Κλαθμός του Μεγάλου Κάστρου

Κλαθμός του Μεγάλου Κάστρου

 

“Οι άγγελοι ας με θλιβού· απόστολοι, προφήται,

που τώρα τσ’ εκκλησίες μου ν’ αδειάζουνε, θωρείτε·

αρχιερείς και μάρτυρες, όσιοι και δικαίοι,

και πρίκα ογιά λόγου σας τα σωθικά μου καίει.

Σύβασες γίνουνται σ’ εμέ κι αγάπες θε να κάμου,

μα τάχα ν’ απομείνουσι στη χώρα τα παιδιά μου;

Ωφού, πως δεν μπορεί δεντρό πρικοφαρμακωμένο

παρά να δίδει τον καρπό πικρό και βρωμεσμένο,

πως θα με παραδώσουνε, γιατί λαό δεν έχω

και τα τειχιά μου ερίξανε κ’ ίντα καλό απαντέχω;

Ωφού, κι απού ‘ τον αφορμή σε τούτη μου τη μάχη

κ’ εχάθη τόσος άνθρωπος, στα ίδια μου να λάχει!

Και που ‘ναι τόσοι Χριστιανοί; Στο χώμα μέσα λυούνε!

Κ’ οι άρχοντες της Βενετιάς που’ ν’, οι Ρωμαίοι που’ ναι;

Τώρα που θα με δώσουνε θαμπώνεται το φως μου,

οπού ‘τον χρόνοι και καιροί παίνεμα το δικό μου.

Ωφου, δε δύνομαι να βρω τρόπο, για να μπορέσω

στον πόνο τον αμέτρητον οπόχω να φελέσω.

Γιάντα, Φραντσέζε, με χαρά ήλθες κι αρνήθηκές με

με δίχως φόβο, κι έφυγες, κ’ ετουρκοσκλάβωσές με;

Τάχατες εις το Χάνδακα ήλθες να ξεφαντώσεις;

Τάχατες δε το κάτεχες πως θέλεις να μαλώσεις;

Δεν ήσυρνες πολλότατους άνδρες και παλληκάρια

οπού ‘χανε τη δύναμη κ’ εδείχναν σα λιοντάρια;

Κ’ εκείνοι ήτον αφορμή κ’ εθέλανε ξεγνοιάσει

οι φρόνιμοι της Βενετιάς, λέγοντας δεν αλλάσσει

των βασιλιάδων η βουλή, μα σ’ ό,τι κι α βαλθούνε

θέλουνε να το κάμουνε, πλήσα να παινεθούνε.

Μ’ αν τούτος οπού μου ‘στειλε, ήθελε να μισέψει,

ας είχε πάγει μοναχός κι όχι να ‘χει αδικέψει,

κι επήρε τους σολντάδους μου οπού ‘χα μετά μένα·

τούτες τες μέρες θρήνομαι τα μόχου καμωμένα.

Καμπόσοι εδείξανε ανδρειά και καβαλιεροσύνη,

καλά κι αν αποθάνασι, έχουν τιμήν εκείνοι.

Κι αφέντης οπού διάβηκε, όλοι τον επαινέσα,

γιατ’ ήκαμε πολλή τμή εις το φουσάτο μέσα.

Κ’ οι άλλοι όλοι εφύγανε οπού ‘ρθαν να μαλώσου

κ’ ελέγασιπ ως είν’ καιρός του Τούρκο να με δώσου·

ετούτο όλοι εθέλανε και τούτο εμιλούσα

και τον καιρό οπού κάμανε πάντα το καρτερούσα,

οπού ‘ρθε σε βοήθεια μου και το λαό μου επήρε·

Ευρώπη, δάρσου σήμερο και τα μαλλιά σου σύρε!

Εσίμωσε το τέλος μου, ώφου, για να σε δώσου,

να λάβουνε ξεκούραση, κ’ εμένα να σκλαβώσου.

Σήμερον απού το Θεό είναι αποφασισμένο,

και τ’ όνομά του προσκυνώ κι ας είναι δοξασμένο”.

Οταν αρχίσανε να μισεύγουσι και κλαθμός

Απείτις απογράψανε τες σύβασες και σάζου,

μέρες οκτώ των έδωκε, για να μπορού ν’ αδειάζου·

και εν τω άμα τουφεκιές, λουμπάρδες κατατούνε

και βροντισμό και συρισμό όλοι τως δε γροικούνε.

Οξω και μέσα γίνηκε τότες μια ομονοία

κ’ οι Τούρκοι, Φράγκοι και Ρωμιοί δεν είχανε μανία.

Οι Τούρκοι των ελέγανε, όποιος θε ν’ απομείνει·

αμέ δεν εγραφτήκανε κι ουδένα δεν αφήνει

ο γενεράλες, κ’ ήλεγε όλοι γοργό να βγούσι,

τα πράματα να κουβαλού, να πα μπαρκαριστούσι,

στη Ντία να τους παίρνουσι, κ’ εκεί να καρτερούσι

τ’ αρσίλια να ‘ρδινιάσουσι κι όλοι εκεί να μπούσι.

Τα σπίτια τωνε τ’ μορφα αρχίσανε ν’ αδειάζου,

και τες γυναίκες έβλεπες ετότες να χουγιάζου,

πως έχου να περάσουνε, το τι θε να γενούσι,

κ’ εθέλαν όλοι οι Ρωμιοί στη χώρα να σταθούσι·

μα οι πρώτοι δεν τσ’ αφήνανε, μα πηαίνα και τους βγάνα

κ’ είχανε βάρκες σ’ ορδινιά και μέσα τους εβάνα.

Κ’ εκοίταζες οληνυκτίς τες βάρκες να φορτώνου,

γυνάικες, άνδρες, πράματα στη Ντία να τα σώνου.

Εις το νησί να βγαίνουσι κ’ οι βάρκες να γυρίζου

εις το μαντράκι ν’ ρχουνται, να τους ξαναγεμίζου·

τα πράματα να χάνουνται κ’ ενούς τ’ άλλού να παίρνει,

στες ρούγες να τ’ αφήνουσι, λύπηση πλιά να φέρνει·

κι αντίς για δάκρυα, αίματα ετύχαινε να τρέχου,

και που θε να τους πάσινε, όλοι να μην κατέχου.

(ΧΑΝΔΑΚΑΣ)

“Τόσους οπού θανάτωσαν, όλπιζαν να γλυτώσου

κ’ εις τη φτωχή τη χώρα μου ελευτεριά να δώσου

κ’ εκεί απ’ ανίμεναν χαρά, βάσανα τους ευρήκα,

και να μετρήσει τις μπορεί την αμέτρή μου πρίκα!

Ωφού, χαρά που θα γενεί, Τούρκοι, πολλά χαρήτε,

γιατί αγάπη γίνεται και πλιο δε θα χαθήτε.

Ωφού, πως θα με πάρουνε δεν αναυχαριστούμαι,

γιατί γροικώ σ’ όλη τη γην απάνω και παινούμαι·

γα μένα αγάπη θα γενεί να βρίσκεται και να ‘ναι,

αγάδες αναλύπητοι, κ’ εσύ βιζίρη πλάνε·

μα έρχισαν κ’ οι Χριστιανοί να φεύγου να μ’ αφήσου,

κ’ οι Τούρκοι μόνο μετά με έχου να κατοικήσου.

Οχι, ποτέ μηδέ γενεί, όχι μη μ’ αρνηθήτε,

κι ως τώρα με πολλές τιμές όλοι σας με κρατείτε.

Ωφού, νεκρή δε βρίσκομαι, ούτε κι αποθαμένη,

και μόνια μη μ’ αφήσετε την πολυαγαπημένη,

την Κρήτη σας τη θαυμαστή, το θαύμασμα του κόσμου,

οπού ‘στε μετά λόγου μου κ’ ήτονε στολισμός μου.

Μα ποιο θεριό αλύπητο κι αμέρωτο λιοντάρι,

στη σκλάβωσι που καρτερώ, λύπηση να μην πάρει

σε τούτη την αμέτρητη πληγή την εδική μου

κι εις το κακό τ’ αγιάτρευτο οπού ‘ρθε στο κορμί μου;

Κλαίτε με, φίλοι και δικοί, κλαίτε με την καημένη,

κλαίτε με, ολ’ οι Χριστιανοί, την παραπονεμένη!

Γης και φωτιά και το νερό, συγκλάψετέ με ομάδι

και, ουρανέ, την όψη σου σκέπασε με μαγνάδι·

και τ’ αστραποβροντίσματα το νέφαλο ας παίξει

να σκοτιστεί ο ήλιος, σ’ εμένα να μη φέξει!

Κλαίτε με, βρύσες, ποταμοί, λίμνες και ορυάκια κι όλα,

όρη και κάμποι και βουνά, ρόδα και πάσα βιόλα!

Με δάκρυα κλαίτε σήμερο, λουλούδια μυρισμένα

και κάμποι ανθοστόλιστοι και δέντρη μου ανθισμένα!

Κλαίτε με, τ’ άστρα τ’ ουρανού, τα νέφη, το φεγγάρι,

ολ’ οι πλανήτες, κ’ η Πιλιά πρίκα για μένα ας πάρει!

Ηλιε, το φως σου σήμερο σε σκότος ας αγυρίσει,

ογιά σημάδι, να σε δου σ’ Ανατολή κ’ εις Δύση,

για να γνωρίσουν πως εγώ ευρίσκομαι στο τέλος,

να κλάψουν όσοι με’ δασι, με της καρδιάς το μέλος.

Μηδέ γενούσι πωρικά· βότανα, ξεραθήτε

στα τόσα πλήσα βάσανα οπού σ’ εμέ θωρείτε,

το πως μ’ εδώκα των Τουρκώ, το πώς μ’ επαραδώσα

στα χέρια των Αγαρηνώ και το σταυρόν ελειώσα!

Ας κλαίγει και το πέλαγος, τα ψάρια ας χωστούσι,

κι ό,τι κι αν έχει μέσα του για λόγου μου ας θλιβούσι.

Τα κτήνη κι όλα τα’ ρπετά ας κλάψουν ογιά μένα,

όσα στην Κρήτη κατοικούν τα πολυπρικαμένα.

Ας κλάψουνε και τα πουλιά, πέρδικες και τρυγόνια,

τ’ αηδόνια κι όσα κιλαδούν κι όλα τα χελιδόνια.

Φωτιές κι αέρας και νερό κ’ η γης η πλουμισμένη,

ο ουρανός, τα κτίσματα, κι ανθρώποι πλουτισμένοι,

στην πρίκα μου τη σημερνή, ογιά να τηνέ δούσι,

την πλήσα και την άδικη, για να με λυπηθούσι.

Που ‘στε τεχνίτες θαυμαστοί, που ΄σαι, μαρκέζε Βίλα,

πού θα χαθούν οι τέχνες σας που ‘κάνετε με ξύλα;”.

(Από τον “Κρητικό Πόλεμο”

του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή,

σε επιμέλεια του Στυλιανού Αλεξίου

και Μάρθας Αποσκίτη).





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.