Μεγάλη Πέμπτη απόψε. Είχε αγρυπνιά. Τα Δώδεκα Ευαγγέλια και η Σταύρωση.

ΡΗΝΗ

Μεγάλη Πέμπτη απόψε. Είχε ‘’αγρυπνιά’’. Τα Δώδεκα Ευαγγέλια και η Σταύρωση. Μέσα στην εκκλησιά λίγο το φως απ’ τα κεριά και τα καντήλια. Ήταν γεμάτη κόσμο μέχρι έξω τον χωματένιο αυλόγυρο. Ψάλανε οι ψαλτάδες, οι γυναίκες κάνανε βαθιές μετάνοιες, ο καντηλανάφτης με σεμνότητα βαστούσε στο ζερβό του χέρι μια λαμπάδα από σκούρο κερί κι άνοιγε δρόμο για να περάσει ο παπά Χρήστος με τ’ ασημένιο θυμιατό π’ ανέμιζε πάνω κάτω , σκορπίζοντας καπνούς από θυμίαμα ευωδιαστό και ρίγη συγκίνησης. Όταν τελείωσε το πέμπτο Ευαγγέλιο, δυο άντρες χεροδύναμοι, ο Στελής του Κοχράκη κι ο Αντώνης του Μιχελή, κύλησαν μια πέτρα μεγάλη απ’ το ιερό και την έφεραν στη μέση του ναού. Πίσω ο παπά Χρήστος έφερε στον ώμο τον Εσταυρωμένο Χριστό. Κάρφωσαν τον σταυρό στη σχισμή της πέτρας και τον στερέωσαν με σφήνες. Τότε κατέβηκε ο πρωτοψάλτης του Σωτήρα ο Ντελονικολής με το βιβλίο των ψαλμών στο χέρι και στάθηκε μπροστά στον σταυρό. Ψηλός, ευθυτενής, με το μουστάκι το τσιγκελωτό που ‘ χε αρχίσει δειλά- δειλά ν’ ασπρίζει σαν και τα μηνίγγια του, με το κροσσωτό κεφαλομάντηλο ριγμένο στους ώμους του έμοιαζε μ’ αυτοκράτορα. Υποκλίθηκε ευλαβικά κι άρχισε με φωνή αγγελική, βυζαντινή να ψάλλει .

‘’Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας(τρις).
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται ο των Αγγέλων βασιλεύς.
Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις.
Ράπισμα καταδέξατο ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ.
Ήλοις προσηλώθη ο Νυμφίος της Εκκλησίας.
Λόγχη εκεντήθη ο υιός της Παρθένου.
Προσκυνούμεν σου τα πάθη Χριστέ (τρις)
Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.’’

Έψαλλε με τέτοια δύναμη ψυχής, με τέτοιο παλμό, με τα μάτια κλειστά συνεπαρμένος απ’ την γοητεία, από τον οίστρο της ίδιας της μελωδίας που οι πέτρες ραγίζανε , τα μεσοδόκια τρίζανε, φουντώνανε οι ψυχές των χωριανών, χτυπώντας τρελά, ακανόνιστα, ποθώντας να σπάσουν την αμπάρα του στήθους. Αναπαμό βρίσκανε μοναχά σε πλήθος δάκρυα. Ούτε ένας μέσα στην εκκλησιά δεν απόμεινε αδάκρυτος. Ούτ’ ένας δεν απόμεινε να μη ριγήσει σύγκορμος, μπροστά στην κορύφωση του θειου δράματος. Όλοι μας , βλέπεις, κουβαλούσαμε ένα Χριστό μέσα μας. Καθείς σταύρωνε, αποκαθήλωνε κι ανάσταινε κάθε φορά τον δικό του Εσταυρωμένο. Ο Ντελονικολής όταν τέλειωσε το αντίφωνο της Σταύρωσης, γονάτισε τρείς φορές. Μετά έσκυψε και προσκύνησε τα άχραντα πόδια του Ιησού, στο σημείο που είχαν καρφώσει τα καρφιά, τα βουτηγμένα σε αίμα άλικο, ζωγραφισμένο με πινέλο τρεμάμενο κι αποχώρησε. Ήρθαν οι κοπελιές κατόπιν και με κορδόνια από λεμονανθούς, στεφάνια μ’ αγριολούλουδα, ζουμπούλια, μενεξέδες και ρόδα στεφάνωσαν τον ματωμένο γλυκύ Ναζωραίο. Σε λίγο τέλειωσαν τα δώδεκα Ευαγγέλια. Όλο το εκκλησίασμα μ’ άφατη συγκίνηση στάθηκε στη σειρά για να προσκυνήσει τον Εσταυρωμένο.

Βγήκαμε από την εκκλησιά μ’ ανάκατα συναισθήματα. Κανείς μας, ούτε καν τα παιδιά δεν μιλούσαν. Μια γλύκα και μια πίκρα ανάμεικτη μας ανακάτωνε τα σωθικά.
————————————————————————————————-
Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη
Απόσπασμα από το βιβλίο ”Στο δρόμο με τις πικροδάφνες”
2007, Εμπειρία Εκδοτική

13063171_224763667899646_6078391741304497748_o





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.