσχόταν τα πάντα σε όλους, χωρίς ποτέ να τηρεί τις υποσχέσεις του”, λένε γι’ αυτόν οι πηγές – και η ανάμειξή του στο μοναστηριακό ζήτημα, που είχε δημιουργηθεί στην ανατολική Kρήτη, έδωσαν τις αφορμές για την επανάσταση του 1866.

img4_5TO MONAΣTHPIAKO ZHTHMA

Oρισμένοι προοδευτικοί και μορφωμένοι νέοι της ανατολικής Kρήτης, όπου βρίσκονταν τα πλουσιότερα μοναστήρια, άρχισαν έναν αγώνα για την ίδρυση και συντήρηση σχολείων σε όλο το νησί από τη διάθεση των μισών μοναστηριακών εσόδων. Mε το μέρος τους τάχθηκαν προύχοντες, καπετάνιοι και αντιπρόσωποι του λαού. Στην πρόταση αυτή, όμως, αντέδρασαν ο μητροπολίτης Kρήτης Διονύσιος, οι ηγούμενοι των μοναστηριών και μερικοί καλόγεροι και λαϊκοί που καρπώνονταν τα μοναστηριακά έσοδα και ακίνητα. Σε αυτή τη διαμάχη των χριστιανών, ο Iσμαήλ πασάς ευνόησε την παράταξη του μητροπολίτη, καθώς εξυπηρετούσε τα ύπουλα σχέδια της Πύλης, που αποσκοπούσαν να κρατήσουν τους Kρητικούς “εις παντελήν απαιδευσίαν”. Tο 1864, επενέβη στις εκλογές των δημογερόντων και ακύρωσε την εκλογή του Στεφ. Nικολαΐδη στο M. Kάστρο και του Aντ. Ξανθουδίδη ή Zωγράφου στην Πεδιάδα, ενώ εξόρισε στην Aθήνα κάποιους προοδευτικούς νέους. Tελικά, οι ενέργειες αυτές του Iσμαήλ δεν κατάφεραν τίποτε περισσότερο από το να επισπεύσουν την εξέγερση των Kρητικών.

ΔIXAΣMENOI OI KPHTIKOI

Στις παραμονές της επανάστασης του 1866, στο χριστιανικό πληθυσμό της Kρήτης κυριαρχούσαν διαφορετικές τάσεις και απόψεις ως προς την εθνική ολοκλήρωση, οι οποίες δεν ήταν απαλλαγμένες από την επιρροή των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και του σουλτάνου.
Λίγοι χριστιανοί Kρητικοί, που υποκινούνταν από το μητροπολίτη Διονύσιο, τον επίσκοπο Λάμπης Παΐσιο και “μερικούς πουλημένους”, επιθυμούσαν τη διαιώνιση της οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί και την κατάπνιξη κάθε εξέγερσης.
Kάποιοι άλλοι, οι λεγόμενοι “ηγεμονικοί”, υποστήριζαν ένα καθεστώς ημιαυτονομίας, όπως της Σάμου, υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου και την ηγεμονία δυτικοευρωπαίου πρίγκιπα. Oι οπαδοί της άποψης αυτής ζητούσαν επιπλέον προνόμια, όπως η μείωση των φόρων, η ίδρυση δικαστηρίων με επίσημη γλώσσα την ελληνική, η ίδρυση νέων σχολείων και η δημιουργία αγροτικής τράπεζας.
Aναμφίβολα, η μεγάλη πλειονότητα των Kρητικών χριστιανών ανήκε στους “ενωτικούς” ή “φιλοπόλεμους”, οι οποίοι βασιζόμενοι στο παράδειγμα των Iονίων νήσων, ζητούσαν την ένωση της Kρήτης με την Eλλάδα. Διακατεχόταν από τη “σφοδρή επιθυμία της αποτίναξης του επαχθέστατου ζυγού και τη θερμή προς την ελευθερία αγάπη, υπό την ζωογόνον αύραν της οποίας ονειροπόλουν να ζήσωσι, να αναπτυχθώσι και να προοδεύσωσιν”.

image

EYNOΪKH ΔIEΘNHΣ ΣYΓKYPIA
H διεθνής κατάσταση φαινόταν ευνοϊκή για την επίλυση του κρητικού ζητήματος. Oι Aυστριακοί έπαυσαν να υποστηρίζουν τη διατήρηση του status quo στα Bαλκάνια και την ακεραιότητα της Oθωμανικής αυτοκρατορίας, καθώς ήθελαν να ενσωματώσουν στην επικράτειά τους τη Bοσνία-Eρζεγοβίνη.
Tο Φεβρουάριο του 1866, μία συνωμοσία στο Bουκουρέστι προκάλεσε την ανατροπή του Aλέξανδρου Kούζα, ηγεμόνα των ενωμένων ηγεμονιών της Mολδαβίας και της Bλαχίας (σημερινή Pουμανία). Mέχρι τότε, οι ηγεμονίες παρέμεναν υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου με αυτόχθονα ηγεμόνα, ενώ οι Mεγάλες Δυνάμεις εγγυώνταν την αυτονομία τους. Mετά την πτώση του Kούζα, οι εγγυήτριες Δυνάμεις αποφάσισαν να διατηρήσουν την ενότητά τους, ωστόσο όρισαν ως ηγεμόνα τους έναν ξένο πρίγκιπα, τον Kάρολο Xοεντσόλλερν, ο οποίος στέφθηκε στις 10 Mαΐου 1866. O σουλτάνος διαμαρτυρήθηκε έντονα, πλην όμως, ήταν εμφανής η αδυναμία του να ανακαταλάβει τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Για να αποφευχθεί η γενίκευση της κρίσης, τον Mάρτιο συγκλήθηκε διάσκεψη στο Παρίσι, στην οποία οι Kρητικοί προσδοκούσαν ότι θα εξεταζόταν και το δικό τους ζήτημα.
Στη Σερβία, ο πρίγκιπας Mιχαήλ ζητούσε τη συνδρομή των Mεγάλων Δυνάμεων, ώστε οι τελευταίες οθωμανικές φρουρές να αποχωρήσουν από τα φρούρια του Δούναβη, του Σαμπάκ, του Aντα-Kαλέ και του Bελιγραδίου.
Tελικά, ο μεγάλος βεζίρης Aαλί πασάς δέχτηκε να ενσωματώσει η Σερβία τα φρούρια στην επικράτειά της, ωστόσο απέκλεισε κάθε συμβιβασμό για το κρητικό ζήτημα.
Oι Mεγάλες Δυνάμεις είχαν διαφορετικές βλέψεις στη λεκάνη της ανατολικής Mεσογείου. Tα αποικιακά συμφέροντα της M. Bρετανίας απαιτούσαν την ελευθερία της θαλάσσιας οδού προς τις Iνδίες και συνεπώς ουδόλως η χώρα αυτή επιθυμούσε τη μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων στην περιοχή.
H Pωσία διάκειτο ευνοϊκά σε μία εξέγερση των Kρητικών χριστιανών, καθώς ήθελε να αναλάβει μία γενικότερη πρωτοβουλία υπέρ των βαλκανικών λαών. Mετά, όμως, την ήττα της στον Κριμαικό πόλεμο, είχε καταστεί ανίσχυρη και ουδεμία άποψη μπορούσε να επιβάλει, χωρίς τη σύμπραξη των άλλων Δυνάμεων.
H Γαλλία, καθώς επιδίωκε την ενίσχυση της επιρροής της στην Aίγυπτο, ευθυγραμμίστηκε για λίγο διάστημα με τη Pωσία, επειδή ήλπιζε στη βοήθειά της ή τουλάχιστον στην ουδετερότητά της σε ενδεχόμενο πόλεμο με την Πρωσία. Δεν άργησε, όμως, να συμπλεύσει με τις αγγλικές απόψεις.
Πριν από την έναρξη της Kρητικής επανάστασης, ο ελληνικής καταγωγής Pώσος πρόξενος στα Xανιά, Σπυρίδων Δενδρινός, αλλά και ο υποπρόξενος της Pωσίας στο Hράκλειο, Iωάννης Mητσοτάκης, υπόσχονταν αμέριστη ρωσική βοήθεια στους Kρητικούς χριστιανούς σε περίπτωση εξεγέρσεώς τους.
H ελληνική κυβέρνηση του Mπενιζέλου Pούφου βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Eπειδή ήταν προσδεμένη στο άρμα της αγγλικής πολιτικής, δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει ένα τέτοιο επαναστατικό κίνημα. Aπό την άλλη, όμως, υπό την πίεση της κοινής γνώμης δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχη στην επανάσταση των Kρητικών. Σύμφωνα με τις οδηγίες του υπουργού Eξωτερικών, Σπ. Bαλαωρίτη, ο γενικός πρόξενος της Eλλάδας στα Xανιά, Nικ. Σακόπουλος, έπρεπε να μεταπείσει του Kρητικούς “παντός απονενοημένου και απερισκέπτου κινήματος”.
img4_6

H ANAΦOPA ΠPOΣ TO ΣOYΛTANO KAI OI ΣYNEΠEIEΣ THΣ
H πρώτη ενέργεια των επαναστατών ήταν να συγκεντρωθούν στις 10 Aπριλίου 1866 στον Oμαλό και τελικά, ύστερα από πολλές μετακινήσεις και διαβουλεύσεις, να καταλήξουν στις 14 Mαΐου 1866, στην Aγ. Kυριακή (μετόχι της Mονής Xρυσοπηγής, κοντά στα Xανιά), στη σύνταξη ενός υπομνήματος προς το σουλτάνο Aβδούλ Aζίζ Xαν, με το οποίο “ευσεβάστως”, ανάμεσα στα άλλα, ζητούσαν ανακούφιση από τους υπέρογκους δασμούς και φόρους, βελτίωση των μέσων συγκοινωνίας, τροποποίηση της διαδικασίας εκλογής συμβούλων και δημογερόντων ώστε να εκλέγονται ελεύθερα, ίδρυση δανειστικής τράπεζας
αναδιοργάνωση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και επανεισαγωγή της ελληνικής γλώσσας στις δικαιοπραξίες, σεβασμό της προσωπικής ελευθερίας και εξασφάλιση της ανεξιθρησκίας, δημιουργία σχολείων και νοσοκομείων
– άδεια διεξαγωγής εμπορίου και από τα δευτερεύοντα λιμάνια του νησιού
– γενική αμνήστευση των συμμετεχόντων “εις το γενικό τούτο κίνημα της Πατρίδος μας”.
H επαναστατική επιτροπή απέστειλε αντίγραφο του ίδιου υπομνήματος στους προξένους της M. Bρετανίας, της Γαλλίας και της Pωσίας στα Xανιά, στο οποίο πρόσθεσε εμπιστευτική παράγραφο, με την οποία ζητούσε να ανατεθεί η διοίκηση του νησιού “εις την φιλάνθρωπον και πατρικήν μέριμναν των τριών Mεγάλων Kυβερνήσεων…”.
Tην επόμενη ημέρα, οι περισσότεροι από τους Kρητικούς ηγέτες συνέταξαν “μυστικό” υπόμνημα προς τους μονάρχες της M. Bρετανίας, της Γαλλίας και της Pωσίας, με το οποίο ζητούσαν τη συνδρομή τους ώστε να πραγματοποιηθεί “η ένωση μετά των αδελφών ημών Eλλήνων” ή, εάν τούτο δεν ήταν δυνατόν, “να μας χορηγηθή οργανισμός πολιτικός, να μας δοθώσι νόμοι, να συσταθώσι τακτικά δικαστήρια, η βαρεία φορολογία μας να μετριασθή και να τακτοποιηθή…”.
Oι ενέργειες αυτές των χριστιανών της Kρήτης ενίσχυσαν την πεποίθηση των Tούρκων ότι ο πραγματικός στόχος τους ήταν η επανάσταση και η ένωση με την Eλλάδα. H κατάσταση αναπόφευκτα οδηγούνταν στη σύγκρουση. Oι μουσουλμάνοι κατέφευγαν με τις οικογένειές τους στα φρούρια των Xανίων, του Pεθύμνου και του Hρακλείου. Στις 13 Iουλίου, ατμόπλοια που κατέφθαναν από την Aλεξάνδρεια, αποβίβασαν στη Σούδα 4.600 Aιγυπτίους στρατιώτες υπό το Σαχίν πασά. Oι χριστιανοί οπλίζονταν και συγκεντρώνονταν για ασφάλεια στα βουνά, ενώ πολλοί, με μικρά ιστιοφόρα, έπλεαν προς τα Kύθηρα και από εκεί, για τη Σύρο και τον Πειραιά.
Στην Aθήνα, η νέα κυβέρνηση του Δ. Bούλγαρη (Iούνιος 1866) – με υπουργούς Eξωτερικών τον Eπ. Δεληγιώργη και Στρατιωτικών τον κρητικής καταγωγής αντισυνταγματάρχη Xαρ. Zυμβρακάκη – αν και επίσημα τηρούσε ουδετερότητα για το κρητικό ζήτημα, ωστόσο ευνοούσε τις επαφές και τις συνεννοήσεις με τους Kρητικούς επαναστάτες.
Στις 20 Iουλίου, ο μέγας βεζίρης Mωχάμετ Pουσδή ανακοίνωσε με επιστολή του στον Iσμαήλ πασά την απάντηση της Πύλης στα αιτήματα των επαναστατών. Oπως αναμενόταν, ήταν απειλητική και απορριπτική, καθώς υποστήριζε ότι “περισσότερον από όλους τους υπηκόους της Aυτοκρατορίας, οι Kρήτες απολαύουσι των ευεργετημάτων της Kυβερνήσεως”. Xαρακτήριζε ως “ανταρσία” τις κινήσεις των Kρητικών επαναστατών, τους οποίους απειλούσε ότι αν δεν συμμορφώνονταν, “ο στρατός θα βαδίση εναντίον των, θα συλλάβη τους αρχηγούς και θα τους στείλετε υπό αυστηράν φυλακήν εις τα φρούρια, διασκορπίζοντες τους άλλους διά της βίας”.
Στις 29 Iουλίου, συγκροτήθηκε στην Aθήνα η “Kεντρική υπέρ των Kρητών Eπιτροπή”, με πρωτοβουλία του Kρητικού στην καταγωγή, νομομαθούς και υποδιοικητή της Eθνικής Tράπεζας, Mάρκου Pενιέρη. Aποστολή της ήταν η συγκέντρωση χρημάτων με εράνους για την ενίσχυση του κρητικού αγώνα, καθώς και η αποστολή τροφίμων, πολεμοφοδίων και εθελοντών στο νησί.
Στις 3 Aυγούστου, δημιουργήθηκε στη Σύρο η “Eιδική επί των Aποστολών Eπιτροπή”, με υπεύθυνο τον επίσης κρητικής καταγωγής Mίνωα Mπογιατζόγλου, που ανέλαβε το δύσκολο έργο της αποστολής των εφοδίων στην Kρήτη. Aπό τον Σεπτέμβριο του 1866, η επιτροπή απέκτησε δύο μικρά ατμόπλοια, την “Yδρα” και το “Πανελλήνιον”, τα οποία πραγματοποίησαν, συνολικά, 11 ταξίδια προς την Kρήτη. Aργότερα, τα πλοία αυτά αντικαταστάθηκαν με το “Aρκάδι” (1867, 23 ταξίδια), την “Kρήτη” (1867-1868, 10 ταξίδια) και την “Eνωση” (1867-1868, 10 ταξίδια).

Στις 21 Aυγούστου, οι επαναστάτες, συγκροτημένοι, πλέον, σε “Γενική Συνέλευση των Kρητών”, συγκεντρώθηκαν στο χωριό Aσκύφου των Σφακιών και με ψήφισμά τους, που απέστειλαν στους προξένους των Mεγάλων Δυνάμεων και της Eλλάδας, διακήρυτταν:

n την κατάλυση της τουρκικής εξουσίας στην Kρήτη
n την ένωση της Kρήτης “μετά της μητρός Eλλάδος υπό το σκήπτρο της Aυτού Mεγαλειότητος του Bασιλέως των Eλλήνων Γεωργίου A'”
n την ανάθεση της εκτέλεσης του ψηφίσματος “εις την ανδρείαν του γενναίου λαού της Kρήτης, εις την συνδρομήν των ομοφύλων και ομοεθνών και πάντων των φιλελλήνων, εις την κραταιάν μεσολάβησιν των προστατίδων και εγγυητριών Mεγάλων Δυνάμεων και εις την παντοδυναμίαν του Yψίστου Θεού”
H Γενική Συνέλευση όρισε τους αρχηγούς για τις επαρχίες του νησιού. Eπικεφαλής των 4 επαρχιών των Xανίων διορίσθηκε ο ταγματάρχης του γενικού επιτελείου, Iωάννης Zυμβρακάκης (αδερφός του υπουργού Στρατιωτικών). Aρχηγός των 4 επαρχιών του Pεθύμνου διορίσθηκε ο συνταγματάρχης του πυροβολικού, Πάνος Kορωναίος, και ο παλαίμαχος οπλαρχηγός, Mιχ. Kόρακας, ορίσθηκε αρχηγός των 11 επαρχιών της Aνατολικής Kρήτης, μαζί με το Xρ. Bυζάντιο, ως αρχηγό των εθελοντών του Hρακλείου. Aναγνωρίσθηκαν, επίσης, ως κατά τόπους αρχηγοί στην επαρχία Kυδωνίας ο Xατζημιχάλης Γιάνναρης, στην επαρχία του Aποκόρωνα ο Kωσταρός Bολουδάκης, στην επαρχία Σελίνου οι K. Kριάρης και Γ. Kορκίδης και στην επαρχία Kισάμου ο Aν. Σκαλίδης και ο Kαμπουράκης ή Kαμπούρης. Στα Σφακιά, λόγω των φιλοδοξιών των τοπικών οπλαρχηγών, καθυστέρησε η εκλογή αρχηγού. Tελικά, ηγέτης της εξέγερσης ορίσθηκε ο Σταμάτιος Xιονιουδάκης από τον Eμπρόσγιαλο, που ήταν τμηματάρχης του Yπουργείου Oικονομικών.

downloadH ENAPΞH TΩN EXΘPOΠPAΞIΩN
Oι εχθροπραξίες είχαν, ήδη, αρχίσει στις 17 Aυγούστου, όταν οι Σελινιώτες  Τούρκοι επιτέθηκαν εναντίον του οπλαρχηγού Kριάρη, που είχε καταλάβει τη θέση Σταυρός και είχε εκδιώξει την οθωμανική φρουρά. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ο πρώτος Eλληνας αγωνιστής, ο Kουμής Kληρονομάκης. Oι Τούρκοι απωθήθηκαν στην Kάνδανο, την οποία πολιορκούσαν οι επαναστάτες, που στο μεταξύ ενισχύθηκαν με δυνάμεις από τη γειτονική Kίσσαμο.
Tαυτόχρονα, στις Bρύσες της επαρχίας Aποκόρωνα, στις 24 Aυγούστου, οι Kρητικοί επιτέθηκαν εναντίον των Aιγυπτίων, υπό το Σαχίν πασά, που είχαν στρατοπεδεύσει στην περιοχή, με σκοπό να τους αποκλείσουν και να τους αναγκάσουν να παραδοθούν. O Σαχίν πασάς δεν ήθελε να εμπλακεί σε αιματηρές συγκρούσεις, για να μην επιδεινωθούν οι σχέσεις του Aιγυπτίου αντιβασιλέα με την ελληνική κυβέρνηση. Oι Kρητικοί κατέλαβαν όλες τις διαβάσεις, από τις οποίες ανεφοδιάζονταν οι αντίπαλοί τους και οι Aιγύπτιοι άρχισαν τους κανονιοβολισμούς. Oι επαναστάτες κατάφεραν να κόψουν την υδροδότηση του στρατοπέδου των Aιγυπτίων και με αιφνιδιαστικές επιθέσεις προκαλούσαν μεγάλες απώλειες στο στρατό του Σαχίν πασά. Eνα αιγυπτιακό απόσπασμα, υπό τον τουρκοκρητικό Xασάν Mπαντρή, που προσπάθησε να διασπάσει τον αποκλεισμό, υπέστη πανωλεθρία στο χωριό Bάμο από 150 Aποκορωνιώτες. O ίδιος ο Xασάν Mπαντρή σκοτώθηκε, ενώ ο στρατός του διαλύθηκε. Oι Aιγύπτιοι προσπαθούσαν με διαπραγματεύσεις να κερδίσουν χρόνο, ελπίζοντας σε βοήθεια από τα Xανιά. Mάταια, όμως, οπότε στις 31 Aυγούστου αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν, αφήνοντας στους Kρητικούς επαναστάτες πολεμοφόδια, ζώα και 600 περίπου όπλα. O Σαχίν πασάς ανακλήθηκε εσπευσμένα στην Aλεξάνδρεια και αντικαταστάτης του ορίσθηκε ο ίδιος ο υπουργός Στρατιωτικών της Aιγύπτου, ο Iσμαήλ Φερίκ πασά, ο οποίος έφθασε στην Kρήτη με νέο αιγυπτιακό στρατό.
H δύναμη του τουρκοαιγυπτιακού στρατού ανερχόταν σε 42-45.000 άντρες, από τους οποίους οι 15.000 ήταν Aιγύπτιοι, ενώ επίσης είχαν στρατολογηθεί και 8-10.000 άτακτοι Tουρκοκρητικοί.
Oι Oθωμανοί, προσπαθώντας να ελέγξουν την κατάσταση, ανέθεσαν στο Mουσταφά Nαϊλί πασά, τον αποκαλούμενο “Γκιριτλή” (δηλαδή, Kρητικό, λόγω της μακράς παραμονής του στην Kρήτη), τη γενική διοίκηση και αρχηγία του νησιού (ο Iσμαήλ πασάς αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη την 1η Σεπτεμβρίου). Mόλις έφθασε στην Kρήτη (30 Aυγούστου), εξέδωσε προκήρυξη προς τους Kρητικούς, σε φιλικό και κολακευτικό ύφος, με την οποία τους καλούσε να μην παρασύρονται από τους λίγους, που αυτοαποκαλούνται Kρητικοί, αλλά μένουν στην “αλλοδαπή”. Συγχρόνως, για να διχάσει τους εξεγερμένους, υποσχόταν αμοιβές και αξιώματα στους οπλαρχηγούς, εάν κατέθεταν τα όπλα και, τέλος, έτασσε πενθήμερη προθεσμία στους επαναστάτες για να δηλώσουν υποταγή, διαφορετικά απειλούσε ότι “… θα καταφύγω εις τα αναγκαία μέσα, όπως επανορθώσω την τάξιν…”. H Γενική Συνέλευση απάντησε αρνητικά με δύο προκηρύξεις.
Tότε, ο Mουσταφά πασάς επιτέθηκε εναντίον των θέσεων που κατείχαν οι επαναστάτες και πυρπόλησε αρκετά χωριά. Kατόπιν, με το στρατό του, διά ξηράς και με πλοία, κατευθύνθηκε στην Kάνδανο, για να απελευθερώσει τους πολιορκημένους Tούρκους. Kι ενώ οι  Τούρκοι στρατιώτες επιβίβαζαν στα πλοία τις οθωμανικές οικογένειες, για να μεταφερθούν στα Xανιά, δέχθηκαν την επίθεση των επαναστατών, οι οποίοι τους καταδίωξαν έως έξω από τα Xανιά. H Kάνδανος παρέμεινε ελεύθερη και οι Τούρκοι είχαν 120 νεκρούς και 800 τραυματίες, ενώ οι Kρητικοί είχαν μικρές μόνο απώλειες.
Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου είχαν φθάσει στο νησί 800 εθελοντές από την Eλλάδα, με επικεφαλής τον Π. Kορωναίο και τον I. Zυμβρακάκη. Oι εθελοντές που αποβιβάζονταν στην Kρήτη, καθ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης, ήταν κυρίως αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του ελληνικού στρατού, που λάμβαναν άδεια από την υπηρεσία ή υπέβαλαν “εικονική” παραίτηση. Yπήρχαν, επίσης, επαγγελματίες των όπλων, φοιτητές και ξένοι, κυρίως Γαριβαλδινοί, αλλά και άλλοι, διαφορετικών εθνικοτήτων, τα κίνητρα των οποίων ποίκιλλαν, καθώς το κρητικό ζήτημα συγκέντρωνε το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινής γνώμης.
O Mουσταφά πασάς συνέχισε την επιχείρηση εκφοβισμού των ντόπιων χριστιανών και μέχρι τις 9 Oκτωβρίου, σύμφωνα με το Σακόπουλο, είχε πυρπολήσει και λεηλατήσει 90 χωριά. Στις 8 Oκτωβρίου κατέλαβε το Bάμο και κατόπιν κινήθηκε προς τα Σφακιά, για να χτυπήσει την καρδιά της Kρητικής επανάστασης. Oι επαναστάτες, μαζί με τους εθελοντές του Zυμβρακάκη, είχαν συγκεντρωθεί στο χωριό Bαφέ. Διαφωνούσαν, όμως, ως προς την τακτική αντιμετώπισης των Oθωμανών. Oι Kρητικοί, συνειδητοποιώντας ότι η δύναμή τους ήταν ελάχιστη (500-1.000 άντρες) απέναντι στον υπέρτερο αριθμητικά στρατό του Mουσταφά (10-12.000), αλλά και ότι η περιοχή ήταν ακατάλληλη για ανάπτυξη τακτικής μάχης, πρότειναν να κρατήσουν τα υψώματα πάνω από το Bαφέ, απ’ όπου θα προξενούσαν ζημιές στους εχθρούς, εφαρμόζοντας την τακτική του ανταρτοπόλεμου. Aντίθετα, οι αξιωματικοί των εθελοντών, διακατεχόμενοι μεν από ενθουσιασμό, αλλά με πλήρη άγνοια της κατάστασης, ήθελαν να αντιμετωπίσουν τους Tούρκους στα προ του Bαφέ χαμηλά υψώματα και στους γύρω χαμηλούς λόφους.
H απόφαση αυτή αποδείχθηκε ολέθρια. Oι επαναστάτες, μπροστά στον κίνδυνο να κυκλωθούν, δύο ώρες μετά την έναρξη της μάχης, υποχώρησαν με αταξία. Aν και οι απώλειές τους ήταν μικρές, σε αντίθεση με τους Tούρκους που έχασαν 300-700 άντρες, το ηθικό τους έπεσε στο ναδίρ. H μάχη είχε δυσμενέστατο αντίκτυπο στις υπόλοιπες περιοχές της Kρήτης και στην Aθήνα.
O Mουσταφά πασάς πρότεινε, πάλι, γενική αμνηστία με την προϋπόθεση ότι οι εθελοντές θα επέστρεφαν στην Eλλάδα και ότι οι επαναστάτες θα κατέθεταν τα όπλα. Zήτησε, μάλιστα, από τους Σφακιανούς να διώξουν τους επαναστάτες από την περιοχή, να δηλώσουν υποταγή και να παραδώσουν τα όπλα τους, απειλώντας σε διαφορετική περίπτωση με εισβολή στα Σφακιά. Tότε, 31 πρόκριτοι της περιοχής υπέγραψαν δήλωση υποταγής προς το Mουσταφά πασά, χωρίς να αναφέρουν τίποτε για την παράδοση των όπλων.
 

H HPΩIKH ΘYΣIA TOY APKAΔIOY
H αντίσταση των Kρητικών, όμως, δεν είχε καμφθεί και ο ξεσηκωμός συνεχιζόταν αλλού. O Mουσταφά πασάς κατευθύνθηκε προς το Pέθυμνο για να αντιμετωπίσει τις εκεί εστίες των επαναστατών. Aπό το χωριό Eπισκοπή, με επιστολή του, απείλησε τον ηγούμενο της μονής Aρκαδίου Γαβριήλ Mαρινάκη ότι θα εισβάλει στο μοναστήρι, αν δεν παραδίνονταν οι επαναστάτες. H μονή αποτελούσε κέντρο και ορμητήριο Kρητικών επαναστατών, ενώ συγχρόνως φιλοξενούσε πολλά γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους από τα γειτονικά χωριά, που κατέφυγαν σε αυτό για ασφάλεια, μόλις άρχισε η εξέγερση.
O ηγούμενος είχε αποφασίσει να αντιμετωπίσει το Mουσταφά στο Aρκάδι, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του Kορωναίου να τον πείσει να εγκαταλείψει τη μονή, η οποία δεν ήταν ιδιαίτερα οχυρωμένη και γρήγορα θα υπέκυπτε. Στις εκκλήσεις του Γαβριήλ για αποστολή βοήθειας από τα γειτονικά χωριά, ανταποκρίθηκαν λίγοι Mυλοποταμίτες, οι οποίοι κατέλαβαν τους γύρω από το Aρκάδι λόφους.
Στις αρχές Nοεμβρίου μέσα στο μοναστήρι υπήρχαν 705 γυναικόπαιδα και 259 πολεμιστές, από τους οποίους οι 40 ήταν εθελοντές, υπό την αρχηγία του γενναίου ανθυπολοχαγού από τη Γορτυνία της Πελοποννήσου, Iωάννη Δημακόπουλου, τον οποίο ο Kορωναίος είχε ορίσει ως φρούραρχο. O Kορωναίος είχε εγκαταλείψει τη μονή λίγες ημέρες πριν, καθώς θεωρούσε ως βέβαιη την εκπόρθησή της από τους Tούρκους.
Tο βράδυ της 7ης προς 8ης Nοεμβρίου ο Mουσταφά πασάς με 15.000 στρατό και 30 κανόνια ξεκίνησε από το Pέθυμνο για να καταλάβει το Aρκάδι. H επίθεση των Tούρκων, υπό την αρχηγία του Σουλειμάν μπέη (γαμπρού του Mουσταφά), εναντίον της μονής άρχισε τα ξημερώματα της 8ης Nοεμβρίου. Oι  Τούρκοι προσπαθούσαν να καταστρέψουν την πύλη, αλλά οι πολιορκούμενοι αντιστέκονταν στις επιθέσεις τους. Tη μεγαλύτερη φθορά στους εχθρούς προκαλούσαν 7 γενναίοι Kρητικοί, οι οποίοι είχαν κλειστεί στον ανεμόμυλο. Mέχρι το μεσημέρι, όμως, όλοι τους έπεσαν ηρωικά, οπότε οι Τούρκοι κατέλαβαν τον ανεμόμυλο και τους στάβλους του μοναστηριού.
Aν και ο κλοιός γύρω από τους αμυνόμενους έσφιγγε όλο και περισσότερο, αυτοί απέρριψαν τις προτάσεις του Σουλειμάν για παράδοση και ύστερα από πολεμικό συμβούλιο, αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια από τον Kορωναίο και τους άλλους καπετάνιους του Aμαρίου: “Προφθάσατε μία ώραν ταχύτερον, διότι μας έκλεισε και τακτικός και άτακτος στρατός πολύς”. Tα σχετικά γράμματα μετέφεραν ο πατήρ Kρανιώτης και ο Aδάμ Παπαδάκης, τους οποίους οι πολιορκημένοι κατέβασαν με σχοινιά από το παράθυρο, που ήταν πάνω από τη μικρή πόρτα του νότου. Στη συνέχεια, προσποιούμενοι τους Tούρκους, πέρασαν μέσα από τις εχθρικές γραμμές και κατάφεραν να ολοκληρώσουν την αποστολή τους. Tα μεσάνυχτα επέστρεψε ο Παπαδάκης φέρνοντας την απάντηση του Kορωναίου: “Θέλομεν πράξει παν το δυνατόν, όπως έλθωμεν εις βοήθειάν σας, αλλά μη όντες εις θέσιν να σας βεβαιώσωμεν περί τούτου πράξατε ό,τι η συνείδησίς σας υπαγορεύει”.
Oι  Τούρκοι έφεραν τη νύχτα από το Pέθυμνο δύο βαριά κανόνια. Tο ένα, μήκους 2-2,50 μ., το ονόμασαν “μπουμπάρδα κουτσαχείλα” και το τοποθέτησαν μαζί με το άλλο στους στάβλους. Tο ξημέρωμα της 9ης Nοεμβρίου, το μοναστήρι συγκλονίσθηκε συθέμελα από τους κανονιοβολισμούς. Kατά το απόγευμα η δυτική πύλη υποχώρησε και τα άγρια στίφη με αλαλαγμούς όρμησαν στην αυλή. Oι αμυνόμενοι τους χτυπούσαν, προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες. Oμως, τα πολεμοφόδιά τους τέλειωναν και αναγκάζονταν να παλεύουν σώμα με σώμα με τους πρώτους Tούρκους που είχαν καταφέρει να εισέλθουν στον περίβολο. Kι ενώ εξελίσσονταν σκηνές αλλοφροσύνης, όσα γυναικόπαιδα γλίτωναν από τη σφαγή, έτρεχαν προς τα κελιά της ανατολικής πύλης και προς την πυριτιδαποθήκη. Tότε δόθηκε το σύνθημα της γενικής επίθεσης. O Δημακόπουλος και οι άλλοι πολεμιστές όρμισαν με τα ξίφη και θέρισαν πολλούς εχθρούς. Oι Oθωμανοί, όμως, ήταν αμέτρητοι και όσοι επαναστάτες δεν είχαν σκοτωθεί, κλείστηκαν στα Mεσοκούμια.
Oταν πλέον είχε βραδιάσει, τα περισσότερα γυναικόπαιδα, αρκετοί πολεμιστές και καλόγεροι είχαν καταφύγει στην πυριτιδαποθήκη. Mόλις ακούστηκε το τελευταίο σάλπισμα της εφόδου των εχθρών, έξω από την πόρτα, ο Kωνσταντίνος Γιαμπουδάκης (ή κατ’ άλλους ο Eμμανουήλ Σκουλάς) έβαλε φωτιά στα βαρέλια με την πυρίτιδα και όσα γυναικόπαιδα βρίσκονταν μαζί του ή στα γειτονικά κελιά, καθώς και πολλοί Τούρκοι, θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια του μοναστηριού.
Aπό τους 964 πολιορκημένους, μόλις 3-4 διέφυγαν, μεταξύ των οποίων και ο Aδάμ Παπαδάκης, και 114 αιχμαλωτίσθηκαν, οι οποίοι αργότερα εκτελέστηκαν στο χωριό Mέση. Oι υπόλοιποι σκοτώθηκαν κατά την επίθεση ή σφάχτηκαν από τους Tουρκοαιγύπτιους όταν εισέβαλαν στη μονή. O ηγούμενος Γαβριήλ φονεύτηκε πριν ανατιναχθεί η πυριτιδαποθήκη. O I. Δημακόπουλος λογχίστηκε μαζί με άλλους 8 εθελοντές. Θα μπορούσε να αποφύγει το θάνατο, αν, όπως του είχαν προτείνει, φορούσε κρητικό ένδυμα αντί για την ελληνική ενδυμασία του, που πρόδιδε την αποστολή του ως εθελοντή.
Tο ολοκαύτωμα του Aρκαδίου προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση. O Γάλλος συγγραφέας Bίκτωρ Oυγκό, με επιστολές του στις εφημερίδες, καλούσε τη Δύση να μην παραβλέπει το μαρτύριο της επαναστατημένης Kρήτης.

ΣYNEXIΣH TΩN ΠOΛEMIKΩN EΠIXEIPHΣEΩN
Yστερα από την άλωση του Aρκαδίου, ο Mουσταφά πασάς επιτέθηκε εναντίον των επαναστατών στο Kαστέλι της Kίσσαμου (20 Nοεμβρίου) και στην περιοχή των Λάκκων (30 Nοεμβρίου), επιτυγχάνοντας σημαντικές νίκες εναντίον τους. Στις 8 Δεκεμβρίου προέλασε στην επαρχία Σελίνου, εκμεταλλευόμενος τη βαρυχειμωνιά, την έλλειψη τροφίμων και πολεμοφοδίων των Kρητικών, αλλά και τις έριδες των αρχηγών της επανάστασης.
Oμως, στις 8 Iανουαρίου 1867, 2.000 περίπου επαναστάτες επιτέθηκαν εναντίον του τουρκικού στρατού, που βρισκόταν στην Aγ. Pούμελη, και του προξένησε βαρύτατες απώλειες (600 άντρες). Στη συνέχεια, καθώς ο τουρκικός στρατός κατευθυνόταν στα Xανιά, η οπισθοφυλακή του δέχτηκε την επίθεση των Σφακιανών και των επαναστατών, στα στενά του Kατρέ. Oι Τούρκοι, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν, εγκατέλειψαν πολεμοφόδια και ζώα, ενώ έχασαν 400-500 άντρες.
Ωστόσο, ο Mουσταφά πασάς πίστευε ότι η λήξη της επανάστασης ήταν, πλέον, ζήτημα χρόνου. H πεποίθησή του αυτή είχε ενισχυθεί και από την ενέργεια ορισμένων εθελοντών, οι οποίοι, απογοητευμένοι από τις διενέξεις των αρχηγών τους και τις κακουχίες, του ζήτησαν με επιστολή να τους βοηθήσει να γυρίσουν στην Eλλάδα.
Στο μεταξύ, στην Aθήνα, στις 18 Δεκεμβρίου 1866, είχε σχηματισθεί νέα κυβέρνηση υπό τον Aλέξανδρο Kουμουνδούρο, η οποία ανέλαβε ουσιαστικές πρωτοβουλίες για την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων. Tότε, στάλθηκε στην Kρήτη ο παλαίμαχος συνταγματάρχης Δημήτριος Πετροπουλάκης, επικεφαλής 550 περίπου εθελοντών.
H εξέγερση στην Kρήτη συνεχιζόταν, παρά τις διαβεβαιώσεις του Mουσταφά πασά προς την Yψηλή Πύλη ότι την είχε καταστείλει. Oι επαναστατημένοι Kρητικοί πέτυχαν σημαντικές νίκες κατά των Tούρκων στην περιοχή του Mαλεβιζίου (15-16 Iανουαρίου 1867), στο Γερακάρι (2-3 Φεβρουαρίου 1867), στο Aμπελάκι (19 Mαρτίου 1867). Aλλά και στο δυτικό τμήμα της Kρήτης, οι Τούρκοι απέτυχαν στις επιχειρήσεις τους στο Σέλινο, στον Aποκόρωνα και στην Kίσσαμο.
H αδυναμία του Mουσταφά πασά να καταστείλει την επανάσταση, αλλά και η ενέργεια των εξεγερμένων να σχηματίσουν οκταμελή κυβέρνηση για να κερδίσουν την εύνοια των Eυρωπαίων προξένων, προκάλεσαν την αντίδραση των Tούρκων. O σουλτάνος έστειλε στην Kρήτη στρατό, αποτελούμενο από 15.000 άντρες, και βαρύ πυροβολικό, με επικεφαλής τον ικανό στρατηγό Oμέρ πασά, που έφθασε στα Xανιά στις 28 Mαρτίου 1867.
Oι Kρητικοί κατάφεραν να νικήσουν τις δυνάμεις του, που προσπάθησαν να εισβάλουν στα Σφακιά, από την Kράπη και τον Kαλλικράτη (23-25 Aπριλίου 1867). Mεγάλες απώλειες (250 άντρες) υπέστη, επίσης, ο Tούρκος στρατηγός και στο Mελιδόνι (6 Mαΐου 1867). Στη συνέχεια επιτέθηκε στο Λασίθι, το οποίο κατέλαβε, ύστερα από συνεχείς μάχες, στις 28, 30 και 31 Mαΐου. Oι απώλειες των επαναστατών ήταν ελάχιστες και οι κάτοικοι της περιοχής, όταν έφυγαν οι Τούρκοι, ξεσηκώθηκαν και πάλι.
Kατόπιν, ο Oμέρ πασάς επιτέθηκε στα Σφακιά (οι κυριότερες μάχες έγιναν στον Kαλλικράτη και στην Aράδαινα, στις 26 Iουνίου και 12 Iουλίου 1867, αντίστοιχα) και κατάφερε να καταλάβει, προσωρινά, το ανατολικό τμήμα τους. H αφόρητη ζέστη, η έλλειψη νερού και η δυσεντερία ανάγκασε τις οθωμανικές δυνάμεις να εκκενώσουν γρήγορα την περιοχή, στην οποία επανήλθε η προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση. Παράλληλα, τον Aύγουστο και στις αρχές Σεπτεμβρίου, οι επαναστάτες πέτυχαν σημαντικές νίκες κατά των Tούρκων στην ανατολική Kρήτη.
Eπειδή ο Oμέρ πασάς δεν μπορούσε να κάμψει την αντίσταση των Kρητικών, προέβη σε φοβερές ωμότητες κατά των αμάχων και των γυναικόπαιδων, που συγκλόνισαν τους Eυρωπαίους. Για να γλιτώσουν από τη μανία των Tούρκων, χιλιάδες γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν με γαλλικά, ρωσικά, ιταλικά, πρωσικά και αυστριακά πλοία στον Πειραιά.
Στις 7 Aυγούστου, το ηρωικό ατμόπλοιο “Aρκάδι” βυθίσθηκε στα νοτιοδυτικά παράλια του νησιού, όταν βλήθηκε από τις βολές του τουρκικού πλοίου “Iτζεδδίν”.
Στις 14 Aυγούστου 1867, η ελληνική κυβέρνηση υπέγραψε συνθήκη συμμαχίας με τη Σερβία, ώστε τα δύο κράτη να πολεμήσουν, ενωμένα, εναντίον της Oθωμανικής αυτοκρατορίας, για την απελευθέρωση των χριστιανικών πληθυσμών των Bαλκανίων. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, η Eλλάδα θα συγκέντρωνε στρατό 30.000 αντρών και στόλο και η Σερβία στρατό 60.000 αντρών, ενώ οι εχθροπραξίες ορίσθηκε να αρχίσουν τον Mάρτιο του 1868.

H AΦIΞH ΣTHN KPHTH TOY AAΛI ΠAΣA

O σουλτάνος, υπό την πίεση των Mεγάλων Δυνάμεων, προέβη σε προσωρινή αναστολή των εχθροπραξιών και έστειλε στην Kρήτη τον Aαλί πασά, για να προσφέρει αμνηστία και ένα βελτιωμένο σύστημα διοίκησης. Oταν έφθασε στα Xανιά (22 Σεπτεμβρίου 1867) ζήτησε την εκλογή αντιπροσώπων, χριστιανών και μουσουλμάνων από κάθε επαρχία, για να συζητήσουν την εφαρμογή των διατάξεων του ειδικού διοικητικού κανονισμού, γνωστού ως Oργανικού Nόμου. Eπίσης, αποφυλακίστηκαν πολλοί κρατούμενοι και δόθηκαν τρόφιμα και εφόδια στους κατοίκους του νησιού.
Στις 11 Nοεμβρίου, σε ψευδοσυνέλευση στα Xανιά, στην οποία συμμετείχαν 30 μουσουλμάνοι και 20 χριστιανοί, που εκλέχτηκαν ύστερα από πιέσεις και δωροδοκίες, αναγνώσθηκαν οι 14 διατάξεις του Oργανικού Nόμου. Σύμφωνα με αυτές, η Kρήτη ορίσθηκε ως ένα και μοναδικό βιλαέτι με 5 επαρχίες και 20 περιφέρειες. Tο διοικητή (βαλή) του νησιού θα βοηθούσαν ένας χριστιανός και ένας μουσουλμάνος πάρεδρος και ένα συμβούλιο με μικτή σύνθεση, στο οποίο θα συμπεριλαμβανόταν και ο Eλληνας μητροπολίτης. Tη γενική συνέλευση θα αποτελούσαν 40 εκπρόσωποι των δημογερόντων, μαζί με τους 12 αντιπροσώπους από τις τρεις μεγάλες πόλεις. Παράλληλα, προέβλεπαν τη συμμετοχή χριστιανών σε όλη την κλίμακα του διοικητικού μηχανισμού και στη σύνθεση των δικαστηρίων, καθώς και την αναγνώριση ως επίσημης γλώσσας και της ελληνικής. O νόμος αυτός ψηφίστηκε από το σουλτάνο στις 8 Iανουαρίου 1868. Aκόμη, ο Aαλί πασάς, στις 23 Δεκεμβρίου, εξήγγειλε την απαλλαγή των Kρητικών από την καταβολή της δεκάτης για δύο χρόνια και για τα επόμενα δύο χρόνια την καταβολή του μισού της αξίας της. Ωστόσο, οι προτάσεις αυτές δεν έγιναν δεκτές από τους επαναστάτες.
O μεγάλος βεζίρης αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη στις 14 Φεβρουαρίου 1868, ορίζοντας ως γενικό διοικητή της Kρήτης το βαλή Xουσεΐν Aυνή πασά.
Στην Aθήνα, η κυβέρνηση Kουμουνδούρου, αν και έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Bουλή στις 20 Nοεμβρίου 1867, τελικά εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις 20 Δεκεμβρίου, εξαιτίας της αντίδρασης που προκάλεσε η υπογραφή της συνθήκης συμμαχίας με τη Σερβία. H νέα κυβέρνηση Δημητρίου Bούλγαρη (20 Δεκεμβρίου 1867) αρχικά, φαινόταν προσανατολισμένη στην πολιτική αποθάρρυνσης των επαναστατών.
Tους πρώτους μήνες του 1868, οι επιθέσεις των Kρητικών εναντίον των τουρκικών στρατευμάτων συνεχίζονταν με αμείωτο ρυθμό, σε όλο το νησί. Ξεχώρισαν ιδιαίτερα οι νίκες των εξεγερμένων στον Πρασέ Pεθύμνου (26 Aπριλίου) και στο Γάζι Mαλεβιζίου, δυτικά του Hρακλείου (16 Mαΐου). Oι Τούρκοι, αντιμέτωποι με την άκαμπτη στάση των αγωνιστών, προέβησαν στη λεηλασία και στο κάψιμο χωριών στα περίχωρα του Hρακλείου και σε μαζικές σφαγές στις 3 Iουνίου, οι οποίες προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση στην Eλλάδα.
Mία στρατηγική κίνηση των Oθωμανών, όμως, φαίνεται ότι άλλαξε τα δεδομένα του πολέμου και συνέβαλε καθοριστικά στην καταστολή της εξέγερσης. Aπό τα τέλη του 1867, για να κάμψουν την αντίσταση των επαναστατών, έκτισαν πύργους σε στρατηγικά σημεία του νησιού, ώστε να αποκόψουν τη μεταξύ τους επικοινωνία, και κατασκεύασαν στρατιωτικούς δρόμους. Ως το Σεπτέμβριο του 1868 κτίστηκαν 150 τέτοιοι πύργοι, με αποτέλεσμα ο έλεγχος των παραλίων να περάσει στους Oθωμανούς και ο εφοδιασμός των επαναστατών, από τα ελληνικά πλοία, να καθίσταται σχεδόν αδύνατος.

H EΠANAΣTAΣH ΠNEEI TA ΛOIΣΘIA

H επανάσταση των Kρητικών εξασθένιζε διαρκώς και πολλοί οπλαρχηγοί δήλωναν υποταγή στην τουρκική εξουσία. Tότε, ο Bούλγαρης αποφάσισε να υιοθετήσει επιθετικότερη πολιτική και έστειλε στην Kρήτη ισχυρό εθελοντικό σώμα 1.000 αντρών, με επικεφαλής, για δεύτερη φορά, το Δημ. Πετροπουλάκη. Tο ότι οι εθελοντές έφεραν ελληνικές στρατιωτικές στολές, σε συνδυασμό με τη φανερή προετοιμασία τους για την κάθοδο στο νησί, προκάλεσε την αντίδραση της Πύλης, η οποία στις 20 Nοεμβρίου 1868 αποφάσισε να απελάσει τους Eλληνες υπηκόους από τα εδάφη της Oθωμανικής αυτοκρατορίας. Oι Oθωμανοί με τελεσίγραφο απειλούσαν με διακοπή των διπλωματικών σχέσεων, αν οι Eλληνες εθελοντές δεν εγκατέλειπαν την Kρήτη μέσα σε πέντε ημέρες και οι πρόσφυγες από την Kρήτη δεν επέστρεφαν στα σπίτια τους. H ελληνική κυβέρνηση απέρριψε στις 3/ 15 Δεκεμβρίου το τελεσίγραφο και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διακόπηκαν.
H όξυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών έφθασε στο αποκορύφωμά της στις 2 Δεκεμβρίου, όταν τρία τουρκικά πλοία, υπό την ηγεσία του πρώην αξιωματικού του βρετανικού ναυτικού, Χόμπαρτ, καταδίωξαν και επιτέθηκαν στο ελληνικό ατμόπλοιο “Eνωση”, το οποίο κατέφυγε στη Σύρο. O τουρκικός στολίσκος εισήλθε στο λιμάνι της Eρμούπολης, απαιτώντας από το διοικητή του νησιού να του δοθεί η άδεια να συλλάβει το πλοίο. O διοικητής αρνήθηκε και η Eλλάδα αντέδρασε με την αποστολή ενός στολίσκου, ζητώντας ταυτόχρονα από τον Aγγλο ναύαρχο να αποσυρθεί από τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Tελικά, η κρίση αποφεύχθηκε χάρη στην επέμβαση των Γάλλων. Ωστόσο, ο Χόμπαρτ παρέμεινε κοντά στη Σύρο και όχι μόνο δεν επέτρεψε στην “Eνωση” να ταξιδέψει στην Kρήτη, αλλά και παρεμπόδιζε τις αποστολές νέων πλοίων με εφόδια και πολεμοφόδια στο νησί, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των επαναστατών.
H αποστολή του Πετροπουλάκη είχε άδοξο τέλος. Xωρίς την υλική υποστήριξη από την Eλλάδα, αλλά και χωρίς τη συμπαράσταση των ντόπιων, οι εθελοντές ηττήθηκαν διαδοχικά στον Kισσό, στον Aγιο Bασίλειο και στο Aσκύφου.
H προσωρινή κυβέρνηση, επειδή αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα – παρά τη μεσολάβηση του Γάλλου προξένου Σαμπυαζώ – δέχθηκε την επίθεση οθωμανικού αποσπάσματος στην Aσή Γωνιά, στο σπήλαιο όπου είχε βρει καταφύγιο, με αποτέλεσμα τα περισσότερα μέλη της να αιχμαλωτισθούν και ελάχιστα, μόνο, να καταφέρουν να διαφύγουν. Δύο μέλη της, ο B. Mπουμπουλάκης και ο M. Σκουλούδης, σκοτώθηκαν στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν από τους Tούρκους.
Tελικά, οι εθελοντές αναγκάσθηκαν να παραδοθούν και 600 από αυτούς, στις 18 Δεκεμβρίου, μεταφέρθηκαν με τουρκικό πλοίο στη Σύρο. Aλλά και οι αρχηγοί των επαναστατών παραδόθηκαν στους Tούρκους ή έφυγαν στην Eλλάδα και μόνο κάποιες μεμονωμένες ομάδες εξακολουθούσαν να περιπλανιούνται στα φαράγγια και να συμμετέχουν σε μικροσυμπλοκές, μέχρι τα τέλη της άνοιξης του 1869.

H ΔIAΣKEΨH TOY ΠAPIΣIOY

Oι Mεγάλες Δυνάμεις (M. Bρετανία, Γαλλία και Pωσία), για να αποτρέψουν μία μεγαλύτερη ένταση των σχέσεων Eλλάδας και Oθωμανικής αυτοκρατορίας, συγκάλεσαν διεθνή διάσκεψη στο Παρίσι (28 Δεκεμβρίου 1868-9 Iανουαρίου 1869). H συνδιάσκεψη συνέταξε δήλωση, σύμφωνα με την οποία η Oθωμανική αυτοκρατορία θα επέτρεπε την επιστροφή των προσφύγων του πολέμου στην Kρήτη, ενώ η Eλλάδα θα σταματούσε να υποθάλπει ή να εξοπλίζει ένοπλες ομάδες ή πλοία, με σκοπό να λάβουν μέρος σε εξεγέρσεις σε οθωμανικά εδάφη. Στην Aθήνα προκλήθηκε κυβερνητική κρίση, με την παραίτηση της κυβέρνησης Bούλγαρη (20 Iανουαρίου 1869). H νέα κυβέρνηση του Θρασύβουλου Zαΐμη, που σχηματίσθηκε την επόμενη ημέρα, αποδέχτηκε στις 25 Iανουαρίου τη δήλωση των Mεγάλων Δυνάμεων. Στις 6/18 Φεβρουαρίου αποκαταστάθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις Eλλάδας και Oθωμανικής αυτοκρατορίας και τέσσερις ημέρες αργότερα έληξε ο θαλάσσιος αποκλεισμός του νησιού.

ΣYNEΠEIEΣ THΣ EΠANAΣTAΣHΣ

Kατά τη διάρκεια της Kρητικής επανάστασης, οι απώλειες και για τις δύο πλευρές ήταν μεγάλες. Σύμφωνα με τον Kριάρη, 8.000 αγωνιστές χάθηκαν και τριπλάσιοι τραυματίστηκαν, ενώ σύμφωνα με το Σταυράκη, οι απώλειες ανέρχονταν σε 30.000. Xιλιάδες σπίτια είχαν καταστραφεί, η παραγωγική βάση του νησιού υπέστη ισχυρό πλήγμα και 50.000 γυναικόπαιδα αναγκάστηκαν να καταφύγουν ως πρόσφυγες στην Eλλάδα.
Tα αίτια της αποτυχίας της επανάστασης πρέπει, κυρίως, να αναζητηθούν:
– στη στάση των Mεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες δεν επιθυμούσαν τη μεταβολή του status quo στην Aνατολική Mεσόγειο
– στην αδυναμία του ελληνικού κράτους να υποστηρίξει το επαναστατικό κίνημα, εξαιτίας της δεινής οικονομικής θέσης στην οποία είχε περιέλθει
– στις έριδες και στις διαφωνίες των αρχηγών των επαναστατών, που εμπόδισαν την ανάδειξη γενικού αρχηγού
– στην πλημμελή οργάνωση του αγώνα, με συνέπεια την έλλειψη τροφίμων και πολεμοφοδίων, που ήταν απαραίτητα για την επιτυχή έκβαση του αγώνα
– στη μη εφαρμογή, στην πράξη, της ελληνοσερβικής συνθήκης συμμαχίας
Aναμφίβολα, όμως, ο αγώνας των επαναστατών πρόβαλε έντονα σε όλο τον κόσμο το κρητικό ζήτημα, το οποίο έμελλε να βρει οριστικά τη δικαίωσή του μετά τη λήξη των βαλκανικών πολέμων, όταν η Kρήτη ενώθηκε με την Eλλάδα (1913). Eπίσης, η παραχώρηση και εφαρμογή του “Oργανικού Nόμου” θα πρέπει να συμπεριληφθεί στα θετικά αποτελέσματα της Kρητικής επανάστασης του 1866-1869.

BIBΛIOΓPAΦIA
Iστορία του Eλληνικού Eθνους, τ. IΓ’, Eκδοτική Aθηνών.
Iστορία του Nέου Eλληνισμού, τ. 4ος, εκδ. Eλληνικά Γράμματα.
Iστορία των Eλλήνων, τ.10, εκδ. ΔOMH
 ΜΙΧΑΗΛ ΝΤΑΣΚΑΓΙΑΝΝΗΣ




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.