Χαημός το φαΐ.!
– Ε παιδί μου κι έβαλα κιονέ το βγόδωμα που μου φερες στη φωτιά να ζεστάνω το φαΐ κι ήλιωκε το παντέρμο.
Μετά το Δεκαπενταύγουστο είχαμε πάει με το μπάρμπα Νικολή το Συκολογιαννάκη στο τρύγος στο Κρουσώνα σε ΄να ψηλό γεροδεμένο γέρο με βράκες και σαρίκι, σταφύλια τρυγούσαμε εικοσιπέντε δραχμές καλό μεροκάματο.
Επιστρέφοντας στη Χώρα, πλούσιοι νιώθαμε, διπλό παγωτό με κανταΐφι στα Λιοντάρια φάγαμε, με δικά μας λεφτά.!!!
Άρβυλα αγόρασα και λάστιχα για τσοι σφεντόνες, κι από του θείου του Γιώργη του Βιβλιοπώλη στηλούς και τετράδια.
Στην αγορά περπατώντας όλα πρωτόγνωρα, παιχνίδια κουρδιστά, με μπαταρίες, φακοί, ραδιόφωνα στη τσέπης, από όλα μα πιο πολύ μου κανε εντύπωση ένας που χε πιάτα και λεκανάκια με καπάκι χρωματιστά, κάτω τα πέταγε και δεν έσπαγαν, τα λεφτά όμως καλά στη τσέπη τάσφυγγα.
Με το μικρότερο αδελφό αποφασίσαμε σ΄ όλους από ένα μπολ με καπάκι που το γύριζες κι ανάποδα και δε σύρωνε, δώρο να κάνουμε.
– Ε το παντέρμο.!
– Χαημός το φαΐ, κι ήλιωκε.!!!
– Ε το κερατά που το φτιαχνε.!
Μονολογούσε η γιαγιά νηστική που στη φωτιά το βλεπε που μαύρους καπνούς σα τη πίσσα έβγανε.