Στις 28 Ιανουαρίου 1897, ο λαός της Επαρχίας Σητείας, ζητά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Την επομένη, με λαϊκό ψήφισμα κηρύσσεται η Ένωση στους Τζερμιάδες Λασιθίου και στην Ιεράπετρα.
Την ίδια ημέρα, αποπλέει με προορισμό την Κρήτη μοίρα του ελληνικού πολεμικού στόλου, υπό τις διαταγές του πρίγκιπα Γεωργίου που την αποτελούσαν τορπιλοβόλα. Ο ίδιος επιβιβάζεται στο πλοίο “Σφακτηρία”.
Στις 2 Φεβρουαρίου αποβιβάζεται στο Κολυμπάρι Χανίων ελληνικό εκστρατευτικό σώμα που το αποτελούσαν δύο τάγματα πεζικού, ένας λόχος μηχανικού και μία ορειβατική πυροβολαρχία, συνολικής δύναμης 1.500 περίπου ανδρών. Επικεφαλής τους ήταν ο συνταγματάρχης και υπασπιστής του βασιλιά, Τιμολέων Βάσσος.
Στις 3 Φεβρουαρίου εκδίδει την πρώτη του προκήρυξη ως “αρχηγός του ελληνικού στρατού κατοχής της Κρήτης” από την Ιερά Μονή Γωνιάς και στη συνέχεια ξεκινά για τα Χανιά, αντιμετωπίζοντας με επιτυχία όσες τουρκικές δυνάμεις συνάντησε στον δρόμο του. Η προέλασή του όμως εμποδίστηκε από αγήματα του ενωμένου στόλου των τότε Μεγάλων Δυνάμεων, που διοικούσε ο Ιταλός υποναύαρχος Κανεβάρο (9). Τα αγήματα αυτά είχαν αποβιβασθεί από τα πλοία του στόλου για να αποτρέψουν σύγκρουση, να προστατεύσουν την πόλη και να διευκολύνουν διαπραγματεύσεις για το καθεστώς του νησιού.
Ο Τιμολέων Βάσσος, ζητά και λαμβάνει οδηγίες από την ελληνική κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη (1O), να αποφύγει σύγκρουση με τους “ξένους”. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση της Ελλάδας απορρίπτει απαίτηση των Μεγάλων Δυνάμεων, που ζητούσαν να αποσύρει από την Κρήτη το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα.
ΤΟ ΚΛΙΜΑ
Οι Χριστιανοί της Κρήτης υπέφεραν αφάνταστα από την αφόρητη κατάσταση που επικρατούσε στο νησί από τον Μάιο του 1896 και η οποία σταδιακά εκτραχυνόταν επικίνδυνα και από τον Ιανουάριο του 1897 σε τέτοιο βαθμό, που συνειδητοποίησαν όλοι, ότι επάνοδος στην προτέρα κατάσταση ήταν πλέον αδύνατη.
Στις 20 Ιανουαρίου οι τούρκοι πυρπολούν πολλές συνοικίες και ιδιοκτησίες Χριστιανών στα περίχωρα των Χανίων. Οι Χριστιανοί αναλαμβάνουν δράση, δημιουργούν προγεφυρώματα και πολιορκούν περιοχές όπου κυριαρχούσε το τουρκικό στοιχείο.
Στις 22 η κατάσταση χειροτερεύει και την επόμενη ημέρα και από τις 3.30 μ.μ. οι Τούρκοι πυροβολούν αδιάκριτα κατά παντός.
Οι Χριστιανοί κλείνονται στα σπίτια και στα μαγαζιά τους που πυρπολούνται, ενώ προηγουμένως παραβιάζονται και λεηλατούνται “εν μέσω πάσης θηριωδίας”. Η κατάσταση είναι φρικτή. Οι φλόγες φαίνονται από μίλια μακριά. Μόχθοι 10ετιών εξαφανίζονται. Πυκνός καπνός σκεπάζει ολόκληρη την πόλη. Διάφορες εύφλεκτες ύλες προκαλούν ισχυρές εκρήξεις, που μαζί με τους κρότους των όπλων και τις “κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών δημιουργούν φρικώδες πανδαιμόνιο”. Αυτό το σκηνικό κράτησε 3 περίπου μέρες. Τα Χανιά και η Χαλέπα ερημώθηκαν και όσοι Χριστιανοί διασώθηκαν, κατέφυγαν σε διάφορα σημεία της ελεύθερης Ελλάδας.
Στις 24 Ιανουαρίου γίνεται σύσκεψη στο σπίτι του Έλληνα πρόξενου στη Χαλέπα, Ν. Γενάδη, στην οποία μετέχουν ο ίδιος και οι Κ.Μητσοτάκης, Α.Σήφακας,Ν.Ζουρίδης και Κ.Φούμης. Αποφασίστηκε να κηρυχθεί η Ένωση και να κληθεί ο βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος να καταλάβει το νησί.
Την επόμενη εκδίδεται ψήφισμα υπέρ της Ένωσης, αναγγέλλεται ότι πρόκειται να καταπλεύσει στο νησί ελληνικός στόλος και καταλαμβάνονται από τους επαναστάτες στρατηγικές θέσεις στο Ακρωτήρι.
Στις 26 αποφασίζεται να ανυψωθεί η ελληνική σημαία στον Προφήτη Ηλία του Ακρωτηρίου ( “Ημερολόγιο Ακρωτηρίου” Γ.Σήφακα, έκδοση 1953, σελίδα 23).
Την ίδια ημέρα δημιουργείται προσωρινό στρατόπεδο στον περίβολο του ελληνικού προξενείου και τα μεσάνυχτα, φτάνουν έξω από το λιμάνι των Χανίων τα ελληνικά πολεμικά πλοία «Ύδρα», «Μυκάλη», «Μιαούλης» και «Αλφειός». Την αυγή επιδίδεται το ψήφισμα στους πρόξενους της Ελλάδας και των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟΥ
Από τις 28 μέχρι και 31 Ιανουαρίου διαμορφώνεται και ενισχύεται το στρατόπεδο του Ακρωτηρίου. Οπλαρχηγοί με περίπου 650 μαχητές άφησαν τα μετερίζια τους και εγκαταστάθηκαν στο Ακρωτήρι. Παράλληλα το στρατόπεδο εφοδιάζεται με πολεμικό υλικό και άλλα χρήσιμα είδη, που έφθασαν κύρια με το πλοίο “Λαύριο” στην θέση Σταυρός και αποθηκεύτηκαν στην Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος.
Αρχηγός των επαναστατών του στρατοπέδου ήταν ο γενναίος οπλαρχηγός Αντώνης Σήφακας, έμπορος και ποιητής, πρώτος μεταξύ ίσων, ανάμεσα στα μέλη της Επιτροπής του επαναστατικού στρατοπέδου, που την αποτελούσαν μεγάλες προσωπικότητες της εποχής οι Ελευθέριος Βενιζέλος, διδάκτορας του Δικαίου, δικηγόρος και π. βουλευτής, Νικόλαος Πιστολάκης, διδάκτορας του Δικαίου και π. εισαγγελέας, Γεώργιος Μυλωνογιαννάκης, διδάκτορας της ιατρικής και οπλαρχηγός, Χαράλαμπος Παπαδάκης, διδάκτορας του Δικαίου, Κωνσταντίνος Φούμης, διδάκτορας του Δικαίου και π. γενικός διοικητικός σύμβουλος της Διοίκησης Κρήτης.
Όλοι τους μιλούσαν ξένες γλώσσες και αργότερα αποτέλεσαν και μέλη της Διοικητικής Επιτροπής Ακρωτηρίου. (“Ημερολόγιο Ακρωτηρίου”, σελίδες 152, 202, 210).
Πολλοί αγωνιστές εκτός από τον ηρωϊσμό τους, διακρίθηκαν και για την μόρφωση τους. Ο οπλίτης Σπηλιωτόπουλος εντυπωσίασε για τα γερμανικά του τον Αυστριακό δημοσιογράφο Binder, ο γιατρός Ιωαννίδης που αντιμετώπισε στα αγγλικά ομάδα γιατρών του ενωμένου στόλου, οι γιατροί Ε. Μουντάκης και Ε. Μποτάκης, ο διευθυντής του Ιεροδιδασκαλίου Αγίας Τριάδας και μετέπειτα επίσκοπος Ρεθύμνης Χρύσανθος Τσεπετάκης, ο ηγούμενος της ιερής μονής Αγίας Τριάδας Γεράσιμος Σφακιωτάκης, κ.ά. (“Ημερολόγιο Ακρωτηρίου”, σελίδες 63, 89, 41, 157, 28).
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ήταν ο συντάκτης των διαμαρτυριών προς τους ναυάρχους και τις κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. (“Ημερολόγιο Ακρωτηρίου”, σελίδα 203).
Στο στρατόπεδο εγκαταστάθηκαν οι οπλαρχηγοί από την Χαλέπα ο Αντώνιος Σήφακας με 36 άνδρες, οι Μ. Καλορίζικος και Γ. Μουντάκης με τους άνδρες τους, και οι αδελφοί Κωνσταντίνος, Ιερώνυμος και Ιωάννης Φούμης, που ανέλαβε καθήκοντα σαλπιγκτή. Από διάφορα σημεία της Ελλάδας ήρθαν στο Ακρωτήρι οι Αποκορωνιώτες Μ. Μυλωνογιαννάκης, οπλαρχηγός, παπα-Μαλέκος και Χ. Παπαδάκης, Γ. Κοτζάμπασης, Χ. Καζάκος, Φ.Τριτάκης, Α.Γ. Παπαδάκης, Α.Σ. Αναστασιάδης, οι αδελφοί Ε. και Γ. Ματσαμάκη και ο Α. Καλφάκης, με 230 μαχητές και πολεμοφόδια. Μαζί τους έφθασε και ο ευγενής και ενθουσιώδης νέος Σ. Μουρούζης.
Το στρατόπεδο είχε έδρα τις Κορακιές και οι προφυλακές του έφθαναν μέχρι τον Προφήτη Ηλία και το Μαράθι, με εφεδρείες στην ιερή μονή Αγίας Τριάδας. Εκεί αποθηκεύθηκαν το πολεμικό υλικό και οι άλλες προμήθειες.
Συγκρούσεις
Στις 1 και 2 Φεβρουαρίου Έλληνες και τούρκοι προσπαθούν να προωθήσουν τις δυνάμεις τους σε διάφορες επίκαιρες θέσεις, ενώ ήδη από την 1η Φεβρουαρίου, ο τότε γενικός διοικητής Κρήτης Βέροβιτς Πασάς (11), που αντιτάχθηκε στις εισηγήσεις των τούρκων μπέηδων κατά των Χριστιανών, υποχρεώνεται σε παραίτηση.
Στις 4 ο τοποτηρητής του γενικού διοικητή Κρήτης Ισμαήλ Βέης, εκδίδει προκήρυξη για τον αποκλεισμό του νησιού από τους στόλους των Μεγάλων Δυνάμεων, τον οποίο αποκαλεί “επιχείρηση προστασίας της Κρήτης” και καλεί τους Χριστιανούς να καταθέσουν τα όπλα. Η προκήρυξη πέφτει στο κενό.
Την ίδια ημέρα, ο ύπαρχος του θωρηκτού «Ύδρα» Κωνσταντίνος Κανάρης, εγγονός του ένδοξου ναύαρχου Κανάρη, παραδίδει στους Ελευθέριο Βενιζέλο και Χρύσανθο Τσεπετάκη, μεγάλη πολεμική ελληνική Σημαία με την “κορώνα” στη μέση, για να ανυψωθεί στο στρατόπεδο του Ακρωτηρίου.
Στις 7 οι Χαλεπιανοί υπό τους Ε. Βενιζέλο, Γ. Μουντάκη, Μ. Καλορίζικο, Σ. Μουρούζη, Χ.Τσεπετάκη, Ν. Πετρίδη, Κωνσταντίνο, Ιερώνυμο και Ιωάννη Φούμη και 15 οπλίτες από το Γαβαλοχώρι υπό τους Ε. Παπαδάκη και Γ. Κοτζάμπαση, καταλαμβάνουν οριστικά την θέση του Προφήτη Ηλία και σε περίοπτη θέση υψώνουν την Σημαία.
Στις 8 γίνεται συνεννόηση για την ταυτόχρονη προσβολή των τουρκικών θέσεων, από όλες μαζί τις Κρητικές και Ελλαδικές δυνάμεις.
Έτσι, στις 9 Φεβρουαρίου, αρχίζουν ορισμένες “αψιμαχίες” στην περιοχή μεταξύ Μαλάξας και Ναυστάθμου, που γρήγορα επεκτάθηκαν και από τον Ναύσταθμο μέχρι τις Κορακιές.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ _________________________________________________________________________
(9) Κανεβάρο Ευτυχής-Ναπολέων (1838-1915)
Ιταλός ναύαρχος και αρχηγός του ενωμένου στόλου των Μεγάλων Δυνάμεων που βομβάρδισαν το Ακρωτήρι, που απαρτιζόταν από τους στόλους: Γερμανίας υπό τον πλοίαρχο Κέλνερ, Ρωσίας υπό τον υποναύαρχο Ανδρίεφ, Αγγλίας υπό τον υποναύαρχο Χάρις, Αυστρουγγαρίας υπό τον υποναύαρχο Χίνκε, Γαλλίας υπό τον υποναύαρχο Ποτίς και Ιταλίας υπό τον αντιναύαρχο κανβάρο. (Ημερολόγιο-πρακτικά Επαναστατικού στρατοπέδου Ακρωτηρίου, Γ. Α. Σήφακα, Αθήναι 1953, σελίδα 58).
Ο πατέρας του Κανεβάρο, Τζουζέπε (1803-1875), καταγόταν από ναυτική οικογένεια και μπάρκαρε ως μούτσος, μόλις στα 6 του χρόνια για το Περού. Εκεί έγινε αργότερα πρόξενος του Βασιλείου της Σαρδηνίας και μετέπειτα πρόξενος του Ιταλικού Βασιλείου. Από τον Βιτόριο Εμανουέλε ΙΙ, πήρε τον τίτλο του Δούκα του Zoagli. Ο ένας του γιος έγινε πρόεδρος του περού και ο Ευτυχής-Ναπολέων, τον οποίο απέκτησε στη Λίμα του Περού το 1839, μετά τα γεγονότα του Ακρωτηρίου, χρημάτισε και υπουργός των Ναυτικών στην Ιταλία και υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Pelloux.
(10) Θεόδωρος Δηλιγιάννης (1820-1905)
Πολιτικός από τη Γορτυνία. Εκλέχθηκε πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση του 1862. Από τότε χρημάτισε υπουργός, σύμβουλος Επικρατείας, πρεσβευτής, αρχηγός του «Εθνικού Κόμματος» και τρεις φορές πρωθυπουργός. Στην 3η πρωθυπουργία του έγινε ο βομβαρδισμός του Ακρωτηρίου και ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897.
(11) Βέροβιτς πασάς (Γεώργιος)
Καταγόταν από το Μαυροβούνιο. Εισήλθε στη διοικητική υπηρεσία της τουρκίας και διακρίθηκε για τη χρηστότητά του. Χρημάτισε ηγεμόνας της Σάμου (1894) και γενικός διοικητής Κρήτης (1896). Το 1897 αντιτάχθηκε στις αποφάσεις των τούρκων μπέηδων και υποχρεώθηκε να παραιτηθεί. Αναχώρησε για την Τεργέστη και μετά για τη Βενετία. Η μετέπειτα Κρητική Βουλή τον τίμησε για τις υπηρεσίες του υπέρ της Κρήτης και του χορήγησε ισόβιο μηνιαίο βοήθημα 400 χρυσών φράγκων (Νόμος 371/9/7/1901). Πέθανε στη Βενετία.
Διαβάστε επίσης
Αμιλκάρε Τσιπριάνι: Ο Ιταλός Φιλέλληνας Αναρχικός Εθελοντής στις Κρητικές Επαναστάσεις