Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, ο κόσμος όμως που απεικονίζει είναι ένα σύνθετο κατασκεύασμα που δεν ανταποκρίνεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα: παράλληλα με τις αρχαιοελληνικές αναφορές, εμφανίζονται αναχρονισμοί και πολλά στοιχεία του δυτικού κόσμου, όπως η κονταρομαχία. Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του αποκτούν μετά από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο γιος του πιστού συμβούλου του βασιλιά, Ερωτόκριτος. Επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά.
Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή. Ο Ηράκλης, όταν μαθαίνει για τον τραγουδιστή, του στήνει ενέδρα για να τον συλλάβει, ο Ερωτόκριτος όμως μαζί με τον αγαπημένο του φίλο σκοτώνει τους στρατιώτες του βασιλιά. Ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει. Στο διάστημα αυτό ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η Αρετούσα τον επισκέπτεται, βρίσκει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Όταν εκείνος επιστρέφει, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει ότι μόνο η Αρετούσα τους είχε επισκεφτεί. Επειδή καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί να κινδυνεύει, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα του στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του.
Ο βασιλιάς οργανώνει κονταροχτύπημα για να διασκεδάσει την κόρη του. Παίρνουν μέρος πολλά αρχοντόπουλα από όλον τον γνωστό κόσμο και ο Ερωτόκριτος είναι ο νικητής. Το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά στο παράθυρο της Αρετούσας. Η κοπέλα παρακινεί τον Ερωτόκριτο να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το «θράσος» του νέου και τον εξορίζει. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από το βασιλιά του Βυζαντίου. Η κοπέλα αμέσως αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη. Η Αρετούσα αρνείται να δεχθεί το προξενιό και ο βασιλιάς τη φυλακίζει μαζί με την πιστή παραμάνα της.
Έπειτα από τρία χρόνια, όταν οι Βλάχοι πολιορκούν την Αθήνα, εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος. Σε μια μάχη σώζει τη ζωή του βασιλιά και τραυματίζεται.Ο βασιλιάς για να ευχαριστήσει τον τραυματισμένο ξένο του προσφέρει σύζυγο την κόρη του. Η Αρετούσα αρνείται και αυτόν τον γάμο και στη συζήτηση με τον μεταμφιεσμένο Ερωτόκριτο επιμένει στην άρνησή της. Ο Ερωτόκριτος την υποβάλλει σε δοκιμασίες για να επιβεβαιώσει την πίστη της και τελικά της αποκαλύπτεται αφού λύνει τα μαγικά που τον είχαν μεταμορφώσει. Ο βασιλιάς αποδέχεται το γάμο και συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και τον πατέρα του και ο Ερωτόκριτος ανεβαίνει στο θρόνο της Αθήνας.
Η δομή του έργου
Ο Ερωτόκριτος είναι χωρίς αμφιβολία έμμετρο μυθιστόρημα και μάλιστα ερωτικό , όπως το χαρακτήρισε ο πρώτος εκδότης του και όχι έπος, όπως χαρακτηρίζεται από τους νεώτερους μελετητές. Διαιρείται σε πέντε μέρη και η διαίρεση αυτή δεν είναι άσχετη με τις πέντε πράξεις του ιταλικού αναγεννησιακού δράματος. Η υπόθεσή του συνοπτικά περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα και την παλικαριά και τοποθετείται σε μία υποθετική και συμβατική αρχαιότητα. Ο Κορνάρος διηγείται σε περισσότερους από 10.000 δεκαπεντασύλλαβους στίχους την ερωτική ιστορία του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας , τις δυσκολίες και τα βάσανά τους ως το τελικό αίσιο τέλος.
Α? ΜΕΡΟΣ
Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του Αρτέμη ύστερα από πολλά χρόνια γάμου αποκτούν μία και μοναδική κόρη την Αρετούσα την οποία ερωτεύεται παράφορα ο Ερωτόκριτος , ο γιός του συμβούλου του βασιλιά Πεζόστρατου. Όμως επειδή δεν μπορούσε να φανερώσει τον έρωτά του πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια με τον πιστό φίλο του Πολύδωρο, στον οποίο εκμυστηρεύεται το μεγάλο του μυστικό, και τα τραγούδια του.
«Αδέρφι μου, Πολύδωρε το ξέρω , το κατέχω πως με τον έρωτα ξεμπερδεμό δεν έχω. Φλόγα μου καίει την καρδιά και δεν μπορώ να γιάνωκαι για την Αρετούσα μου θα πέσω να ποθάνω».
Έτσι λοιπόν ο Ερωτόκριτος βρίσκει παρηγοριά σε αυτά τα τραγούδια που της τραγουδάει εξομολογώντας της τον έρωτά του. Η Αρετούσα (που ήταν 13-14 χρονών , δηλαδή ανήλικη) αρχίζει να συγκινείται από τα τραγούδια του άγνωστου (για αυτήν) νυχτερινού τραγουδιστή.
Η Αρετή σαν άκουσε τα όμορφα λαγούτα γυρίζει προς την νένα της και λέει τα λόγια ετούτα:
«Νένα μου , το τραγούδι αυτό κάτι σαν λιγωμάρα
φέρνει μου στην καρδιά και μου΄ρχεται λαχτάρα.»
Β? ΜΕΡΟΣ
Στις 25 Απριλίου (ημέρα εορτασμού του Αγίου Μάρκου) ο βασιλιάς για να διασκεδάσει την κόρη του οργανώνει κονταροχτύπημα στο οποίο παίρνουν μέρος αφέντες και αρχοντόπουλα από όλες τις ελληνικές πόλεις. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Ερωτόκριτος ο οποίος ήταν μεταμφιεσμένος προκειμένου να μην τον αντιληφθούν επειδή προερχόταν από κατώτερη κοινωνική τάξη. Τελικός νικητής ήταν ο Ερωτόκριτος που έλαβε το στεφάνι από τα χέρια της Αρετούσας , ως έπαθλο της νίκης.
«Από τους δυο πιο δυνατούς εκείνη την ημέρα
φάνηκεν ο Ρωτόκριτος. Και τα?Αρετής πιο πέρα
η δόλια η καρδούλα της εκόντευε να σπάσει,
γιατι φοβόταν μην τυχόν και τον καλό της χάσει».
«Ενίκησε ο Ρωτόκριτος στο ρήγα γονατίζει
και με χρυσό η Αρετή στεφάνι τον στολίζει.
Κι ο κόσμος όλος χαίρονταν για τ? άξιο παλικάρι
που?χε περίσσεια αντρειά και φρόνιση κα χάρη».
Γ? ΜΕΡΟΣ
Ύστερα από τις κρυφές συναντήσεις του Ερωτόκριτου με την Αρετούσα , ο Ερωτόκριτος πείθει τον πατέρα του να επισκεφτεί το βασιλιά και να ζητήσει τη βασιλοπούλα σε γάμο. Ο βασιλιάς εξοργίζεται για την τόλμη του Πεζόστρατου και εξορίζει τον Ερωτόκριτο από την χώρα του . Προτού φύγει όμως η Αρετούσα του προσφέρει το δαχτυλίδι της και ορκίζονται αιώνια αγάπη.
«Του λέει του Πεζόστρατου ο Ρωτόκριτος μια μέρα: Πατέρα μου του βασιλιά αγαπώ τη θυγατέρα. Παρακαλεί το γέρο του στο ρήγα να μιλήσει της ρηγοπούλας της καλής το χέρι να ζητήσει. Ο βασιλιάς σαν άκουσε την προξενιά του γάμου: Λωλέ , λέει του γέροντα , χάσου από μπροστά μου. Πώς να ζητήσεις τόλμησες εσύ τούτη τη χάρη γυναίκα του ο Ρωτόκριτος την Αρετούσα να πάρει?
Όσο γα το Ρωτόκριτο και την αποκοτιά του στην εξορία να διωχτεί θέλω η αφεντιά του. Μεσάνυχτα ο Ρωτόκριτος στην Αρετούσα πάει. «Άκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα? Ο κύρης με?ξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα. Φεύγω , μισεύω μακριά , σε άλλη γή θα μείνω , μα την ψυχή και την καρδιά σε σένα την αφήνω. Όρκο σου κάνω πως θα ζώ μόνο για να γυρίσω αφού δίχως εσένανε δε θέλω πια να ζήσω. Η Αρετούσα που τ?άκουσε κόντεψε να πεθάνει το δαχτυλίδι της στο χε΄ρι του το βάνει».
Δ? ΜΕΡΟΣ
Η Αρετούσα κλείνετε στην φυλακή μετά την επίμονη άρνησή της να παντρευτεί το ρηγόπουλο του Βυζαντίου. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο βασιλιάς των Βλάχων εισβάλλει στην χώρα του Ηράκλη και πολιορκεί την Αθήνα. Ο Ερωτόκριτος με μαύρη όψη προσφέρει σοτυς Αθηναίους ανέλπιστη και αποτελεσματική βοήθεια και στο τέλος νικάει στην αποφασιστική μονομαχία με τον Άριστο τον ανιψιό του βασιλιά των Βλάχων.
«Τα?κουσεν ο Ρωτόκριτος τα θλιβερά μαντάτα πως στην Αθήνα πλάκωσαν των Βλάχων τα φουσάτα. Τα άρματά του ζώνεται τον μαύρο του σελώνει και στην Αθήνα γρήγορα σαν άνεμος ζυγώνει. Ήθελε σαν πολεμιστής τη χώρα να βοηθήσει και αν μπορει τον ρήγα του να κάμει να νικήσει. Φτάνει κοντά και τι να ιδεί: στη μάχη , με στη μέση, το βασιλιά σε κίνδυνο να?χει πέσει. Ορμάει ο Ρωτόκριτος μ?όλη τη δύναμή του μήπως του Ρήγα να σωθεί μπορέσει η ζωή του. Χτυπάει οχτρούς με το σπαθί, χτυπιέται, δε λυγάει, ώσπου ασφαλή το βασιλιά μέσα στα τείχη πάει».
Ε? ΜΕΡΟΣ
Στο τελευταίο μέρος ο Ηράκλης γεμάτος ευγνωμοσύνη προσφέρει στον άγνωστο πολεμιστή τα πλούτη και το μισό βασίλειό του. Αυτός όμως αρνείται και ζητά ως αμοιβή να πάρει για γυναίκα του τη φυλακισμένη ακόμα Αρετούσα. Ύστερα από πολλές και επιμέρους περιπέτειες , όπου ο Ερωτόκριτος δοκιμάζει τα όρια τη πίστης της Αρετούσας , θα φανερωθεί ποιος είναι και θα την παντρευτεί με την άδεια του βασιλιά Ηράκλη. Στον επίλογο του ποιήματος , (Ε 1539-1548) ο ίδιος ο ποιητής μιλά για τον εαυτό του. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Σητεία , όπου έγραψε και το ποίημά του, παντρεύτηκε και διέμενε στο κάστρο (σημερινό Ηράκλειο).
«Του λέει τότε ο βασιλιάς:
Αποθαμένος ήμουν κι εσύ μου την εχάρισες σήμερα τη ζωή μου.
Μαζί μου μείνε το λοιπόν και μόλις ξεψυχήσω
τέκνο και κληρονόμο μου σε όλα θα σ?αφήσω.
Το έργο σώζεται σε ένα μόνο χειρόγραφο που μετά το 1669 μεταφέρθηκε από Κρητικούς στα Επτάνησα. Η υπόθεση και τα πρόσωπα του έργου είναι φανταστικά και μόνο σε μερικά επεισόδια συναντούμε ιστορικούς υπαινιγμούς, όπως στη μονομαχία του Κρητικού με τον Καραμανίτη. Στον Ερωτόκριτο εξυμνούνται οι ιπποτικές αρετές, η παλικαριά, ο έρωτας, η φιλία, η ιπποτική γενναιοφροσύνη και η σταθερότητα. Πάνω από όλα όμως διακρίνονται τα στοιχεία της ελληνικής λαϊκής παράδοσης που εκφράζονται μέσα από το συνδυασμό στοιχείων της αρχαίας μυθολογίας με άλλα που ανήκουν στη λαϊκή νοοτροπία της εποχής. Μερικοί στίχοι του Ερωτόκριτου θυμίζουν στίχους δημοτικών τραγουδιών. Ποιητής του Ερωτόκριτου είναι ο Βιτσέντζος Κορνάρος που γεννήθηκε στη Σητεία της Κρήτης, όπως ο ίδιος αυτοσυστήνεται στον επίλογο του έργου του και είναι γόνος μεγάλης βενετοκρητικής οικογένειας. Οι μελετητές συμφωνούν στο ότι ο Κορνάρος δανείστηκε την υπόθεση από ένα μεσαιωνικό γαλλικό μυθιστόρημα του 1847, το Paris et Vienne του Πιερ ντε λα Συπέντ (Pierre de la Cypede), που το γνώρισε προφανώς από κάποια ιταλική μετάφραση. Αν και το πρότυπο είναι ξένο, ο Ερωτόκριτος είναι έργο καθαρά ελληνικό. Η δράση του εκτυλίσσεται στην ειδωλολατρική Αθήνα και το λαϊκό στοιχείο είναι διάχυτο και στη στιχουργική και στη θεματική. «Καταλαβαίνουμε εδώ την περηφάνια ενός δημιουργού με ελληνική παιδεία, που έμαθε από τους ανθρώπους της ιταλικής Αναγέννησης να θαυμάζει τους αρχαίους», γράφει ο Γάλλος νεοελληνιστής Τοννέ (Henri Tonnet).
http://www.tsifetakis.mysch.gr/?page_id=13#header