Η λεχώνα και οι συνήθειες γύρω απ’ αυτήν σε χρόνια περασμένα….

 

Ολες οι νέες γυναίκες είναι πολύ περήφανες όταν φέρνουν στον κόσμο το παιδί τους, είναι όμως και μια δύσκολη και σημαντική περίοδος στη ζωή τους.
Πολλές, μετά τη γέννηση του μωρού τους, πάσχουν από μελαγχολία. Ενα πρόβλημα αρκετά σοβαρό, που πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί από τους δικούς τους ανθρώπους και από κάποιο ψυχολόγο. Είναι άραγε το νέο μέλος, είναι άραγε ο φόβος της ευθύνης, είναι άραγε οι 40 μέρες που ίσως είναι στο σπίτι, είναι η αλλαγή στη ζωή της;
Ομως σήμερα μια λεχώνα, όπως τη λένε, δεν αλλάζει σχεδόν σε τίποτα τη ζωή της -εκτός βέβαια από τον θηλασμό και τη φροντίδα του μωρού. Μπορεί να μην περιμένει να περάσουν -αν θέλει- 40 ημέρες για να βγει μια βόλτα στα μαγαζιά, να πάει σε φιλικά σπίτια, να βγει με τον σύζυγο ή την παρέα της.
Πιο παλιά, η περίοδος αυτή ήταν πολύ δύσκολη για τη γυναίκα που έφερνε στον κόσμο το παιδί της. Ενας ανεξήγητος φόβος πλανιόταν γύρω απ’ τη νέα μητέρα που τη θεωρούσαν επικίνδυνη και ´μιαρή´ = γρουσούζα. Η αλήθεια είναι πως ήταν πολύ ευαίσθητη στις αρρώστιες ή στα μικρόβια κι έτσι την αποξένωναν κολλώντας της την ετικέτα της ´γρουσούζας´.

Μόνη της μέσα στο σπίτι, με μόνη συντροφιά τους δικούς της, ήταν σχεδόν σίγουρο πως δεν κινδύνευε από καμιά αρρώστια. Τι κουβαλούσε, όμως, μέσα της η λεχώνα και πόσο την κρατούσαν σε τέτοια απομόνωση;

Παλιά ήταν πολύ κοινή υπόθεση οι γυναίκες να ξεγεννάνε στο σπίτι τους όσο κοινό είναι τώρα που γεννάνε στην Κλινική. Ακόμα, απ’ τα πιο φυσικά πράγματα ήταν και οι γέννες στα χωράφια, μια και δούλευαν συνεχώς στην ύπαιθρο και το θεωρούσαν πολύ απλό να γεννήσουν κάτω από μια ελιά με κίνδυνο βέβαια της ζωής τους.
Σαν γεννούσε μια γυναίκα έπρεπε να μείνει στο σπίτι της 40 ημέρες και να μη βγει έξω, γιατί πάνω της έφερνε μεγάλη γρουσουζιά. Αν τύχαινε και δεν τηρούσε αυτή τη συνήθεια, όπου κι αν πήγαινε τα έφερνε όλα άνω – κάτω. Αν έμπαινε σε μαγαζί σε λίγο αυτό θα έκλεινε κι αν επισκεπτόταν ένα σπίτι αυτό θα γέμιζε γκρίνια και γρουσουζιά.

Ετσι ήταν αναγκασμένη να μένει κλεισμένη, γιατί μέσα της έφερνε τόση δύναμη του κακού, που, όπως έλεγαν και το βουνό μπορούσε να σκιστεί στη μέση, αν ανέβαινε πάνω. Κανένας δεν την ήθελε σπίτι του και κανένας δεν έμπαινε στο δωμάτιό της, εκτός από εκείνους που είχε τύχει να βρίσκονται κοντά της την ώρα της γέννας της. Λέγανε πως και τα ξωτικά την κυνηγούσαν για να της κάνουν κακό.

Την παραφύλαγαν πίσω απ’ τα παράθυρα ή πίσω από τις πόρτες κι αν έβρισκαν τίποτα ανοιχτό, τρύπωναν αθόρυβα μέσα και τότε τα αερικά ή αλλιώς οι καλές κυράδες, έβαζαν όλη την τέχνη τους και την τρέλαιναν όπως και το νεογέννητο. Με τα μάγια που του έκαναν το έπιαναν σπασμοί κι αν δεν πέθαινε γρήγορα, θα γινόταν χαζό για όλη του τη ζωή. Ετσι όλα τα μέλη της οικογένειας τις 40 επικίνδυνες μέρες ήταν υποχρεωμένα να μαζεύονται νωρίς σπίτι και ειδικά οι άντρες πριν από τα μεσάνυχτα για να μην προλάβουν τ’ αερικά να μπουν μέσα.
Τι γινόταν, όμως, αν κανένας είχε ανάγκη να γυρίσει αργά;

Λένε πως αν κρατούσε στην τσέπη του ένα κομμάτι ψωμί ή ένα πρόσφορο, μπορούσε να απομακρύνει κάθε κακό πνεύμα. Ενας ακόμα τρόπος για να κρατηθούν μακριά τα κακά πνεύματα ήταν μόλις η έγκυος γεννούσε, η μαμή ξέροντας πως ήταν πολύ ευαίσθητη, έπαιρνε μουτζούρα κι έκανε σε κάθε πόρτα κι από έναν σταυρό και με αυτό έμεναν όλα τα κακά πνεύματα έξω από το σπίτι και η μαμά με το μωρό μπορούσαν να κοιμηθούν ήσυχοι. Δεν έπρεπε να την επισκεφτούν γυναίκες που είχαν έμμηνο ρύση, γιατί λέγανε πως, αν πήγαιναν κοντά της εκείνη και το μωρό, θα γέμιζαν σπυριά που δύσκολα θα γιατρεύονταν. Φυσικά οι λεχώνες δεν έπρεπε να βλέπουν αρρώστους κι όσοι τις επισκέπτονταν να μην πηγαίνουν με άδεια χέρια, αλλά να τους κρατούν μια μπουκιά ζύμη για φυλακτό ή λίγη ζάχαρη για να τη γλυκάνουν.
Ποτέ δεν άφηναν τα ρούχα του μωρού και τα δικά τους έξω τα βράδια, γιατί θα πήγαιναν τα ξωτικά να τα λερώσουν, έτσι μετά τη δύση του ήλιου μάζευαν κάθε τι που είχαν απλώσει σε παράθυρο, μπαλκόνι ή ταράτσα.
Σε πολλά μέρη της Ελλάδας μόλις η γυναίκα γεννούσε, φώναζαν τον παπά για να της δώσει μια ευχή. Με αυτόν τον τρόπο οι φίλοι και οι συγγενείς μπορούσαν με κάποια ελευθερία να μπαίνουν στο σπίτι της, αφού πρώτα ραντίζονται και οι ίδιοι από το νερό της ευχής που ήταν ένα είδος αγιασμού.

Μια άλλη απαγόρευση που είχε επιβληθεί στη λεχώνα ήταν ότι για 40 ημέρες δεν επιτρεπόταν να κοιταχτεί στον καθρέπτη, γιατί θα την έβρισκε μεγάλο κακό. Ομως γιατί η ματιά της είχε τόσο κακή δύναμη που μπορούσε να γκρεμίσει ακόμα και βουνό;

Αγνωστα τα αίτια που σίγουρα χάθηκαν μαζί με τους ανθρώπους που τα ζούσαν.
Ετσι, λοιπόν, 40 μέρες αποκλεισμένη απ’ τον έξω κόσμο, η νέα μητέρα περνούσε μόνη με το μωρό της τον καιρό της με μοναδική απασχόληση το παιδάκι της. Η λεχώνα συνηθιζόταν να μην σηκώνεται αμέσως από το κρεβάτι, αλλά περίμενε να περάσουν εννιά μέρες κι αυτό για να είναι πάντα νια ´νέα´. Μα και όταν σηκωνόταν δεν περπατούσε οπουδήποτε, πρωτοπατούσε σε ένα σίδερο ή ένα κλειδί για να μείνει πάντα γερή, ´σιδερένια´ και δυνατή. Συνήθως την τρίτη μέρα ερχόταν το γάλα της και όπως είναι γνωστό ότι οι σούπες φέρνουν γάλα της δίνανε να φάει πολλές ψαρόσουπες, όσπρια, κρασί και χυλό με βρασμένους πολλούς ξηρούς καρπούς και σιτάρι. Υπάρχει κι ένα δίστιχο που μαρτυρά αυτή τη συνήθεια:

´Η μάνα θέλει ψάρια και γλυκό κρασί
για να κατεβάζει γάλα να βυζαίνει το παιδί´.

Φυσικά ούτε λόγος για να κόψει το γάλα της, όπως πολλές μαμάδες κάνουν σήμερα, αντίθετα προσπαθούσε να το κρατήσει όσο πιο πολύ γινόταν. Μεγάλη της φροντίδα το γάλα και ένας τρόπος ήταν ότι δεν έδινε ξένη τροφή στο παιδί μέχρι τον 7ο μήνα του. Μη ξέροντας αυτό άλλες τροφές έτρωγε το γάλα σχεδόν έναν χρόνο.
Μια μεγάλη πίστη που υπάρχει σ’ όλη την Ελλάδα απ’ την αρχαία εποχή είναι πως όταν γεννηθεί ένα παιδί πηγαίνουν και το επισκέπτονται οι Μοίρες. Πρέπει να το βρουν περιποιημένο, καθαρό κι αυτές θέλουν να νιώσουν ευπρόσδεκτες μέσα στο σπίτι του. Την τρίτη, λοιπόν, μέρα από τη γέννα η μητέρα μαζί με τη μαμή πλένανε το παιδί για να το βρουν οι Μοίρες καθαρό. Η μαμή παλιά ήταν ένα σημαντικό πρόσωπο που εκτός απ’ τη βοήθεια που έδινε στη γέννα, έδινε και συμβουλές όταν το μωρό αρρώσταινε και όταν το βαφτίζανε εκείνη βοηθούσε τον νονό στο ντύσιμο του παιδιού και σ’ ό,τι άλλο είχε ανάγκη. Για την προσφορά της έπαιρνε ´ειδικά´ χρήματα, τα λεγόμενα ´το ρεγάλο´.

Η τρίτη μέρα από τη γέννηση του ανθρώπου, φαίνεται να είναι πολύ σπουδαία, μια και οι Μοίρες αποφάσιζαν για τη μετέπειτα ζωή του, γι’ αυτό η νέα μητέρα έβαζε όλα της τα χρυσαφικά στο μαξιλαράκι του μωρού και σ’ ένα διπλανό τραπεζάκι ακουμπούσε γλυκά, ποτά, νερό για να τις γλυκαίνει μην τυχόν και καταραστούν το παιδί.
Πώς, όμως, έπλασε η λαϊκή φαντασία τις Μοίρες; Τις φαντάστηκε σαν τρεις γριες μαυροφορεμένες, άσχημες, με μεγάλα δόντια, που περπατούν μαζί και οι τρεις πάντα κουκουλωμένες. Συνήθως μένουν μακριά από τους ανθρώπους πάνω σε κάποιο ψηλό βουνό που κανένας δεν το ξέρει παρά μόνο οι ´μάγισσες´. Ενας στίχος μιλάει για την κατοικία τους και για κάποιον άνθρωπο που ποθεί να τις συναντήσει: ´Θέλω να πάγω στο βουνό τη Μοίρα μου να κράξω´.
Οταν οι τρεις Μοίρες αποφασίσουν να επισκεφτούν το σπίτι μιας λεχώνας συνήθως πάνε βράδυ για να μην είναι κανένας και είναι ντυμένες στα άσπρα για την επίσκεψη. Η μεγαλύτερη κρατάει ψαλίδι. Η άλλη αδράχτι και η μικρότερη ρόκα ή λυχνάρι. Η μία γνέθει, η άλλη τυλίγει την κλωστή, κάθε τυλιξιά είναι και ένας χρόνος ζωής για το νεογέννητο. Οταν τελειώσουν, η μεγαλύτερη κόβει με το ψαλίδι της την κλωστή κι αυτό καθορίζει πότε θα πεθάνει ή αν κρατάει η μικρότερη λυχνάρι, η δεύτερη βάζει το φιτίλι και η μεγαλύτερη το λάδι. Από την ποσότητα που θα βάλει στο λυχνάρι το παιδί θα μεγαλώσει ή θα πεθάνει.
Λένε ακόμα πως αν το νεογέννητο έχει κανένα σημάδι στη μύτη του, είναι η Μοίρα του, που όταν το συνάντησε είχε μεταμορφωθεί σε μύγα.
Κι εδώ τελειώνουν οι συνήθειες που γίνονταν και που πίστευαν οι άνθρωποι παλιά για τη λεχώνα και το μωρό. Καθόλου εύκολη περίοδος στη ζωή της, πρέπει να πούμε.

Γράφει η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΩΝ. ΚΑΤΣΙΦΑΡΑΚΗ

haniotika-nea





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.