Ο Γιώργος Σουρής γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1853, στη Σύρο από εύπορη οικογένεια, αλλά κάποια στιγμή ο έμπορος πατέρας του χρεοκόπησε και αντί να γίνει παπάς, όπως σκεφτόταν, πήγε στη Ρωσία να δουλέψει σε ένα θείο του που ήταν έμπορος σιτηρών. Ο νεαρός Σουρής έγραφε αδιάκοπα και κυνήγησε τον δρόμο της σατιρικής δημοσιογραφίας, στον οποίο αφιερώθηκε για όλη του τη ζωή. Στα 36 και πλέον χρόνια που κυκλοφορούσε ο «Ρωμηός», από το 1883 έως το 1918, ο Σουρής δημοσίευσε 1.444 τεύχη από τα οποία δεν έλειψε ποτέ η σατιρική του πένα….
Ο Γιώργος Σουρής έχει γράψει, ίσως, το πιο εύστοχο και διαχρονικό ποίημα για την κακοδαιμονία της ελληνικής πολιτικής σκηνής, που αντικατοπτρίζει όλα τα ελαττώματα της φυλής με απαράμιλλο σαρκασμό, αυτογνωσία και γλυκόπικρο χιούμορ.
Συγκαταλέγεται στην ανθολογία της οικονομίας και έχει μείνει γνωστό ως «Δυστυχία σου Ελλάς».
Ποιος είδε κράτος λιγοστό σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς, νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν ονείρατα,
ελπίδες και σκοποί, οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι, κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο- να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει, στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο, ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
Ο Σουρής ήταν πολυγραφότατος χρονικογράφος, εξαιρετικά ταλαντούχος και ευφυής. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1906 είχε προταθεί για Νόμπελ Λογοτεχνίας με πρωτοβουλία της Βουλής. Ο θάνατός του στις 26 Αυγούστου 1919 προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη. Η εξωτερική του εμφάνιση δεν ήταν ελκυστική, αλλά το πνεύμα του κάλυπτε όλες τις ατέλειες και με το παραπάνω, όπως μαρτυρούν τα αμέτρητα στιχάκια αυτοσαρκασμού που είχε γράψει.
Χαρακτηριστικό το ποίημα, «στον ίσκιο μου», που καταλήγει ως εξής:
«Βρε ίσκιε μου γιατί μ΄ ακολουθείς; Βρε ίσκιε μου δεν πας να μου χαθείς…
Σε απαντώ στο σπίτι και στον δρόμο και μου γεννάς πολλές φορές τον τρόμο»
Σε ηλικία 30 ετών, το 1883, ο ποιητής άρχισε να εκδίδει τον «Ρωμηό», έμμετρη εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα στην οποία σχολίαζε με καυστικό τρόπο την πολιτική ζωή και τα κοινωνικά δρώμενα. Την ίδια χρονιά απορρίφθηκε στις εξετάσεις στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, γεγονός το οποίο σατιρίζει φυσικά ο ίδιος σε κάποιο σημείο μια σύντομης αυτοβιογραφίας του στην Εστία το 1887:
«Προς τούτοις θα γνωρίζετε, πως σ’ ἄλλας περιστάσεις εἰς τον Σεμτέλον* ἔδωσα σπουδαίας ἐξετάσεις και ἀπερρίφθην παμψηφεί μετά πολλῶν ἐπαίνων γενόμενος ὑπόδειγμα τῶν ἐξεταζομένων»…
Οι τραπεζίτες στο στόχαστρό του Σατίριζε, κυρίως, την επικαιρότητα μέσα από τους διαλόγους δύο χαρακτήρων, του Φασουλή και του Περίκλετου. Από τη σάτιρά του δεν ξέφευγε κανείς και γι΄αυτό εκτός από πολλούς θαυμαστές, είχε και αρκετούς πολέμιους.
Στο πρώτο κιόλας τεύχος του «Ρωμηού», που κυκλοφόρησε στις 2 Απριλίου, έδωσε στίγμα, «καρφώνοντας» τους τραπεζίτες με το ποίημά του «Πρωταπριλιά»:
«Εχθές που ήταν Πρωταπριλιά,
αποφασίσαν κι οι Τραπεζίτες,
να μη φτωχαίνουν τον κόσμο πλια,
και ούτε να ‘χουν κρυφούς μεσίτες•
κι απ’ τα καλά των και τους παράδες
να πάρουν μέρος κι οι φουκαράδες»
Το 1881 παντρεύτηκε τη Μαρία Κωνσταντινίδου από τη Χίο με την οποία απέκτησαν πέντε παιδιά. Η γυναίκα του συνήθιζε να λέει πως έχει έξι παιδιά εξαιτίας του αυθορμητσμού του Σουρή και πολλοί υποστηρίζουν ότι για να δημοσιεύσει ένα ποίημα έπρεπε πρώτα να το διαβάσει εκείνη. Η γρίπη τον κατέβαλλε το καλοκαίρι του 1919 και πέθανε στις 26 Αύγουστου στο εξοχικό του στο Νέο Φάληρο.