Επιμέλεια: Βασιλική Παπουτσάκη
Η Πανούκλα ή Πανώγλα όπως τη λέμε στην Κρήτη ήταν μάστιγα για τον πληθυσμό. Η «μαύρη πανώγλα», όπως γράφει χαρακτηριστικά η Ευαγγελία Φραγκάκη «εξεκαμπάκισε πολιτείες και χωργιά κι εξεκλήρισε οικογένειες.
Η πανούκλα ενδημούσε από το 1817 στην Κρήτη και κράτησε 12 χρόνια. Πανούκλα πρέπει να έφεραν και αργότερα το 22 οι Αιγύπτιοι στρατιώτες. Πολλές οικογένειες κατέφυγαν στο ύπαιθρο (σπήλαια και αλλού) για να μην προσβληθούν. Άλλες φορές κατέφυγαν οι νοσούντες για να αποφευχθεί η μετάδοση της νόσου.
Οι Χριστιανοί έχτιζαν στις εισόδους των χωριών ή των πόλεων εκκλησίες (ή μικρά εικονοστάσια) αφιερωμένες στον Άγιο Χαράλαμπο. Πίστευαν ότι η αρρώστια θα σταματούσε εκεί που ήταν Ναός Του. Ο Άγιος θα προστάτευε τους κατοίκους και δεν θα την άφηνε να μπει και να αποδεκατίσει τον πληθυσμό.
Την περιγράφει ο Παύλος Βλαστός ως γριά πανάσχημη και μαύρη, καμπουριασμένη που κρατεί στο χέρι της σιδερένια ράβδο, που όποιον αγγίξει αρρωσταίνει . Έχει μεγάλα νύχια στα χέρια και φορεί σιδερένια παπούτσια.
Ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης την περιγράφει: «Είναι τυφλή γυνή, διατρέχουσα τας πόλεις από οικίας εις οικίαν και θανατούσα όσους αγγίζει˙ αλλ’ επειδή ως τυφλή βαδίζει ψηλαφώσα τους τοίχους των οικιών, αδυνατεί να εγγίση τους ευρισκόμενους εν μέσω των δωματίων».
Από την επαρχία Πεδιάδας έχουμε την παρακάτω μαρτυρία:
« Ο Άγιος Χαράλαμπος λέει ζήτησε από το Θεό :
“όπου με γιορτάζουνε να μη σημώνει ασθένεια στα οζά και πανώγλα στους ανθρώπους “ . Τα χρόνια εκείνα η πανούκλα , η πανώγλα όπως τη λέμε εδώ , ήταν ο φόβος των κατοίκων. Ο Άγιος Χαράλαμπος είναι ο διώχτης της. Δεν την άφηνε να μπει μέσα να ρημάξει το χωριό. Δόξα το Θεό όλα αυτά τα χρόνια μας προστατεύει και ποτέ δεν εφταξε επαέ”.
….. Η πανώγλα είναι μια γρα άσχημη αξυπόλητη με μαύρα ρούχα, ανεκούκουλη με χούρδικα μαλλιά. Ελέγανε ότι απ’ όπου περάσει αφήνει τα σημάδια της στις πόρτες σαν τα μυγιοφτύσματα. Μα δεν περνά ποτέ από δρόμους που έχει εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπη. Άμα τον ε δει το βάνει στα πόδια. Γι αυτό και στις εικόνες στην εκκλησία φαίνεται ο Άγιος να πατεί την πανούκλα.»
Στο χωριό Αξός «έμειναν μόνο δυο βοσκοί. Επήραν τότε μερικούς γερούς άντρες από τα γύρο χωριά και πήγαν να στήσουν καρτέρι της πανούκλας για να την πιάσουν. Εκεί που τρώγανε τη νύχτα επήγε η πανούκλα κι έρριξε το λύχνο μέσα στη μουρχούτα πού ’χαν το χόντρο, κι ετρώγανε. Τους έπιασε φόβος κι αντί να χυμήξουν να πιάσουν την πανώλη τρεμούλιασαν κι άρχισαν να κλαίνε ασταμάτητα κι έσκασαν από το κλάμα». Ακόμη κάποιες γυναίκες έπλεναν στο ποτάμι κι είχαν απλώσει τα ρούχα σ’ ένα τοιχάκι να στεγνώσουν, και «πάει η πανούκλα τσι πιάνει και τα ρούχα ως ήταν απλωμένα ετσά μείνανε κι ετσά ’ν’ ακόμη».
Στην περιοχή του Κρουσώνα με μεγάλους αμπελώνες οι αμπελουργοί συνήθιζαν να ευλογούν τα κλήματα που προόριζαν για φύτευση. Την παραμονή της φύτευσης πήγαιναν τα κλήματα στον πολιούχο του χωριού τον Άγιο Χαράλαμπο. Το πρωί της επόμενη ημέρας ο ιερέας ευλογούσε τα κλήματα και τα παρέδινε στον αμπελουργό για να τα φυτέψει. Λέγανε ότι αν κόψεις ένα κλαδί ανήμερα της γιορτής από δέντρο και το καρφώσεις στη γη αυτό θα φυτρώσει.
Οι κτηνοτρόφοι επικαλούταν τον Άγιο συνήθως όταν αρρώσταιναν μεγάλα ζώα κυρίως βοοειδή. Με λάδι από το καντήλι του Αγίου σταύρωναν το κεφάλι τους.
Σε ποιο παλιές εποχές συνήθιζαν να ζώνουν τα χωριά σχηματίζοντας προστατευτικούς κλοιούς . Έδεναν από την πόρτα της εκκλησίας του Αγίου Χαραλάμπη ( αν δεν υπήρχε εκκλησία ξεκινούσαν από μια εικόνα του), μια κλωστή βαμβακερή . Κύκλωναν όλα τα σπίτια του χωριού και ξαναγύριζαν και έδεναν την άλλη άκρη στο ίδιο σημείο. Την άφηναν σαράντα μέρες. Την κλωστή αυτή ή την πήγαιναν στον κηροπλάστη να κάνει κεριά ή την έκαναν ύφασμα και στόλιζαν την εικόνα του Αγίου.