Το τραγούδι του Δασκαλογιάννη (1786)

Το τραγούδι του Δασκαλογιάννη (1786)

Η λαϊκή μούσα εξύμνησε τον γενναίο οπλαρχηγό που πολέμησε εναντίον των Τούρκων θυσιάζοντας και τη ζωή του

ΕΝΑ από τα συγκλονιστικότερα επεισόδια της νεότερης ιστορίας της Κρήτης αποτελεί ασφαλώς η άτυχη επανάσταση του Δασκαλογιάννη στα Σφακιά (1770) και το τραγικό τέλος.
Για την πρώτη αυτή Κρητική επανάσταση εναντίον των Τούρκων, που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου Ρωσο-τουρκικού Πολέμου(1768-1774), έχουν γραφτεί κατά καιρούς πολλά. Η αληθινή όμως ιστορία της, με τη βοήθεια όλων των πηγών (ελληνικών και ξένων), δεν γράφτηκε ακόμη.
Η πλουσιότερη ελληνική πηγή γι’ αυτήν είναι το περίφημο Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, που εκτείνεται σε 1.034 δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους.

Το ποίημα αυτό οφείλεται σ’ έναν προικισμένο λαϊκό στιχουργό (ριμαδόρο) των Σφακιών τον άγνωστο απ’ αλλού τυροκόμο μπάρμπα-Παντζελιό, μάρτυρα και άμεσο γνώστη των γεγονότων, που υπαγόρευσε τους στίχους του τραγουδιστά, μόλις τους συνέθετε, στο σύντροφό του βοσκό, που τους κατέγραψε στο χαρτί, τον Αναγνώση, γιο του παπά-Σήφη του Σκορδίλη , όπως αυτός μας λέει στο τέλος, προσθέτοντας μάλιστα και την ακριβή χρονολογία της καταγραφής (1786). Ο Πανζελιός , δημιουργώντας το λαϊκότροπο αυτό τραγούδι, που θα το έλεγες δημοτικό, γιατί είναι τόσο κοντά στη γνήσια δημοτική μας παράδοση, θέλησε έτσι να διασώσει από τη λήθη τα συνταρακτικά αυτά γεγονότα που έζησε, αλλά και να εκφράσει το βαθύ του πόνο για την αποτυχία και το μαρτυρικό θάνατο του ήρωα Δασκαλογιάννη και για τη φρικτή ερήμωση των Σφακιών. Η αφήγησή του, που διαπνέεται από γνήσια συγκίνηση και βαθιά πατριωτική έξαρση, παράλληλα με την ιστορική, έχει και λογοτεχνική αξία, όπως θα φανεί από την ανάλυση και τα αποσπάσματα που ακολουθούν. Το στιχούργημα του Παντζελιού μπορεί να υποδιαιρεθεί σε έξι διαδοχικά επεισόδια.

Τα επεισόδια αυτά θα τα παρουσιάσουμε περιληπτικά εδώ, παραθέτοντας από τον καθένα και μερικούς χαρακτηριστικούς στίχους του τραγουδιού. Καθώς θα δούμε το αφήγημα του Παντζελιού αποτελεί πλούσια και αυθεντική ιστορική πηγή, από τη μεριά (όσο και αν εδώ και εκεί μπορεί να έχει μερικές ασάφειες ή παραδρομές), και αξιόλογο λογοτεχνικό μνημείο από την άλλη.

Α΄. Η προετοιμασία της εξέγερσης
Το στιχούργημα αρχίζει με την επίκληση του ποιητή στο Θεό, να τον βοηθήσει στην αφήγησή του:
Είχε επίσης μυστικές συνεννοήσεις με τον Μπέη της Βλαχίας και τον Μπέη της Μάνης για κοινή εξέγερση κατά των Τούρκων με την ευκαιρία του Ρωσο-τουρκικού πολέμου. Ο Πρωτόπαπας όμως των Σφακιών ήταν επιφυλακτικός και του επισήμαινε τους κινδύνους του εγχειρήματος. Αλλά ο Δασκαλογιάννης ήταν αισιόδοξος:
Είχε λάβει γράμματα και από τη Ρωσία, που τον ειδοποιούσαν να είναι έτοιμος, μόλις κατεβεί (στη Μεσόγειο) ο ρωσικός στόλος, να εξαπολύσει τα παλικάρια των Σφακιών εναντίον των Τούρκων. Παρ’ όλα αυτά, ο Πρωτόπαπας διατηρούσε τους ενδοιασμούς του:
Σε λίγο, ο Δασκαλογιάννης έλαβε νέα γράμματα για τον ερχομό του ρωσικού στόλου, που περιπλέει τώρα το Μοριά και τα νησιά. Και τότε, προσκαλεί, με γράμματα, σε γενική συνέλευση όλους τους γέροντες και τους «μεγαλουσάνους» των Σφακιών και τους ανακοινώνει τα νέα. Στη συνέλευση, ο Πρωτόπαπας διατύπωσε και πάλι τους φόβους του για την εισβολή των Τούρκων. Ο Δασκαλογιάννης όμως, απτόητος, έδειξε τα γράμματα που έλαβε και ζήτησε τη γνώμη της συνέλευσης. Όλοι συμφώνησαν για την εξέγερση, κάτω από την ηγεσία του Δασκαλογιάννη. Αυτός τους διέταξε τότε να ετοιμαστούν, να συγκεντρωθούν και ν’ αρχίσουν τον πόλεμο. Και έστειλε γράμμα στον Σουλτάνο ν’ αποσύρει τα στρατεύματά του από τα Κάστρα, αλλιώς θ’ αρχίσει η σύγκρουση.

Β΄. Η εκστρατεία των Τούρκων
Μόλις πληροφορήθηκε τα γεγονότα αυτά ο Πασάς της Κρήτης, γράφει στο Σουλτάνο και του ζητάει οδηγίες πώς να αντιμετωπίσει την εξέγερση των χριστιανών. Ο Σουλτάνος του απαντά να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις των και, αν δεν ησυχάσουν, να εκστρατεύει εναντίον των και να κάψει τα χωριά των.
Ένα πρωινό του Απρίλη (του 1770), οι Σφακιανοί στήνουν το επαναστατικό αρχηγείο τους ψηλά στην Κράπη και την ίδια μέρα εισβάλουν στα «κάτω μέρη» (τα πεδινά) της Κρήτης, λεηλατούν τα χωριά και αποκλείουν τους Τούρκους στα Κάστρα.
Στην Κωνσταντινούπολη, όταν έφτασε το γράμμα του Δασκαλογιάννη στο Σουλτάνο, αυτός κυριεύθηκε από φοβερό θυμό και διέταξε να σταλεί αμέσως στόλος και στρατός στην Κρήτη, για να κάψουν τα Σφακιά. Διέταξε επίσης να του φέρουν δεμένους ζωντανούς «ούλους τσι πρώτους τω Σφακιώ» και πρώτο απ’ όλους το Δασκαλογιάννη. Τα τουρκικά πλοία έφτασαν έξω από το Λουτρό και τη Χώρα των Σφακιών. Οι Σφακιανοί οχυρώνονται σε στρατηγικές θέσεις, ενώ τα γυναικόπαιδα καταφεύγουν στα βουνά και στα φαράγγια. Ο Σουλτάνος μηνά και στον πασά του Μεγάλου Κάστρου να έλθει κι αυτός με όλο του το στρατό. Όλα τα τουρκικά στρατεύματα της Κρήτης συγκεντρώνονται στου Μπαμπαλή το Χάνι και έπειτα στις Καλύβες και στις Βρύσες(του Αποκόρωνα)για την αντεπίθεση. Τόποι των πρώτων πολύνεκρων συγκρούσεων είναι το Σελλί της Κράπης και το βουνό Δέσκος. Η αριθμητική υπεροχή των εισβολέων είναι τόση, που καμιά δύναμη δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει:

Η πρόσκληση του Πασά
Καίνε και τα μοναστήρια και φτάνουν ως την Ανώπολη, το χωριό του Δασκαλογιάννη. Αυτός, αντικρίζοντας τη διάλυση και την καταστροφή, επιχειρεί να ανασυντάξει τους Σφακιανούς και τους καλεί να συγκεντρωθούν όλοι στα Κρούσια.
Τους ανακοινώνει ότι αποφάσισε να δεχτεί την πρόσκληση του Πασά και να πάει μόνος του, να συνθηκολογήσει για να περισώσει ότι μένει. Όλοι όμως τον αποτρέπουν: Αν υποταχθούν, θα τα χάσουν όλα. Σε κανένα δεν υποτάχθηκαν ποτέ, του λέει ο Μπουνατογιάννης, και προσθέτει:
Εγώ Πασά δεν προσκυνώ, Σουλτάνο
δεν γνωρίζω
και στσι μαδάρες τω Σφακιώ θα
πάω να γυρίζω.
Το ίδιο και άλλοι αρκετοί (Μανούσακας, Πατερογιώργης, Πρωτόπαπας). Αλλά και γράμματα από τη Μάνη που έφτασαν στο Δασκαλογιάννη τον αποτρέπουν να πάει στον Πασά. Τότε αυτός υποχωρεί, ανασυντάσσεται και συγκαλεί νέα σύναξη στα Κρούσια, που συγκεντρώνει δυο χιλιάδες πολεμιστές. Γράφει στον Πασά πως δεν παραδίνονται, προκαλώντας τον σε συνέχιση του πολέμου. Έτσι η σύρραξη συνεχίζεται και στις υπόλοιπες περιοχές των Σφακιών, πολυήμερη και φονική: στην Αράδενα, στα Λιβανιανά, στο Φάραγγα. Οι Σφακιανοί τελικά κάμπτονται και υποχωρούν παντού, ενώ οι Τούρκοι γλεντοκοπούν στην Ανώπολη. Προχωρούν έπειτα στην Αγιά Ρούμελη και στα παράλια αιχμαλωτίζοντας και γυναικόπαιδα. Οι Πασάδες κατασκηνώνουν στο Φραγκοκάστελλο. Οι Σφακιανοί τους παρενοχλούν και τους στήνουν ενέδρες, που καταλήγουν συχνά σε μονομαχίες:
Ο Δασκαλογιάννης οδηγείται δέσμιος με τους συντρόφους του στον Πασά του Μεγάλου Κάστρου, που τον υποδέχεται χλευαστικά:
Απ’ εδώ και πέρα όμως ό,τι γράφει ο Παντζελιός για το Δασκαλογιάννη δεν προέρχεται από άμεση γνώση, αλλά από έμμεσες πληροφορίες ή από την ποιητική φαντασία του. Επειδή όμως εξιστορούν το δραματικό τέλος του Σφακιανού ήρωα και εθνομάρτυρα, τα λόγια του διέπονται από μιαν ασυνήθιστη συγκίνηση και δραματική ένταση και αξίζει να παρατεθούν.
Ο πασάς λοιπόν, αφού προσφέρει σε όλους γεύμα και καφέ στο Δασκαλογιάννη, τον ρωτά τι παράπονα είχαν οι Σφακιανοί, για να εξεγερθούν, αφού δεν πλήρωναν ούτε φόρους και γιατί να προκαλέσουν την ανθρωποσφαγή αυτή. Η απάντηση του Δασκαλογιάννη είναι οργίλη και θαρραλέα: Οι Τούρκοι από τότε που υποδούλωσαν την Κρήτη, την κατατυραννούν και πίνουν το αίμα του λαού, ιδίως των άλλων επαρχιών της Κρήτης. Για χάρη τους εξεγέρθηκε:
Γιατί, κι αν είμαι Σφακιανός, παιδί
της Κρήτης είμαι
και να θωρώ τσι Κρητικούς στα
βάσανα πονεί με.
Ο Πασάς του ζητεί να μαρτυρήσει τους φίλους που είχε έξω από την Κρήτη, αλλά μάταια. Ο Δασκαλογιάννης παίρνει την ευθύνη για όλα. Ένα πράγμα μόνο ζητεί:
Ο Πασάς του απαντά σκληρά ν’ αφήσει τις παραγγελίες και τον προειδοποιεί ότι θα τον φάει το κύμα. Ο Δασκαλογιάννης δηλώνει ότι δεν τρέφει αυταπάτες. Δεν λυπάται για τον θάνατό του, αλλά για τους Χριστιανούς και τα Σφακιά, τις ορφανές και τις σκλαβωμένες οικογένειες. Ο Πασάς, σε νέα έξαψη οργής, διατάσσει να τον θανατώσουν γδαρτό. Η διαταγή εκτελείται αμέσως και το πτώμα ρίχνεται στη θάλασσα:

Δ΄. Ο γυρισμός των συνοδών του Δασκαλογιάννη στα Σφακιά
Οι ταλαιπωρίες των Σφακιανών που συντρόφευσαν το Δασκαλογιάννη στο Κάστρο ήταν μεγάλες και ο Παντζέλιός φαίνεται ότι της πληροφορήθηκε από τους ίδιους μετά το γυρισμό τους. Ο Πασάς τους έκλεισε στη φυλακή σιδηροδέσμιους για εφτά χρόνια, να υπομένουν ξυλοδαρμούς και νυχτερινές αγγαρείες. Μετά τρία χρόνια όμως, διέρρηξαν τη φυλακή και δραπέτευσαν. Κρύφτηκαν στα δάση πέντε μέρες, έπειτα καταφεύγουν στη Γέργερη, στο σπίτι του Βαγιανού, που τους περιθάλπει, τους εφοδιάζει με τρόφιμα και υποδήματα και τους οδηγεί και τους κρύβει για 14 μέρες σε απόμερη κρύπτη, «την τρύπα του Κουρμούλη». Απ’ εκεί έστειλαν μήνυμα στους Σφακιανούς, που ήλθαν και τους περιμάζεψαν (τους λίγους που είχαν απομείνει από τους 70).

Ε΄. Η θλιβερή ερήμωση των Σφακιών
Ποια κατάσταση όμως βρήκαν γυρίζοντας στα Σφακιά; Ο Παντζελιός, σε πλημμυρισμένους από συγκίνηση λυρικούς στίχους, αντάξιους αληθινού ποιητή, μας περιγράφει την κατάσταση αυτή της γενικής ένδειας, της ερήμωσης και του αφανισμού, αντιπαραβάλλοντας την, για να τη δείξει ακόμη πιο τραγική, με την προηγούμενη κατάσταση του πλούτου, της ευμάρειας, των χαρούμενων διασκεδάσεων και συναναστροφών. Τα στενά όρια του χώρου δεν μας επιτρέπουν δυστυχώς να παραθέσουμε όλους τους ωραίους αυτούς στίχους του Παντζελιού (που κάποτε σου θυμίζουν ομηρικές εικόνες),αλλά μια μικρή επιλογή τους.

ΣΤ΄. Ο επίλογος
Ο Παντζελιός επιθυμεί να τερματίσει το ποίημά του με κάποιο διδακτικό συμπέρασμα. Διατυπώνει λοιπόν τη σκέψη ότι οι Σφακιανοί ευημερούσαν και δεν τους ήταν απαραίτητο να κηρύξουν ανταρσία. Καλά το σκέφτηκαν βέβαια «να πάρουσι τσι χώρες». Σ’ αυτό απέτυχαν, δεν είναι φυσικά εντροπή των, αλλά:
Στο βάθος λοιπόν ο λαϊκός στιχουργός αυτός πιστεύει ότι η αποτυχία της πρώτης αυτής Κρητικής Εξέγερσης κατά των Τούρκων(που θα έχει, μετά έναν αιώνα, ως αντάξια συνέχεια το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου) δεν οφείλεται στην εγκατάλειψη των Σφακιανών από τους Ρώσους, αλλά σε υπερεκτίμηση των δικών τους δυνατοτήτων, σφάλμα που το πλήρωσαν τόσο ακριβά.
Ανεξάρτητα όμως από την ορθότητα ή όχι των εκτιμήσεων αυτών του απαίδευτου, αλλά εμπνευσμένου ριμαδόρου, το στιχούργημά του δικαιούται να χαρακτηριστεί ως το ωραιότερο ελληνικό ιστορικό τραγούδι. Και, επειδή οι ως τώρα εκδόσεις του δεν είναι ικανοποιητικές, ας ελπίσουμε πως μια σοβαρή φιλολογική κριτική του έκδοση θα δει σύντομα το φως.

 

Εγώ, Αναγνώστης του παπά του Σήφη του Σκορδύλη,
αυτά που σας δηγήθηκα με γράμμα και κοντύλι
αρχίνηξα και τά ‘γραφα λιγάκια κάθε μέρα
κι εις την Παπούρα κάθουμου στου Γκίβερτ’ από πέρα.
Εις την Παπούρα κάθουμου, γιατ’ ήμου γκαλονόμος,
και με το μπάρμπα Μπατζελιό, απού ‘τον τυροκόμος,
κι εγώ εκράθιουν το χαρτί κι εκράθιουν και την πέννα
κι εκείνος μου δηγάτονε και τά ‘γραφα ένα ένα.
Εκείνος μου δηγάτονε το Δάσκαλο το Γιάννη,
τ’ αμάθια ντου δακρύζουσι σαν τον αναθιβάνει,
η γι-ομιλιά ντου κόβγετο, συλλογιασμοί τον πιάνου
και μαύρους αναστεναμούς τα σωθικά ντου βγάνου!
[…] Μ’ αν είν’ τα γράμματα σφαλτά, τα λόγια δίχως χάρη
(σαν τυροκόμου μάθηση, σαν πέννα μητατάρη),
αν είν’ τα γράμματα σφαλτά, τα λόγια μπερδεμένα,
συμπάθι’ όσοι τ’ ακούσετε, δεν ήτον από μένα.
Σαν αιγιδάρης ο φτωχός ‘πό κάτ’ απού τον πρίνο
τά ‘γραψα ως εκάτεχα, τω γνωστικώ τ’ αφήνω […].

 

 

 

 

Mπληροφορίες από τοkritikoi.gr





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.