Εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό του 1942 οι κρατούμενοι στο Τμήμα Μεταγωγών σταμάτησαν το σουλάτσο κι έβαλαν αυτί. Άκουγαν καλά; Ή μήπως έπαθαν παράκρουση από την πείνα; Ένα χαρούμενο παιδικό γέλιο βγαίνει από το σκοτεινό κελί των κρατουμένων γυναικών. Παιδικό γέλιο σ’ έναν τάφο;
Έτσι ξεκινά να αφηγείται τη συγκινητική ιστορία της φίλης της, Ηλέκτρας, η Διδώ Σωτηρίου. Η Ηλέκτρα Αποστόλου συμμετείχε στο Αντιπολεμικό και Αντιφασιστικό Συνέδριο Γυναικών στο Παρίσι το 1935, ανέλαβε αντιφασιστική δράση, κρατήθηκε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ, βασανίστηκε και πέθανε αγωνιζόμενη.
Το πρωί της 26ης Ιουλίου 1944 το πτώμα μιας άγνωστης γυναίκας, μεταφέρεται στο νεκροτομείο. Σύμφωνα με το συνοδευτικό έγγραφο, ήταν ένα από τα πολλά θύματα του σφαγείου που λειτουργούσε επί κατοχής στο επιταγμένο ξενοδοχείο Κρυστάλ. Η ιατροδικαστική έκθεση πιστοποίησε ότι το σώμα της γυναίκας έφερε εγκαύματα, είχε υποστεί φρικτές παραμορφώσεις και κακοποιήσεις σε διάφορα όργανα. Η δολοφονημένη γυναίκα είχε συλληφθεί το πρωί της προηγούμενης μέρας από Γκεσταπίτες. Η Αντίσταση είχε χάσει ένα από τα πιο μαχητικά και ευγενικά στελέχη της. Την Ηλέκτρα.
Η έκδοση του βιβλίου «Ηλέκτρα» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επετειακή, καθώς εφέτος συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια από την άγρια δολοφονία της Ηλέκτρας Αποστόλου (26 Ιουλίου 1944) και δέκα χρόνια από το θάνατο της συγγραφέως Διδώς Σωτηρίου (23 Σεπτεμβρίου 2004), γράφει στον πρόλογό του ο Νίκος Μπελογιάννης.
Η συγγραφή της νουβέλας Ηλέκτρα (η Διδώ χρησιμοποιούσε τον όρο «μυθιστορηματική βιογραφία» ή στα γαλλικά «vie romancee») άρχισε αμέσως μετά την έκδοση του πρώτου βιβλίου της, «Οι νεκροί περιμένουν», το φθινόπωρο του ’59 και συνεχίστηκε στην Αίγινα το καλοκαίρι του ’60 (το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς ξεκίνησε να γράφει και τα «Ματωμένα Χώματα»).
ποσπάσματα
Οι κατακτητές και οι πουλημένοι κυβερνήτες τα χάνουν. Πως ζωντάνεψαν οι νεκροί; Πού βρήκαν αυτό το σθένος; Πώς ενώθηκαν έτσι σαν ένας άνθρωπος; «Την ενότητα χτυπήστε, την ενότητα», διατάζει ο κατακτητής. Προσπαθούν οι κουίσλινγκς. Φτάνουν να υποσχεθούν ογδόντα δράμια ψωμί σε ορισμένους κλάδους. Αποτυχαίνουν. «Ή όλοι ψωμί ή κανείς!». Αρχίζει η τρομοκρατία. Πιάνουν υπαλλήλους και τους παραπέμπουν σε στρατοδικεία. Ψηφίζουν νόμο που προβλέπει ποινή θανάτου για τους απεργούς. Αποτυχαίνουν πάλι. Οι υπάλληλοι απαντούν σαν ένας άνθρωπος «Σκοτώστε μας!». Οκτώ μέρες χαλάει ο κόσμος με τις κλαδικές απεργίες. Προετοιμάζεται η μεγάλη μάχη που θα παραλύσει ολόκληρη την κρατική μηχανή: Η παν-υπαλληλική απεργία του 1942.
………..
Η Ηλέκτρα λάμπει, είναι βαθιά συγκινημένη, ώρα πολλή σκέπτεται, δίχως να μπορεί να αρθρώσει λέξη. Ο Σολωμός τραγουδούσε τον Απρίλη με τον Έρωτα….
Η Ηλέκτρα μιλάει με τις φίλες της για τις προοπτικές που ξανοίγονται. Ανασκοπούν την πορεία των αγώνων από το 1933, όταν άρχισαν να προειδοποιούν τον ελληνικό λαό για τον κίνδυνο του φασισμού. Κανείς σχεδόν δεν ήθελε να το πιστέψει. «Προπαγάνδες» έλεγαν. «Η Ελλάδα δεν τα γουστάρει τέτοια σκέρτσα»… «Άι παράτα μας μ’ αυτόν τον φασισμό» είπε μια μέρα στην Ηλέκτρα μια φτωχιά, αγράμματη νοικοκυρά. «Πες μας καλύτερα τί να μαγειρέψουμε, να γεμίσουμε τα στομάχια των παιδιών μας που πεινούνε».
………….
Το καλαντάρι γράφει 8 Σεπτεμβρίου του 1942. Σωθήκανε τα ψέματα. Σήμερα η Ηλέκτρα πρέπει να δώσει το παιδί της, για να ‘ ναι ελεύθερη να δραπετέψει. Το παιδί ξέρει πως θ’ αποχωριστεί τη μάνα του κι είναι ανήσυχο. Στριφογυρνά στην αγκαλιά της, τη φιλάει, αποζητά το χάδι της. Η Ηλέκτρα προσπαθεί να το προετοιμάσει ψυχολογικά. Μα κείνο είναι νευρικό, νιώθει σα να ‘χασε τη σκεπή πάνω απ’ το κεφάλι του. Όλο μουρμουρίζει «Μαμά!» κι ύστερα βουρκώνουν τα ματάκια του και σωπαίνει.
Έλα, μπρος να παίξουμε, Αγνή. Όμως θα τα φυλάξεις εσύ τώρα, να το ξέρεις. Ζαβολιές δε θέλω…
Δεν πρόλαβε ν’ αρχίσει το παιχνίδι. Τη φωνάζουν για επισκεπτήριο. Ένας κόμπος δένεται στο λαιμό της Ηλέκτρας και δεν την αφήνει ν’ ανασάνει. Σφίγγει θερμά το παιδί της, το φιλάει στα μάτια, στα μαλλιά , στα χέρια. Ύστερα σηκώνεται αποφασιστικά. Είναι σαστισμένη μα δεν το δείχνει.
Πάμε Αγνούλα αγάπη μου. Ήρθαν να σε πάρουν καλοί φίλοι. Κοντά τους θα τρως ψωμάκι. Θα σ’ αγοράσουν και την κουκλίτσα που θέλεις….
……….
«Δεν παίζουμε τις κουμπάρες» έλεγε. «Γράφουμε την ιστορία του τόπου μας, πασχίζουμε να χαρίσουμε καλύτερη ζωή στο λαό μας. Αν μπρος σ’ αυτόν τον σκοπό η ζωή και η ευτυχία η δική μας δε λογαριάζονται , η ζωή και η προκοπή του λαού και των οργανωτών του είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε».
Γι ‘αυτόν τον λόγο ήταν αμείλικτη, πρώτα με τον εαυτό της. Τα λάθη της ήθελε να τα συζητάει, ήταν η πρώτη που τα ‘βλεπε και τα φανέρωνε, ακόμα κι όταν δεν τα είχαν αντιληφθεί οι άλλοι. Πίστευε στην αυτοκριτική, δεν τη θεωρούσε θεατρική παράσταση για τη δημιουργία εντυπώσεων. Αυτό το ήθος το διατηρεί και προς τα πάνω και προς τα κάτω.
………..
Η πόρτα ανοίγει ξανά. Δυο άντρες κουβαλούν συρματόσχοινα, φάλαγγες, τροχαλίες, μαστίγια, βούνευρα, κεριά κι έναν κουβά με νερό.
Ετοιμάσου, κοντοζυγώνει η ανάκριση! της λέει ο ένας. Ξαναφεύγουν. Η Ηλέκτρα κοιτάζει τα σύνεργα. Τούτη τη σαδιστική γκάμα του τρόμου την ξέρει. Έκαναν λάθος όμως στην πόρτα. Για τη δική της δεν πρόκειται ν ‘ ανακαλύψουνε κλειδί. Θα παραδώσει στα χέρια τους ένα άδειο κορμί να το βασανίζουν. Εκείνη θα στέκει πλάι, απτόητη, αγέρωχη, ατσαλένια. Όταν την καίνε, δεν θα καίγεται, όταν την τρυπούν δεν θα τρυπιέται, όταν τη μαστιγώνουν, όταν της ξεριζώνουν τα νύχια και τα μαλλιά, εκείνης η καρδιά θα τραγουδάει, η σκέψη της θα’ ναι στη νίκη, στις γενιές που θα ζήσουνε ξέγνοιαστα σ’ έναν κόσμο δίχως βαρβαρότητα….
…………..
Λέγε πώς σε λένε;
Ελληνίδα.
Το στόμα δέχεται μια σιδερένια γροθιά, που την ακολουθεί δεύτερη και τρίτη….
Όταν πέθανε ήταν μόλις 32 χρονών.
Λίγα λόγια για τη Διδώ Σωτηρίου
Γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας 18 Φεβρουαρίου 1909 και πέθανε στην Αθήνα 23 Σεπτεμβρίου 2004 και ήταν μεγαλύτερη αδελφή της Έλλης Παππά. Το 1919 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή ήρθε ως πρόσφυγας στον Πειραιά και κατόπιν εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα, όπου και σπούδασε γαλλική φιλολογία, συνεχίζοντας τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε στενά με τους Αντρέ Μαλρώ και Αντρέ Ζιντ. Το 1936 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα και ως ανταποκρίτρια του περιοδικού Νέος Κόσμος της Γυναίκας στο Παρίσι.
Κατά την διάρκεια της κατοχής (1941–1944) έλαβε ενεργό μέλος στην Εθνική Αντίσταση, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες τον αντιστασιακό Τύπο. Το 1944 έγινε αρχισυντάκτρια της εφημερίδας Ριζοσπάστης, όπου και ασχολήθηκε με την κάλυψη και τον σχολιασμό των εξωτερικών γεγονότων. Το Νοέμβριο του 1945 εκπροσώπησε την Ελλάδα μαζί με τη Χρύσα Χατζηβασιλείου στο ιδρυτικό συνέδριο της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών στο Παρίσι.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο συνεργάστηκε με το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης και την εφημερίδα Η Αυγή χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Σοφία Δέλτα».[1] Διετέλεσε επίσης αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Γυναίκα και επιστημονική συνεργάτρια στα περιοδικά Γυναικεία Δράση και Κομμουνιστική Δράση δημοσιεύοντας επιφυλλίδες, χρονογραφήματα και διηγήματα. Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Οι νεκροί περιμένουν κυκλοφόρησε το 1959.
Τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το μυθιστόρημά της Ματωμένα χώματα έχει κυκλοφορήσει σε 250.000 περίπου αντίτυπα. Συμμετείχε ενεργά στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες της χώρας μέσα από τις τάξεις της αριστεράς. Δεν εργάστηκε ποτέ ως καθηγήτρια, γιατί αφοσιώθηκε στην δημοσιογραφία και στην λογοτεχνία. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες δημοσιεύοντας τις εντυπώσεις της. Έφυγε από τη ζωή το 2004.
Το 2001 η Εταιρία Ελλήνων Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο Διδώ Σωτηρίου, το οποίο απονέμεται «σε ξένο ή Έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα». Τα περισσότερα έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, ενώ η λογοτεχνία της διακρίνεται για τον ρεαλισμό, την απλότητα, τη δραματική αφήγηση και τον αδρό δημοτικό λόγο της.
Προς τιμήν της, επίσης, πολλές οδοί και βιβλιοθήκες φέρουν το όνομά της στην Ελλάδα.
toperiodiko.gr, wikipedia.gr