Το Σάββατο λοιπόν του Λαζάρου, ομάδες παιδιών ξεκινούσαν από το πρωί κρατώντας εικονίσματα λουλουδοστολισμένα (συνήθως της ανάστασης του Λαζάρου) και ένα καλαθάκι ή πανιεράκι στα χέρια και έλεγαν από πόρτα σε πόρτα τα κάλαντα του Λαζάρου. Πολλές φορές κάποιες ομάδες έφταναν και σε γειτονικά χωριά προκειμένου το κέρδος να είναι περισσότερο. Το φιλοδώρημα ήταν κυρίως φρέσκα αυγά και λιγότερο χρήματα ή λάδι.
Σήμερον έρχεται ο Χριστός,
ο επουράνιος Θεός
Εν τη πόλει Βηθανία,
Μάρθα κλαίει και Μαρία
Λάζαρο τον αδερφό τους,
τον γλυκύ και γκαρδιακό τους,
Τον μοιρολογούν και λέγουν,
τον μοιρολογούν και κλαίγουν.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την Τετάρτη
κίνησε ο Χριστός για να ‘ρθει
Και εβγήκε η Μαρία
έξω από τη Βηθανία
Και εμπρός του γονυ κλει
και τους πόδας του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου
δε θα πέθαιν’ ο αδερφός μου,
πλην και τώρα εγώ πιστεύω
και καλότατα ηξεύρω
ότι δύνασαι αν θελήσεις
και νεκρούς να αναστήσεις.
Λέει: Πίστευε Μαρία,
άγωμεν εις τα μνημεία .
Τότε ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει:
-Άδη, τάρταρε και χάρο,
Λάζαρο θε να σου πάρω.
Δεύρο έξω Λάζαρέ μου,
φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθύς από τον Άδη,
ως εξαίσιο σημάδι
Λάζαρος απενεκρώθη,
ανεστήθη και σηκώθη.
Ζωντανός σαβανωμένος
και με το κερί ζωσμένος.
Τότε Μάρθα και Μαρία,
τότε όλη η Βηθανία
Μαθητές και Αποστόλοι
εκεί ευρεθήκαν όλοι.
Δόξα τω Θεώ φωνάζουν
και το Λάζαρο εξετάζουν
-Πες μας Λάζαρε τι είδες
εις τον Άδη απού πήγες.
-Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου νερό λιγάκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδιάς μου, των χειλέων
και μη με ρωτάτε πλέον.
( Τα τραγούδησε έτσι όπως τα θυμόταν ο 85χρονος
Ιωάννης Γ. Φραγκάκης από το Ξενιάκο Ηρακλείου Κρήτης)