Ελέγανε στο χωρίο ότι ο Κωστής τη είχε μεγάλη και οι κοπελιές φοβούτανε να τονε πάρουνε γαμπρό. Μόνο η Μαρία συβάστηκε γιατί εσκέφτηκε πως αν πονούσε δεν θα τον άφηνε να τση ξανακάμει τη δουλειά. Εγίνηκε δα ο γάμος και την πρώτη νύχτα του λέει:
-Σιγά σιγά Κωστή μου μη πονέσω…
Σιγά σιγά την έβανε ο Κακομοίρης, και τση έλεγε κάθε τόσο…
-Μια ολιά έχει ακόμη Μαριώ μου..
Μια στιγμή τση λέει:
– Ε δεν έχει άλλη Μαριώ μου!
– Ε κακομοίρη Κωστή και εγλωσσοφάγανέ σε!!!!!