Η νηστεία των Χριστουγέννων- Tο Σαρανταλείτουργο

Δεύτερη μακρά περίοδος νηστείας μετά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι η νηστεία των Χριστουγέννων, γνωστή στη γλώσσα του ορθόδοξου λαού μας και ως σαρανταήμερο. Αρχίζει την 15η Νοεμβρίου και λήγει την 24η Δεκεμβρίου.

Η νηστεία του Σαρανταημέρου των Χριστουγέννων γίνεται ως εξής:
Ἀπό 15 έως 21 Νοεμβρίου κατάλυσις ελαίου, εκτός Τετάρτης και Παρασκευής.
Την 21 Νοεμβρίου, εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, κατάλυσις ιχθύος όποια ημέρα και αν τύχη.
Από 21 Νοεμβρίου έως 17 Δεκεμβρίου:
Τα Σάββατα και τις Κυριακές κατάλυσις ιχθύος.
Δευτέρα, Τρίτη και Πέμπτη κατάλυσις ελαίου.
Τις Τετάρτες και τις Παρασκευές χωρίς λάδι, εκτός αν συμπέσουν οι εορτές: 16ην Νοεμβρίου του Αποστόλου Ματθαίου, την 25ην Νοεμβρίου της Αγίας Αικατερίνης, την 30ην Νοεμβρίου του Αποστόλου Ανδρέου, την 4ην Δεκεμβρίου της Αγίας Βαρβάρας, την 5ην Δεκεμβρίου του Αγίου Σάββα, την 6ην Δεκεμβρίου του Αγίου Νικολάου , την 9ην Δεκεμβρίου της Αγίας Άννης , την 12ην Δεκεμβρίου του Αγίου Σπυρίδωνος, την 15ην Δεκεμβρίου του Αγίου Ελευθερίου, την 17ην του Αγίου Διονυσίου και την 20ην Δεκεμβρίου του Αγίου Ιγνατίου.

Από 18 έως 23 Δεκεμβρίου κατάλυσις ελαίου, εκτός Τετάρτης και Παρασκευής.

Την Παραμονή των Χριστουγέννων 24ην Δεκεμβρίου δεν καταλύουμε έλαιον και οίνον εκτός αν τύχει Σάββατο ή Κυριακή.

 

Το Ιερό Σαρανταλείτουργο, κατά την διάρκεια της νηστείας των Χριστουγέννων, υπέρ υγείας ζώντων και υπέρ αναπαύσεως των κεκοιμημένων αδελφών μας.

Σαρανταλείτουργο λέγεται η τέλεση της Θείας Λειτουργίας επί σαράντα συνεχείς ημέρες. Οι σαράντα αυτές λειτουργίες γίνονται υπέρ υγείας των ζώντων και ιδιαιτέρως υπέρ αναπαύσεως των κεκοιμημένων χριστιανών.Το Σαρανταλείτουργο υπέρ ζώντων και κεκοιμημένων γίνεται συνήθως τις ημέρες της νηστείας των Χριστουγέννων από τις 15 Νοεμβρίου μέχρι την 25 Δεκεμβρίου.       

Σύμφωνα με την παράδοσή μας στο Σαρανταλείτουργο μνημονεύονται όσοι έχουν “φύγει” από μας προς τον Κύριον από την πρώτη μέχρι την τεσσαρακοστή ημέρα. Το Σαρανταλείτουργο δεν μπορεί να γίνει κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, γιατί στις πένθιμες και αυστηρές ημέρες της νηστείας δεν γίνονται Λειτουργίες παρά μόνο το Σάββατο και την Κυριακή. Η πράξη αυτή της Εκκλησίας μας στηρίζεται στη διαβεβαίωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, όταν έκαμε την πρώτη Θεία Λειτουργία στο Μυστικό Δείπνο, είπε ότι το αίμα Του είναι το αίμα που επικυρώνει την Καινή Διαθήκη. Είναι το αίμα που χύνεται υπέρ των πιστών Του “εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον”. Τα λόγια αυτά του Χριστού μαρτυρούν ότι η Θεία Λειτουργία είναι θυσία λατρευτική και ευχαριστήρια, ικετευτική και πρεσβευτική. Αλλά συγχρόνως είναι και θυσία εξιλασμού. Είναι δηλαδή θυσία για συγχώρεση των αμαρτιών μας.

Γι’ αυτό όταν τελούμε τη Θεία Λειτουργία κι αφού γίνει ο αγιασμός των Τιμίων Δώρων παρακαλούμε το Θεό για την ειρήνη και ομόνοια των Εκκλησιών και όλου του κόσμου. . Στη συνέχεια μνημονεύουμε και τους κεκοιμημένους μας και μάλιστα ονομαστικά, γιατί πιστεύουμε ότι οι ψυχές τους έχουν μεγάλη ωφέλεια, όταν γίνεται δέηση υπέρ αυτών μέσα στη Θεία Λειτουργία. Επειδή και αν ακόμη είναι αμαρτωλοί αυτοί που μνημονεύουμε, εμείς προσφέρουμε “Χριστό εσφαγιασμένον υπέρ των ημετέρων αμαρτημάτων” και παρακαλούμε το Θεό να γίνει σπλαχνικός για μας και γι’ αυτούς. Οι ευχές υπέρ των κεκοιμημένων μέσα στη Θεία Λειτουργία και μάλιστα η μνημόνευσή των ονομάτων τους είναι γνωστή από τα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι η μνημόνευση των ονομάτων των κεκοιμημένων  στη Θεία Λειτουργία είναι καθιερωμένη από τους Αγίους Αποστόλους, που δεν καθιέρωσαν τυχαία τη μνημόνευση αυτή μέσα στα φρικτά Μυστήρια του Χριστού. Νομοθέτησαν να μνημονεύονται και οι κεκοιμημένοι  στην Ευχαριστία, γιατί ήξεραν ότι αυτή η μνημόνευση φέρνει σ’ αυτούς “πολλήν όνησιν”. Φέρνει μεγάλη ωφέλεια και πολύ κέρδος.

Διότι όταν στέκει ένας ολόκληρος λαός και συμπροσεύχεται, όταν υπάρχουν ιερείς που τελούν τη φρικτή θυσία του Σταυρού, πώς να μη κάμωμε το Θεό να φανεί ίλεως και σπλαχνικός προς τους κεκοιμημένους  μας.

Γι’ αυτό οι παλιοί και καλοί χριστιανοί, όταν έκαναν το μνημόσυνο και τη Θεία Λειτουργία, ήταν παρόντες σ’ όλη τη Θεία Λειτουργία, από την αρχή μέχρι το τέλος. Είχαν κατάλληλα προετοιμαστεί με εξομολόγηση των αμαρτιών τους και μεταλάβαιναν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.

Κι έπειτα αγιασμένοι με τη Θεία Κοινωνία έκαναν ο μνημόσυνο για τη συγχώρεση των αμαρτιών και των ψυχών των κεκοιμημένων τους.Υπάρχουν μερικοί δεισιδαίμονες που δεν θέλουν να γράφονται τα ονόματα των νεκρών δίπλα στα ονόματα των ζώντων, γιατί το θεωρούν γρουσουζιά. Αλλά αυτό είναι μεγάλο λάθος. Για την Εκκλησία του Χριστού δεν υπάρχουν νεκροί. Οι νεκροί είναι πιο ζωντανοί από μας κι έρχονται σε κάθε Λειτουργία και συλλειτουργούν μαζί μας και τους Αγγέλους.

Απ’ όσα είπαμε φαίνεται ότι όταν κάνουμε Σαρανταλείτουργο, δεν πρέπει να αρκούμαστε να προσφέρουμε τα δώρα μας για να μνημονεύονται τα ονόματα μόνο. Πρέπει να συμμετέχομε στη Θεία Λειτουργία. Να πηγαίνουμε κατάλληλα προετοιμασμένοι με εξομολόγηση και προσευχή. Να κοινωνούμε των Αχράντων Μυστηρίων του Χριστού “εις άφεσιν αμαρτιών ημων και εις ζωήν αιώνιον”. Να μεταλαβαίνουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού  και “υπέρ αναπαύσεως” των αγαπημένων μας νεκρών για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους. Γιατί η χάρη και το έλεος του Θεού δεν έρχονται μαγικά κι από μόνα τους. Χρειάζεται εργασία και ιδρώτας, αγώνας και προσπάθεια , άσκηση πνεύματος και σώματος, τέντωμα ψυχής και λαχτάρα θείας ζωής, για να αποκομίσουμε κι εμείς και οι νεκροί μας “μέγα κέρδος και πολλήν όνησιν”.

Τό Ἱερό Σαρανταλείτουργο

 

Στο υπέροχο βιβλίο «Ιωάννης της Κροστάνδης», (έκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου), διαβάζουμε: «Στην Θεία Λειτουργία τελείται το μυστήριο τής αγάπης. Και ή αγάπη στην ουσία της είναι μεταδοτική. Ή αγάπη, ιδιαίτερα ή θεία, σπεύδει να σκορπίσει το φώς της, την χαρά της όλους… Και συμπληρώνει: ώ αγάπη τελειότατη! ώ αγάπη, πού τα πάντα αγκαλιάζεις! Ώ αγάπη ισχυρότατη! Τί να προσφέρουμε σαν ευγνωμοσύνη στον Θεό για την αγάπη Του προς εμάς; Ή αγάπη αυτή βρίσκεται στην θυσία τού Χριστού, πού προσφέρεται για την άπελευθέρωσι όλων από κάθε κακία…».

Και ό μακαριστός π. Παΐσιος, σχετικά με την ανάγκη προσευχής για τούς κεκοιμημένους, έλεγε: «…να αφήνετε μέρος τής προσευχής σας για τούς κεκοιμημένους. Οι πεθαμένοι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα (για τούς εαυτούς τους). Οι ζωντανοί μπορούν… Να πηγαίνετε στην εκκλησία λειτουργία, δηλαδή πρόσφορο, και να δίνετε το όνομα τού κεκοιμημένου, να μνημονευθή από τον ιερέα στην προσκομιδή. Επίσης, να κάνετε μνημόσυνα και τρισάγια. Σκέτο το τρισάγιο, χωρίς Θεία Λειτουργία, είναι ελάχιστο.

Το μέγιστο, πού μπορούμε να κάνουμε για κάποιον, είναι το Σαράντα-Λείτουργο. Καλό θα είναι να συνοδευθή και με ελεημοσύνη. Αν έχεις ένα νεκρό, ό όποιος έχει παρρησία στον Θεό, και τού ανάψεις ένα κερί, αυτός έχει υποχρέωση να προσευχηθεί για σένα στον Θεό.

Αν πάλι, έχεις ένα νεκρό, ό όποιος νομίζεις ότι δεν έχει παρρησία στον Θεό, τότε, όταν τού ανάβεις ένα αγνό κερί, είναι σαν να δίνης ένα αναψυκτικό σε κάποιον πού καίγεται (από δίψα). Οι άγιοι δέχονται ευχαρίστως την προσφορά του κεριού και είναι υποχρεωμένοι να προσευχηθούν γι’ αυτόν πού το ανάβει. Ο Θεός ευχαρίστως το δέχεται…». (Μαρτυρίες προσκυνητών, Ζουρνατζόγλου Νικ.)

Για την ωφέλεια από τα Ιερά Σαρανταλείτουργα και τα μνημόσυνα, αξιομνημόνευτο είναι και το περιστατικό πού ακολουθεί από το βιβλίο «Θαύματα και αποκαλύψεις από την Θεία Λειτουργία», (έκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου).

«Κάποιος άρχοντας από την Νικομήδεια αρρώστησε βαριά και, βλέποντας πώς πλησιάζει στον θάνατο, κάλεσε την γυναίκα του για να τής εκφράσει τις τελευταίες του επιθυμίες: Την περιουσία μου να την μοιράσεις στους φτωχούς και τα ορφανά. Τούς δούλους να τούς ελευθερώσεις. Αλλά στους ιερείς δεν θέλω να δώσεις χρήματα για λειτουργίες. Σ’ αυτή του την μεγάλη θλίψη ό ετοιμοθάνατος επικαλέστηκε με πίστη την ευχή τού άββά Ησαΐα, ενός άγιου μοναχού πού ασκήτευε κοντά στην Νικομήδεια, και αμέσως -ώ τού θαύματος!- έγινε καλά. Σηκώθηκε λοιπόν και πασίχαρος έτρεξε στον όσιο. Εκείνος τον καλοδέχτηκε, δοξάζοντας τον Θεό για το μεγάλο θαύμα.

Θυμάσαι, παιδί μου, τον ρώτησε, ποιά ώρα συνήλθες από την αρρώστια;

-Την ώρα πού επικαλέστηκα την ευχή σου, απάντησε εκείνος. Ό όσιος, με τον φωτισμένο του νου, γνώριζε τί είχε λεχθεί στην διάρκεια τής αρρώστιας του και ξαναρώτησε:

-Άφησες, παιδί μου, χρήματα στους ιερείς, να λειτουργούν για την σωτηρία τής ψυχής σου;

-Όχι, γέροντα. Τί θα είχα να ωφεληθώ άν άφηνα κάτι; Δεν θα πήγαινε χαμένο;

-Μην το λες αυτό.

Ό άδελφόθεος Ιάκωβος γράφει: «Ασθενεί τις έν ύμίν; προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους της εκκλησίας, και προσευξάσθωσαν έπ’ αυτόν άλείψαντες αυτόν έλαίω έν το ονόματι του Κυρίου και ή ευχή της πίστεως σώσει τον κάμνοντα, και έγερεί αυτόν ό Κύριος· καν αμαρτίας ή πεποιηκώς, άφεθήσεται αύτώ». Να λοιπόν πού οι ευχές των ιερέων είναι αποτελεσματικές, για όποιον τις ζητάει με πίστη. Δώσε τώρα κι εσύ ένα ποσό, για λειτουργίες, και θα λάβεις από τον Θεό την πρέπουσα πληροφορία.

Έτσι κι έκανε. Έδωσε χρήματα σ’ έναν ιερέα για να του κάνει σαρανταλείτουργο, και γύρισε στον σπίτι του. Όταν συμπληρώθηκαν οι λειτουργίες, μετά από σαράντα μέρες, κι ενώ σηκωνόταν από τον ύπνο, βλέπει ξαφνικά ν’ ανοίγουν οι πόρτες του σπιτιού του και να μπαίνουν σαράντα άνδρες έφιπποι, λαμπροί και αγγελόμορφοι, είκοσι από δεξιά και είκοσι από αριστερά. -Κύριοι μου, φώναξε έκπληκτος ό άρχοντας, πώς μπήκατε σε σπίτι ανθρώπου αμαρτωλού;

-Εμείς οι σαράντα, πού βλέπεις, του απάντησαν εκείνοι, αντιπροσωπεύουμε τις λειτουργίες πού έγιναν για σένα στον φιλάνθρωπο Θεό. Μάς έστειλε Εκείνος, για να σε συνοδεύσουμε μέχρι την εκκλησίας. Πήγαινε μέσα χαρούμενος, χωρίς δισταγμό. Να, με τα πρεσβυτικά χέρια συμπληρώθηκαν οι σαράντα λειτουργίες, πού έγιναν για να ενωθεί ό Χριστός μαζί σου και να κατοικήσει στην καρδιά σου.

Ύστερα από αυτά, ό άρχοντας μοίρασε την περιουσία του σε ευλαβείς ιερείς, για να γίνουν λειτουργίες «υπέρ αφέσεως των αμαρτιών αυτού», διακηρύσσοντας πώς οι θείες λειτουργίες και οι αγαθοεργίες μπορούν να ανεβάσουν την ψυχή του ανθρώπου από τα καταχθόνια στα επουράνια.

Εἶναι ἡ μέγιστη καὶ πιὸ ἰσχυρὴ προσευχή καθὼς ἀποτελεῖ συμμετοχὴ στὴν προσευχὴ καὶ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων διδάσκει σχετικά: «Μέγιστη ὠφέλεια πιστεύουμε ὅτι θὰ λάβουν αὐτοί, γιὰ τοὺς ὁποίους δεόμαστε κατὰ τὴν ἁγία καὶ φοβερὴ θυσία τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἁμαρτωλοί, ἀφοῦ Χριστὸν ἐσφαγιασμένον ὑπὲρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων προσφέρομεν ἐξιλεούμενοι ὑπὲρ αὐτῶν τε καὶ ἡμῶν τὸν φιλάνθρωπον Θεόν». Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Δὲν νομοθέτησαν τυχαία οἱ Ἀπόστολοι νὰ μνημονεύουμε κατὰ τὰ φρικτὰ μυστήρια (Θεία Λειτουργία) τοὺς κεκοιμημενούς. Γνωρίζουν ὅτι εἶναι πολὺ μεγάλη ἡ ὠφέλεια γι’ αὐτούς».

Ἡ ἐμπειρία μαρτυρεῖ γιὰ τὴ δύναμη αὐτῆς τῆς προσευχῆς, ποὺ δὲν εἶναι «ἀτομικὴ προσευχὴ» ἀλλὰ ἡ προσευχὴ ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας.

Πηγή: www.osiaeirini.gr , http://www.orthodoxfathers.com/

https://inaap.wordpress.com





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.