Ο θάνατος στα Ανώγεια τραγουδιέται

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ
Η καντάδα στα Ανώγεια ακόμα και σήμερα αποτελεί την ανώτερη πράξη διεκδίκησης της αγαπημένης. Και θέλει ηρωισμό η πράξη αυτή, γιατί το τραγούδι μπορεί να σε αποθεώσει μπορεί όμως και να σε εκθέσει ανεπανόρθωτα! Στη ζωή οι άντρες τραγουδούν και οι γυναίκες ακούν και ονειρεύονται. Στο θάνατο οι γυναίκες έχουν την ευκαιρία τους να ανταποδώσουν τον ηρωισμό και την ομορφιά της καντάδας που τις έκανε να ονειρευτούν και το κάνουν με συγκλονιστικό τρόπο μοιρολογώντας. Στο θάνατο οι γυναίκες μοιρολογούν και οι άντρες κλαίνε. Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 ο Λουδοβίκος κατέγραφε τα μοιρολόγια των Ανωγειανών γυναικών ως ένα υλικό μοναδικής ποιητικής τέχνης και μιας μάλλον αρχαίας παράδοσης νεκρικών λόγων αποχαιρετισμού. Με μαντολίνο συνήθιζε να συνοδεύει τα βαθιά αυτά λόγια αγάπης σε μικρές παρέες φίλων.

Όταν ο Μάνος Χατζιδάκις άκουσε τα μοιρολόγια και κατάλαβε το βαθύ τους περιεχόμενο και την υψηλή καλλιτεχνική και πολιτιστική τους αξία πρότεινε στον Λουδοβίκο να τα ηχογραφήσουν και έτσι προέκυψε το 1985 ο δίσκος Μοιρολόγια.

Γράφει ο Μάνος Χατζιδάκις μεταξύ άλλων:

…Αυτά τα μοιρολόγια έχουνε κάτι διαφορετικό. Δεν κλαψουρίζουνε ούτε θρηνολογάνε με μακρόσυρτες κραυγές. Μεταφέρουν σε αυτοσχέδιους στίχους υπέροχα σχηματισμένους, την περίπτωση του χαμού, τον πόνο της μάνας ή της γυναίκας ή της αδελφής, που απομένει και θέλει να τον μεταδώσει υποβλητικά με την πιο απέριττη και ευρηματική μελωδία. Ο Λουδοβίκος μ’ ένα μαντολίνο για συνοδεία που παίζει ο ίδιος μεταφέρει την μελαγχολική ομορφιά των μοιρολογιών αυτών μέσα μας, χωρίς προσποίηση, χωρίς υπερβολή, με την κατάλληλη εκείνη συγκινησιακή φόρτιση που μόνο όσοι ζουν αληθινά τον χώρο τους και την ψυχή τους μπορούν να φέρουν. Θεωρώ τον δίσκο αυτόν ασύγκριτο, μοναδικό κι άξιο των Ανωγείων…

παραδοσιακό

Στην πέρα μπάντα του χωριού έρχουνται στρατιώτες
μπας κι έρχεται ο Μανώλης μου κι έχω κλειστές τις πόρτες
γειτόνισσες γειτόνισσες ήντα ‘χετε και κλαίτε
πράμα ‘χει ο Μανώλης μου καίτε δε μου το λέτε
Μα πήγα ‘γω και στο γιαλό επήγα και στη Μάντρα
κι εκλαίγανε τα πρόβατα μα δεν κατέχω γιάηντα
επήγα εγώ και στο γιαλό επήγα και στη βρύση
κι εκλαίγανε τα πρόβατα ποιος να τα ξεσταλίση
Μανώλη που σου βάλανε προσκέφαλο λιθάρι
τάξε πως δεν εκέντησα ποτέ μου μαξιλάρι
Μανώλη που σου βάλανε για σκέπασμα τα χιόνια
τάξε πως δεν εκέντησα ποτέ μου εγώ σεντόνια
Μανώλη που σε θάψανε με ρούχα ματωμένα
κι εγώ ‘χω τα γαμπρίκια σου ακριβοστερεμένα
Και που θα βρω ένα μερακλή Μανώλη σα και σένα
να δώσω τα στιβάνια σου τα ομορφοζαρωμένα.
και που θα βρω ένα μερακλή Μανώλη σα και σένα
να δώσω τα σαλβάρια σου τα χρυσοκεντημένα.
Μανώλη τα γαμπρίκια σου σε ποιον να τα χαρίσω
και που θα βρω ένα μερακλή να του τα χαλαλήσω
Μανώλη μου Μανώλη μου χίλιες φορές Μανώλη
κι όντε θα σ’ αναστορηθώ το αίμα μου μαργώνει.
Μανώλη μου Μανώλη μου πως θα το νταγιαντήσω
και πως θα πιάσω κόσκινο στάρι να κοσκινήσω
Μανώλη μου Μανώλη μου πως θα το νταγιαντήσω
και πως θα ανάψω τη φωτιά κόλλυβα να σου ψήσω
Μανώλη δε σου πρέπουνε κόλλυβα με σιτάρι
μόνο με τσι λεμονανθούς γιατί σου παλληκάρι
Τα μπράτσα σου τα στριφοχτά με τα κοντά μανίκια
στης Αλβανίας τα βουνά τα τρώνε τα σκουλήκια
Μανώλη ανε ξανοίξωμε ακόμη στην αυλή μας
θα βρούμε καλορίζικα που η στεφάνωσή μας
Γειτόνισσες γειτόνισσες προβάλετε να ιδείτε
και το καλώς τα δέχτηκα ελάτε να μου πείτε.

,

anogeia.gr





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.