Γιατί δίνουμε ονόματα? Γράφει ο Γιώργος Κορναράκης

 

Τα ονόματα που δίνονται στους ανθρώπους, συνιστούν μια πανάρχαια πανανθρώπινη συνήθεια, που έχει ως βάση τη δοξασία ότι το όνομα έχει κάποια μαγική δύναμη και συνδέεται ιδιαίτερα με το άτομο που το φέρει. Η ονοματοθεσία, έτσι, γινόταν πάντα με ιδιαίτερη επιμέλεια , καθώς θεωρείτο ότι ένα καλό όνομα θα είχε σημαντική επίδραση στη τύχη του ανθρώπου που θα το έφερε σε όλη του τη ζωή. Να επισημάνω ακόμη ότι η αριθμολογία χρησιμοποιεί τα ονόματα ή και τα επώνυμα ως αριθμούς (πχ. το Γεώργιος αντιστοιχεί σε κάποιο αριθμό αφού προσθέσει ένα γράμμα ως εξής: (Γ+ε+ω+ρ+γ+ι+ο+ς) όπου και τον χρησιμοποιεί για προβλέψεις διάφορες κλπ ή για να βγει ο χαρακτήρας κ.ά.
Πχ. τα βαφτιστικά ονόματα:
Γεώργιος είναι εκ του γεωργέω –γεωργώ= καλλιεργώ. Γεώργιος άρα σημαίνει καλλιεργημένος,
Δημήτριος συνδέεται με τη γη (από το αρχαίο Δημήτηρ «μητέρα ΓΗ», τότε είναι αξιοσημείωτο ότι οι δύο μεγαλύτεροι μάρτυρες έχουν όνομα σχετικό με την καλλιέργεια της γης.
Ευστάθιος ή Στάθης. Από το αρχ. εὐσταθής, αρχική σημ. «σταθερός, ακλόνητος».
Ιάσων τώρα είναι από το απαρέμφατο ἰᾶσθαι, τού ρ. ἰῶμαι «θεραπεύω», αφού σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Ιάσων έλαβε το όνομά του από τον Κένταυρο Χείρωνα, ο οποίος τον δίδαξε τη θεραπευτική τέχνη.
Μιχαήλ Μιχάλης. Είναι εξελληνισμένος τύπος του εβρ. Μikhaél. Σημαίνει «όμοιος προς τον Θεό».
Χαραλάμπης κ. Χαράλαμπος Από το χαρά + λάμπω, άρα σήμαινε «αυτός που λάμπει με χαρά»
Χαρίλαος: από τα χάρις + λαός, άρα θα σήμαινε» αυτός που έχει την εύνοια του λαού».
Ερασμία είναι ονοματοποιημένο επίθετο, συγκεκριμένα το θηλυκό του επιθέτου εράσμιος, που το λέμε βέβαια και σήμερα και σημαίνει «αγαπητός, αξιαγάπητος» .
Καλλιόπη: προέρχεται από το λεξικό πρόθημα καλλι- (ομόρριζο του κάλλους) και το – όπη που προέρχεται από το ωψ, οπός «φωνή» (ομόρριζο του ἔπος και του λατ. vox «φωνή»). Άρα αρχική σημ. τού ονόματος είναι «καλλί-φωνη» και αυτό εξηγείται από το ότι ως μία από τις εννέα Μούσες ήταν προστάτιδα τού έπους και της λυρικής ποίησης. Κατ’ άλλους Καλλιόπη είναι Κάλλι(ον) + οψ, οπός (=πρόσωπο)> η όμορφη.
Μαρία κ. Μαριώ Προέρχεται από το εβρ. Miriam. Έχουν δοθεί πάμπολλες ερμηνείες για το όνομα αυτό, ανάλογα με τη ρίζα στην οποία μπορεί να ανάγεται: «πικρότητα» «ανυπότακτη», «αγαπημένο παιδί», ενώ σύμφωνα με άλλη άποψη, το όνομα συνδέεται με αιγυπτ. ρίζα που σημαίνει «αγαπημένη».
Χαρίκλεια: από τα χάρις + κλέος «δόξα», ξακουστή για τη χάρη της κ.λπ.
Κάποια εποχή το όνομα που έφερε ένας άνθρωπος, και κυρίως αυτό που επικράτησε να ονομάζεται «επώνυμο», είχε λειτουργική αξία και άμεση σχέση με το επάγγελμα ή την καταγωγή εκείνου που το έφερε, με τα σωματικά, ηθικά ή άλλα χαρακτηριστικά του, και μάλιστα δημιουργείτο με βάση αυτά. Επώνυμα για παράδειγμα που εξαίρουν την σωματική δύναμη και το ψυχικό σθένος των ανθρώπων ανταποκρίνονται σε ηρωικές εποχές. Κάποια άλλα που δηλώνουν αξιώματα αντανακλούν την ταξική διαφοροποίηση και την κοινωνική διαστρωμάτωση μιας κοινωνίας. Άλλα τέλος που σατιρίζουν σωματικά ή ψυχικά ελαττώματα των ανθρώπων καταδεικνύουν την εύθυμη διάθεση ενός λαού και το ειρωνικό πνεύμα. Αργότερα αυτή η λειτουργική σχέση μετατρέπεται σε εντελώς συμβατική και αποτελεί ένα αυθαίρετο σημείο αναγνώρισης ατόμων-απογόνων του συγκεκριμένου προσώπου, οι οποίοι το φέρουν πια μόνο για λόγους ιστορίας και παράδοσης. Η ανάμιξη των καταλήξεων από τις ετερόκλητες αυτές γλώσσες έχει ως αποτέλεσμα να προκύπτουν διαφορετικά επώνυμα, τα οποία όμως σημασιολογικά συμπίπτουν απόλυτα. (πχ δίπλα στο Ελληνικό «Παπαδόπουλος» συναντούμε το Τουρκικό «Παπάζογλου» (Τουρκικό papaz=παπάς+κατάληξη -oglou).

Κατηγορίες επωνύμων

Όσον αφορά στη θεματική τους κατηγοριοποίηση τα επώνυμα διακρίνονται συνήθως σε πατρωνυμικά ή μητρωνυμικά, εθνικά ή πατριδωνυμικά, επαγγελματικά και παρωνύμια (παρατσούκλια).
Επαγγελματικά: Επώνυμα τα οποία δηλώνουν επαγγέλματα τα οποία χάνονται στα βάθη των αιώνων. Από τα βυζαντινά χρόνια (Αμπελάς, Λαχανάς, Ζωναράς, Καμπανάρης, Γραμματικός, Παλαιολόγος, Δούκας, Λογοθέτης) μέχρι τα νεοελληνικά (Γελαδάρης, Αρκουδ(ι)άρης, Περιβολάρης, Ψαράς, Ασβεστάς, Βαγενάς) κλπ.
Π.χ. Σαμαράς για παράδειγμα υποδηλώνει το επάγγελμα που ασκούσε ο έτσι επωνομαζόμενος.
Κουτσογιάννης δεν μπορεί παρά να λεγόταν Γιάννης και να ήταν κουτσός. Το όνομα Ιωάννης είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα ανδρικά ονόματα της Ελληνικής γλώσσας, αλλά και πολλών άλλων γλωσσών. Το πιο συνηθισμένο υποκοριστικό σήμερα είναι το Γιάννης (σπίτι που δεν έχει Γιάννη προκοπή δεν κάνει!!). Στην Πελοπόννησο, την Κύπρο και ορισμένες άλλες περιοχές χρησιμοποιείται και το πιο σπάνιο Γιάννος. Το όνομα Ιωάννης προέρχεται από το εβραϊκό όνομα יוחנן (Γιοάναν), που αποτελεί συντομευμένη μορφή του ονόματος יהוחנן (Γιεχόαναν). Παραδοσιακά μεταφράζεται ως «Δώρο Θεού», γι’ αυτό και συνήθως θεωρείται αντίστοιχο του Θεόδωρου και Θεοδώρητου. Όμως μία πιο περιφραστική και ακριβής μετάφραση είναι «ο Γιαχβέ (δηλαδή ο Θεός) υπήρξε γενναιόδωρος» ή αλλιώς «ο Ιεχωβά είναι γενναιόδωρος». Με την εξάπλωση του Χριστιανισμού το όνομα πέρασε σε πολλές άλλες γλώσσες και πήρε διάφορες μορφές. Ελληνιστική Κοινή Ἰωάν(ν)ης , θηλ. Ἰωάννα Ελληνικά Γιάννης, Γιάννος, θηλ. Γιάννα. Στα Ισπανικά είναι Juan (Ζουάν), θηλ. Juana (Ζουάνα). Πιθανόν από εδώ να προήλθε και το κρητικό Επώνυμο Τζουανάκης (λόγω της κατάκτησης της Κρήτης από τους Ενετούς) που αντιστοιχεί στο Ποντιακό Ιωαννίδης ή και το επίσης Κρητικό Γιαννάκης.

Παπαδάκης από επαγγελματικό παπάς,
Καλαϊτζάκης από το επαγγελματικό καλαϊτζής (=γανωματής, γανωτζής).
Δασκαλάκης από το επαγγελματικό Δάσκαλος
Σκουλάς = ο έχων μακριά και πυκνά μαλλιά (στην Κρήτη τα μαλλιά ονομάζονται σκουλιά). Για παράδειγμα λέμε θα σε αρπάξω από τα σκουλιά, ή θα σου «ξετινάξω» (=θα τραβήξω) τα σκουλιά σου τρίχα τρίχα. Από το Σκουλάς προέρχεται το > Σκουλατάκης.
Τα οικογενειακά ονόματα που λήγουν σέ –ίδης (π.χ. Σεμερτζίδης, Καζαντζίδης κ.ά) ή –άδης (π.χ. Καστοριάδης) δηλώνουν καταγωγή ποντιακή και μικρασιατική.
Τα επώνυμα σε –άκης (π.χ. Καζαντζάκης, Θεοδωράκης κ.ά.) δηλώνουν κρητική καταγωγή.
Τα λήγοντα σε –άτος επώνυμα (π.χ. Ιακωβάτος, Λασκαράτος κ.ά.) δηλώνουν κεφαλλονίτικη καταγωγή.
Τα λήγοντα σε –άκος (π.χ. Μανάκος, Καργάκος κ.ά.) ή σε –έας (π.χ. Σκαλκέας, Μαυρέας κ.ά.) οικογενειακά ονόματα προέρχονται από τη Μάνη.
Τα σε –έλ(λ)ης λήγοντα επώνυμα (π.χ. Ζουγανέλης, Αλεπουδέλης κ.ά.) δηλώνουν καταγωγή από τη Λέσβο.
Η πολύ διαδεδομένη κατάληξη σε –(ό)πουλος δηλώνει καταγωγή από την Πελοπόννησο και προέρχεται από το μεσαιωνικό πούλ(λ)ος (<λατ. pullus=νεοσσός). Η κατάληξη αυτή δήλωνε αρχικά «τό παιδί τού…», για ζώα (λ.χ. γουρούνι – γουρουνόπουλο, κλώσσα – κλωσσόπουλο, λύκος – λυκόπουλο, πέρδικα – περδικόπουλο κ.ά.) κι έ-πειτα για ανθρώπους (λ.χ. άρχοντας – αρχοντόπουλο, βασιλιάς – βασιλόπουλο, βοσκός – βοσκόπουλο, καπετάνιος – καπετανόπουλο, πρίγκιπας – πριγκιπόπουλο, πρόσφυγας – προσφυγόπουλο, ρήγας – ρηγόπουλο, τσοπάνης – τσοπανόπουλο, χωριάτης -χωριατόπουλο κ.ά.).

Έχουμε να καταθέσουμε τις εξής σκέψεις μας ως προς το -ογλού στα επώνυμα προερχόμενα εξ Ανατολής. Καταρχάς το επώνυμο -ογλού στην Τουρκία είναι σπάνιο και συναντάται σε περιοχές συγκεκριμένες. Πολύ σπάνια τα συναντάμε σε «καθαυτούς» Τούρκους (ό,που συναντήσουμε -ογλού σε Τούρκο σίγουρα κάτι άλλο συμβαίνει και δεν θέλει πολύ να αντιληφθούμε τι ακριβώς. Στα αρβανίτικα-αλβανικά λοιπόν έχουμε τη λέξη βόγ(gë)λ πού σημαίνει τον έφηβο. Ο νεαρός, o μικρός με λίγα λόγια. Έχουμε το γνωστό επώνυμο Βόγλης.
Μπορεί να θεωρηθεί ότι στο τουρκικό αυτί πέρασε ως –ογλού (στην γενική στα ελληνικά) στις καταλήξεις των επωνύμων και με την σειρά του στους Έλληνες (ως τουρκόφωνοι) της Μ. Ασίας, όπου υποδηλώνει τον υιό τού τάδε.
Τα επίθετα σε -όγλου δε σημαίνουν ότι κάποιος είναι Τούρκος, όπως και τα επίθετα σε -πουλος δε σημαίνουν ότι κάποιος είναι απόγονος των Ρωμαίων. Προσωπική μου πεποίθηση είναι ότι οι Τούρκοι είναι σε μεγάλο βαθμό απόγονοι εξισλαμισμένων Ελλήνων, Σλάβων κλπ., δηλαδή το αντίθετο συμβαίνει. Νομίζω ότι η κατάληξη -ογλου οφείλεται στην επιρροή της τουρκικής γλώσσας. Τόσα και τόσα δάνεια έχουμε πάρει από τη γλώσσα αυτή. Δε μαρτυρά τουρκική καταγωγή, ίσως να μαρτυρά προέλευση από Μικρασία, Ανατολία. Π.χ. είχα δει σε ντοκιμαντέρ κάποιον Εκμέκογλου από τον Πόντο που όταν ήρθαν οι γονείς του στην Ελλάδα οι ελληνικές αρχές “μετέφρασαν” το επώνυμο σε “Ψωμιάδης” (εκμεκ=ψωμί). Το -ογλου επομένως δεν είναι τουρκικό αλλά είναι Οθωμανικό. Οι περισσότεροι -ογλου είναι απόγονοι τουρκόφωνων Ελλήνων, ωστόσο δεν είναι απαραίτητο να είναι τουρκόφωνοι, οι Πόντιοι πχ το άλλαξαν σε -ίδης. Το Αρναούτογλου είναι μια απόδειξη.

Και η μητέρα του Καραμανλή ήταν σε -ογλού αλλά δεν ξέρω αν ήταν τουρκόφωνη η απλά προερχόταν από τέτοια οικογένεια. Σε κάθε περίπτωση το επώνυμο Καραμανλής σίγουρα είναι ένδειξη ότι κατάγεται από τουρκόφωνους (όχι Τούρκους).
Ανάλογη σημασία έχει και η κατάληξη σε -ογλου/-όγλου (π.χ. Κόντογλου, Εμφιετζόγλου) (από το –oglu της Τουρ-κικής), που δηλώνει καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Οğul = γιος (γεν. -ογλου = γιος του).
Αγαπήτογλου /Αγαπητός/Αγαπητάκης/Αγαπητόπουλος
Αράπογλου : Επώνυμο που προέρχεται από παρατσούκλι. Αράπης είναι ο μαυριδερός + τουρκική κατάληξη -ογλου που σημαίνει παιδί.
Αρδίζογλου Έψαξα την λέξη και είδα ότι σημαίνει ένα κυπαρισσοειδές. Πιθανόν να είναι απόγονος κάποιου που έμοιαζε με αυτό το φυτό, Είναι δηλαδή πιθανόν όνομα φυτώνυμο.
Ασλάνογλου (γιός λιονταριού, Λεονταρίδης ελληνιστί) κλπ. Ασλάνογλου. Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λεξη aslan =λιοντάρι το οποίο εξελληνίστηκε και με την κατάληξη –ιδης προσδιορίζει τον Πόντο. Ασλάνογλου > Λεονταρ-ίδης, Λεοντιάδης.
Βαξεβάνογλου (ή Μπαξεβάνογλου) = το παιδί του μπαξέ (=κήπου) δηλ. ο κηπουρός.
Γκάγκαλιας (Το Τουρκικό «gaga»= ράμφος+ την Τουρκική κατάληξη -li)
Δεμιρτζόγλου από το τουρκικό Demircioğlu = ο γιος του Σιδηρουργού (=Demirci). Δερμιτζίδικα =διδηρουργεία
Δράμαλης (Η πόλη Δράμα + την τούρκικη κατάληξη -li)
Κιρατζής (Το Τούρκικο «Kiraci»= Ενοικιαστής)
Κισόγλου : Από περσική λέξη kesis = καλόγερος παπάς χριστιανός +τούρκικη κατάληξη – ογλου = παιδί.
Κούλογλου από το τουρκικό Kuloğlu = ο γιος του υπηρέτη (δούλου)
Λαφαζάν-ης (Το Τούρκικο Lafazan= φλύαρος, ψωροπε-ρήφανος)
Μπογιατζ-όγλου > ο γιος του βαφέα, ο μικρός βαφέας >Βαφει-άδης
Παπάζ-ογλου= ο γιός του Παπά στα Τούρκικα
Πατσατζόγλου = από το τουρκικό Paçacıoğlu ( paçacı αυτός που φτιάχνει paça = ποδαράκια ζώου )
Σακαλής (Το Τούρκικο Sakalli= γενειοφόρος)
Τουφεκτσής (απο το Τούρκικο Tufekci=οπλοπώλης κλπ)
Ρώμπαπας (Το Τούρκικο rum= Ρωμιός+ παππάς «Ελλη-νοπαππάς»)

Αλλά
Κούγιας =(Σλαβικό kuja= πεταλωτής), γι αυτό ως ποινικολόγος «πεταλώνει» τους αντίδικους.
Στην Κρήτη επίσης υπάρχουν πολλά επώνυμα σε –ογλου όπως Μπεζιρτζόγλου, Κιοσέογλου, Χεϊτάνογλου κλπ. Ειδική αναφορά θα κάνουμε για το τελευταίο. Είναι δρόμος στο λεγόμενο «σταυρό της πόλης» η οποία έχει μετωνομαστεί σε 1821 από οδός Χεϊτάνογλου που σημαίνει το παιδί του διαβόλου στα οθωμανικά (χιοτάν =ο διάβολος) και κρητιστί Χιοϊτάνης. (Σεϊτάν ο-γλου=διαβολόπαιδο).
Το 15% περίπου των αντρών στην Κρήτη φέρουν το όνομα Εμμανουήλ (Μανόλης, Μανολιός, Μανούσος κλπ.). Το όνομα Νικόλαος ακούγεται ως Κοκόλης, ενώ πού συνηθισμένο είναι και το Στυλιανός που φέρεται συνήθως ως Στέλιος ή Στελής. Πολλά ονόματα επιχωριάζουν, δηλαδή εμφανίζονται με ιδιαίτερη συχνότητα σε ορισμένες περιοχές: στα Σφακιά απαντούν συχνά τα Μανούσος και Σήφης, Ρούσος, Κανάκης, Πόλος και Πολιός (από το βενετσιάνικο τύπο Paolo του Παύλος αλλά και απο το Απολλώδωρος ή Πολύδωρος), Γερώνυμος, Διοματάρης και Αρτέμης. Στο Ηράκλειο επιχωριάζουν τα: Μύρων, Φραγκίσκος, Μηνάς και Φανούριος, ενώ στο Ρέθυμνο το Μάρκος. Εντύπωση προκαλούν τα σχεδόν αποκλειστικά κρητικά ονόματα Χαρίδημος, Δράκος και Δημοκράτης (θηλ. Δημοκρατία).

Τελειώνοντας τη μικρή αναφορά στα ονόματα και επώνυμα θα ετυμολογήσω και το επώνυμο Κορνάρος απ όπου και το Κορναράκης, το οποίο έχει και ο γράφων. Έχει βενετική προέλευση. Το επώνυμο Κορνάρος είναι δηλωτικό επαγγελματικό επίθετο. Κορνάρος είναι ο κατασκευαστής μουσικών οργάνων των Κόρνων. Η οικογένεια των Κορνάρων εγκαταστάθηκε αρχικά στη Σητεία και έπειτα ήρθε στο Ηράκλειο. Μαρτυρείται από την αποστροφή του λόγου του Βιτσένζου στον Ερωτόκριτο όπου σημειώνει «Βιτζέντος είναι ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος, που να βρεθεί ακριμάτιστος (δηλαδή χωρίς αμαρτίες) όντε τον πάρει ο χάρος. Στη Στεία εγεννήθηκε, στη Στεία ανετράφη, στο Κάστρο ήκαμε και εκόπιασε ετούτα που σας γράφει». Ο αδελφός του Ανδρέας Ιακώβου Κορνάρος κατοικούσε στο Θραψανό σύμφωνα και με τη διαθήκη του το 1611 που δημοσίευσε ο ιστοριοδίφης Στέργιος Σπανάκης. Μετά την Τουρκική κατάληψη της υπαίθρου ανέβηκαν οι απόγονοι στα ορεινά και έτσι βρέθηκαν στο χωριό μου το Αμαριανό Πεδιάδος. Το Αμαριανό καθώς και το διπλανό χωριό Μαθιά το γνώριζαν λόγω του ότι είχαν φέουδα εκεί. Το επίθετο Κορναράκης απ ότι είμαι με θέση να γνωρίζω δόθηκε στους προγόνους μου μετά το 1821 (συγκεκριμμένα το 1834 στην Αιγυπτιακή απογραφή) γιατί μέχρι τότε γράφονταν στο Αμαριανό Κορνάροι όπως αυτό φαίνεται μέσα από τα αρχεία του «Κώδικα Θυσιών» προερχόμενοι απο τους Κορνάρους του Θραψανού.

 

 





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.