Πάτρικ Λη Φέρμορ – Αφιέρωμα : Επιστροφή στην Κρήτη

 

 

Του Γιώργου Καλογεράκη*
Μετά την κατοχή, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, ο άνθρωπος που αγαπήθηκε περισσότερο απ όλους τους Άγγλους στην Κρήτη, ξαναγυρίζει κοντά στους φίλους και τις τοποθεσίες της αντίστασης. Γράφει ένα άρθρο ειδικά γραμμένο για την εφημερίδα “SUNDAY TIMES” του Λονδίνου και δημοσιεύεται σε δύο συνέχειες, στις 22 και στις 29 Νοεμβρίου 1956.
Αντίγραφο του άρθρου στέλνει ο ίδιος ο Πάτρικ Λη Φέρμορ στο φίλο του και Αρχηγό της Μυστικής Υπηρεσίας Ε.Ο.Δ.Π. Ηρακλείου Λασιθίου τα χρόνια 1941-1944, Μιχάλη Ακουμιανάκη. Το άρθρο αυτό το ανασύραμε από το αρχείο του Μιχάλη Ακουμιανάκη ( Β.Δ.Β.Η.), τη μετάφρασή του έκανε η κ. Μαίρη Βονσταντζή και αφιερώνεται στους Κρήτες αγωνιστές και στο μεγαλείο της Κρητικής Αντίστασης.

Κάθε επιστροφή συνοδεύεται από κινδύνους και απογοήτευση. Κατοικίες, σχολείο, τοπία και άνθρωποι που έπαιξαν κάποτε ένα σπουδαίο ρόλο στη ζωή μας δείχνουν, όταν τα ξαναβρίσκομε ύστερ από χρόνια πολλά, μικρότερα, πιο ταπεινά, πιο φθαρμένα στην όψη και ξεθωριασμένα σε χρώμα και παρά τις προσπάθειές μας να τους ξαναδώσουμε ζωή, απελπιστικά απόμακρα και παρωχημένα.
Ωστόσο, όποιος έζησε στην Κρήτη, τον καιρό του πολέμου δε θα πρέπει να φοβάται αυτό το ενδεχόμενο. Εδώ τα πάντα προβάλλουν ακόμα πιο μεγάλα απ όσο μέσα στη μνήμη, με πιο έντονες αποχρώσεις, πιο δυνατά και ερεθιστικά στην αφή, πιο διαπεραστικά και καθάρια σε τόνο και πιο ζωηρά σε ρυθμό. Τίποτα δεν έχασε τη φεγγοβολή του, δεν έχει συρρικνωθεί, ισοπεδωθεί ή σωπάσει και την ίδια στιγμή που η κορυφογραμμή των βουνών αρχίσει να φαίνεται κάτω από τα φτερά, ή το κουβούκλιο του αεροπλάνου, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο κατώτερη παραμένει η μνήμη από την πραγματικότητα. Αυτά τα βουνά σήμερα ψηλότερα, αυστηρότερα και πιο απόκρημνα από άλλοτε, οι παλιοί φίλοι πιο μεγαλόσωμοι, σκληροτράχηλοι, με ακόμα πιο ατίθασα γένια και μουστάκια και οι διαχύσεις και τ αγκαλιάσματά τους πιο θεριακλίδικα και στιβαρά πάνω στη ραχοκοκκαλιά μου παρά ποτέ.

                                                                                                                                                           Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ (καθήμενος δεξιά) με την ομάδα που απήγαγε τον στρατηγό Κράιπε

Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ με τον στρατηγό Κράιπε


Αισθάνομαι τόσο παράδοξα, σχεδόν σα να παρανομώ σε τούτο το τρίτο κατά σειρά ταξίδι επιστροφής μετά τον πόλεμο σαν περπατώ έτσι ελεύθερα στους δρόμους των τριών πόλεων, της ερειπωμένης από τους βομβαρδισμούς πρωτεύουσας των Χανίων, που στο λιμάνι της αντικαθρεφτίζονται τρούλοι τζαμιών σα διάστικτα ροδόχρωμα μαργαριτάρια, το χαριτωμένο Ρέθυμνο κάτω απο τον όγκο της Φράγκικης φορτέτσας του και η μεγάλη οχυρή συσσωρευμένη μάζα του Ηρακλείου, στριμωγμένη γύρω από την αναγεννησιακή κρήνη του Μοροζίνι και πλαισιωμένη από τεράστιο ενετικό περιτείχισμα, γιατί τα χρόνια της κατοχής, όσοι είχαμε πάνω μας την ευθύνη της οργάνωσης της αντίστασης, δε μπορούσαμε να πλησιάσουμε σʼ αυτά τα μέρη παρά μόνο τη νύχτα μεταμφιεσμένοι σε βοσκούς με γενειάδες και μουστάκια και σκεπασμένοι από την κουκούλα μιας πολύτριχης κάπας για να επικοινωνήσουμε με τους αντιπροσώπους των μυστικών οργανώσεων των πόλεων, ή τους συνεργάτες του δικτύου πληροφοριών μας, ή να αποτολμήσομε, στη περίπτωσή μου μια φορά χωρίς αποτέλεσμα, να βυθίσομε πετρελαιοφόρα του εχθρού με αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς. Παράξενες, βιαστικές επισκέψεις κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη της Βέρμαχτ.
Σήμερα, παλιοί γνωστοί σε σταματούν σε κάθε βήμα για να σου θυμίσουν τις λεπτομέρειες των ημερών εκείνων και να σε οδηγήσουν σε ταβέρνες όπου μέσα στην κρασοπλημμύρα τα κατορθώματα αυτής της εποχής ξαναγυρίζουν ολοζώντανα στο νου. Για μένα, το πιο αλλόκοτο περιστατικό – αυτό που το Ηράκλειο θυμάται πιο πολύ – είναι εκείνη η νύχτα του 1944 που βρέθηκα να κάθομαι σ ένα άνετο αυτοκίνητο, προορισμένο για μεταφορά αξιωματικών, πλάι σ έναν Άγγλο συνάδελφό μου, ντυμένο όπως κι εγώ με στολή Γερμανού λοχία, τρεις Κρητικούς συντρόφους κι έναν αιχμάλωτο Γερμανό στρατηγό μεσα από τους συσκοτισμένους δρόμους της πόλης.
Είναι ωστόσο ψηλά στ απόκρημνα κρητικά όρη, σε μικροσκοπικά χωριουδάκια περιστοιχισμένα από ελιές κι αμπέλια ή χτισμένα πάνω σε ασβεστολιθικούς βράχους σα γερακοφωλιές στην καρδιά των σύννεφων όπου οι αναμνήσεις είναι ακόμα νωπές. Πολλά απ αυτά είναι σήμερα απανθρακωμένα σκέλεθρα, ισοπεδωμένα από τους Γερμανούς με αποδεκατισμένο το πληθυσμό από μαζικές εκτελέσεις, αντίποινα για τη δράση των ανταρτικών ομάδων και για το άσυλο που πρόσφεραν στους περιπλανώμενους βρετανούς στρατιώτες μετά τη συμφορά του 1941 και τη συνδρομή τους στους κομάντος της προωθημένης Μονάδας 133 που εκτελούσαν αποστολές σαμποτάζ. Οι χωρικοί ήταν οικοδεσπότες, προστάτες και βοηθοί μας και τα ερημικά μοναστήρια, οι καλύβες των τυροκόμων και τα πετρόχτιστα μαντριά των προβατοκοπαδιών έγιναν τα σπίτια μας. Στα μέρη αυτά η μοναδική ανάμνηση είναι ο πόλεμος.
Οι Κρητικοί φημίζοναι σαν την πιο ανοιχτόκαρδη και φιλική χώρα του κόσμου που είναι η Ελλάδα, για τη γενναιόδωρη φιλοξενία και την προσήλωση στους παλιούς φίλους. Αν τύχει να είσαι Αγγλος, είσαι έτσι κι αλλιώς καλόδεχτος χάρη στο Λόρδο Βύρωνα και τον σερ Ουίνστων Τσώρτσιλ – δυαδική θεότητα στην ύπαιθρο και τα χωριά, όσο κι αν οι πόλεις αμφιταλαντεύονται – αλλά με αφορμή επίσης τα 150 χρόνια φιλίας και νικηφόρας συμμαχίας σε δυο πολέμους. Στην περίπτωση που αγωνίστηκες εδώ τον καιρό της κατοχής, οι καταπακτές της κρητικής γενναιοδωρίας ανοίγουν διάπλατες στο πέρασμά σου.
Όταν πέφτει το βράδυ, το κρασί ξεχειλίζει πλημμυρίζοντας το τραπέζι, το σανιδένιο πάτωμα συγκλονίζεται από τα βήματα των κρητικών χορών, ο ρυθμός του δοξαριού γρηγορεύει πάνω στην τρίχορδη λύρα. Οι μαντινάδες, αυτά τα στιγμιαία αυτοσχέδια δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα, που καθένα τους ανταγωνίζεται το προηγούμενο του σε τελετουργικό ύφος – σφυρίζουν στον αέρα. Αετίσιες μορφές, ιδροκοπούν στο φως της λάμπας: πολλά απ αυτά τα σαρικοφόρα κεφάλια είναι τόσο σκαμμένα από το χρόνο και τόσο σμιλευτά χυμένα που μοιάζουν με κομμάτια από σφυρήλατο χαλκό και κρύβουν τέτοια συμπυκνωμένη δύναμη κι ενεργητικότητα ώστε, καθώς πλησιάζουν οι μικρές ώρες της νύχτας, καρτερώ να ιδώ δαχτυλιδωτό καπνό ν ανεβαίνει από τ αυτιά τους και φλόγες να προβάλλουν από τα ρουθούνια τους.
Παρά τις διαμαρτυρίες του παπά με το κυλινδρικό καλυμμαύχι κάποια από τις στιβανάτες εκείνες φιγούρες τραβά κάθε τόσο ένα πιστόλι από το ζωνάρι του κι έτσι σα φιλοφρόνηση το αδειάζει πάνω στα λοξά δοκάρια της στέγης. Σε καμιά ώρα, ο ίδιος ο παπάς αρχίζει κι αυτός να παίρνει μέρος στο τρελό πιστολίδι. Και τη στιγμή που πάμε όλοι για ύπνο, η αυγή έχει αρχίσει να χαράζει πάνω στο φαράγγι.
Ατέλειωτες ερωτήσεις με πολιορκούν, ερωτήσεις για την τύχη και τα κατατόπια των αδέσποτων εκείνων πολεμιστών που τα δύσκολα χρόνια του 41 – 43 οι τελευταίοι τους φυγαδεύονταν κρυφά με καΐκια, υποβρύχια και τορπιλάκατους και που οι Κρητικοί τους είχαν προσφέρει στέγη, τροφή και ρούχα.
«Πού είναι τώρα ο Χάρυ και ο Στάικ από τη Αδελαϊδα και το Μπρίσμπαιην, ο Τζακ από το Λίβερπουλ και ο Γουώλτερ από το Ήλιγκ, ο Άρθουρ ο Νεοζηλανδός που είχε πληγωθεί από σφαίρα Σπαντάου στο πόδι; Κουτσαίνει ακόμα;» Οι μαυρομαντηλούσες γριές ρωτούν σα να πρόκειται για τα παιδιά τους και σταυροκοπιούνται βαθιαναστανάζοντας και ψελλίζοντας μια βραχνή προσευχή να έχουν γυρίσει σώα εκείνα τα παιδιά στην αγκαλιά των γονιών τους.
Κάποιες φορές, ένα μόνο όνομα που αντηχεί ωστόσο ελληνικά μοιάζει να κυριαρχεί από άκρη μιας οροσειράς, είναι το ψευδώνυμο κάποιου από τους Άγγλους οργανωτές της Αντίστασης. Στις κορφές των Λευκών Ορέων τις κατοικημένες από αγρίμια το όνομα είναι «Αλέκος» πέρα για πέρα – ο Ξαν Φήλντιγκ, συγγραφέας του « Οχυρού» όπου κάνει λόγο για τα παλιά του λημέρια.

Στην κεντρική Κρήτη είναι ο «Τομ» που τους εξηγώ πως έχει μεταμορφωθεί και πάλι από ρακένδυτος αντάρτης σε καθηγητή της έδρας της αρχαιολογίας στο Κολλέγιο Ολ Σωλς της Οξφόρδης. Ο «Σήφης» – ο Ράλφ Στόκμπριζ, σήμερα υποπρόξενος στην Αλεξάνδρεια, ο «Αλέξης» – ο Σάντυ Ρέντελ, συγγραφέας, διπλωμάτης άλλοτε και τώρα διπλωματικός ανταποκριτής των «Τάιμς» του Λονδίνου. Οι δυο «Λευτέρηδες» Ο ένας τους ο Χιού Φρέηζερ, σήμερα ζει στην άγρια ζούγκλα της Ουγκάντα, ο άλλος, ο Άρθουρ Ρηντ, έγινε περιφερειακός δικαστής στην Κένυα. Ο « Στέφανος» Ο Στηβ Βέρνεϋ, επίσκοπος σήμερα στη Βόρεια Αγγλία. Ο «Γιάννης» Ο Τζακ Σμιθ – Χιούζ δικηγόρος και συγγραφέας στο Λονδίνο και τόσοι άλλοι. Τα στόματα μένουν ανοιχτά με κατάπληξη μπροστά σ αυτά τʼ απίστευτα πεπρωμένα.
Μιλούν για όλους αυτούς με την πιο θερμή συμπάθεια: «Γιατί δεν έρχεται να μας δει;» λένε για τον καθένα χωριστά. Στην περιοχή του Ηρακλείου έχει απαθανατιστεί ένα ακόμη όνομα. Τʼ όνομα του Τζων Πεντλέμπουρυ, του αρχαιολόγου της Κρήτης που ξαναγύρισε εδώ με το βαθμό του λοχαγού όταν η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο κι έπεσε πολεμώντας στη διάρκεια της Μάχης το 1941 έξω από την Χανιόπορτα επικεφαλής ομάδας ανταρτών που ο ίδιος είχε οργανώσει και εκπαιδεύσει.
Πότε πότε κάποιος επιστρέφει. Όμως παρά την έξαρση των αναμνήσεων είναι δύσκολο να συλλάβει κανείς και πάλι την πραγματική ατμόσφαιρα της κατοχής. Τις μυστικές μας διεισδύσεις με καΐκι ή υποβρύχιο – στην περίπτωσή μου με αλεξίπτωτο όταν τα χιονισμένα βουνά στο φεγγαρόφωτο φάνταζαν σαν ένα φράγμα από κατάλευκους αιχμηρούς πασσάλους και τις υποχρεωτικές νυχτερινές πορείες μεσʼ από πεδιάδες που έβριθαν από Γερμανούς. Ύστερα, οι ατέρμονες αναρριχήσεις στις πιο ψηλές κι απρόσιτες κορφές για να εγκαταστήσουμε ένα στρατηγείο, κάθε μοναχικός αξιωματικός με τον ασύρματό του κι ένα λοχία ασυρματιστή και μια μικρή ακολουθία από ενόπλους Κρητικούς συντρόφους οδηγούς κι αγγελιοφόρους.

Πότε πότε πέφταμε πάνω σ ένα έρμο καλύβι ή κάποιο μαντρί αλλά τις περισσότερες φορές βρίσκαμε καταφύγιο σε μια από τις σπηλιές που αφθονούσαν στους γύρω λόφους.
Ζούσαμε μια τρωγλοδύτικη ζωή. Αν εξαιρέσει κανείς τις συνεχείς εφόδους των Γερμανών στα βουνά με στόχο την εκκαθάρισή μας, η ζωή ήταν καλή το καλοκαίρι αλλά γεμάτη στερήσεις το χειμώνα, όταν ήταν αδύνατο νʼ ανάψουμε έστω και μια μικρή φωτιά για να μην προδοθούμε από τον καπνό, ή ακόμα να ξεμουδιάσουμε στο ύπαιθρο όπου υπήρχε φόβος νʼ αφήσομε ίχνη. Στην αρχή, η τροφή μας ήταν λιτή και δυσεύρετη, αν και με τον καιρό βελτιώθηκε. Ωστόσο, ταμπουρωμένοι καθώς ήμασταν πίσω από τους πρίνους και τα βράχια, υπήρχαν φορές που βρίσκαμε τη διαμονή μας στα βάθη της σπηλιάς συναρπαστική.
Υπάρχει ακόμα ένα καταφύγιο στην Ίδα. Όχι πολύ πιο κάτω από την τοποθεσία όπου γεννήθηκε ο Δίας που το αναλογίζομαι σχεδόν με νοσταλγία παρά το χιόνι και τη βροχή που λυσσομανούσαν μεσʼ από το στόμα της σπηλιάς, τους σταλακτίτες που νότιζαν τα κεφάλια μας και τις στρατιές των παρασίτων που έκαναν γυμνάσια μπαινοβγαίνοντας στα βρώμικα και κουρελιασμένα ρούχα μας. Είχαμε παραγεμίσει τους υγρούς βράχους με χαμόκλαδα και φτιάξαμε μια παραστιά. Εκεί, περιμένοντας τους μαντατοφόρους από τις πόλεις με τα νέα των τελευταίων μετακινήσεων του στρατού ή εφοδιοπομπών για την Δυτική Έρημο, ή τη στιγμή που έπρεπε να στείλουμε το προγραμματισμένο μήνυμα με τον ασύρματο στο μακρινό Κάιρο, ξαπλώναμε κυκλικά γύρω από τη φωτιά. Οι βοσκοί με τις άσπρες κάπες που μας φρουρούσαν αλλάζοντας βάρδιες ακροκάθονταν με τα όπλα ακουμπισμένα στα γόνατά τους. Κουβεντιάζαμε ατέλειωτα περνώντας από χέρι σε χέρι τη ρακή ή ένα κολοκυθόφλασκο γεμάτο κρασί και λιανίζοντας φύλλα καπνού πάνω στον υποκόπανο του όπλου για να στρίψομε τσιγάρα.
Ώρες ατέλειωτες μπορούσα νʼ ακούω εκείνους τους ακατάβλητους γέροντες με τη γοητευτική κρητική ντοπιολαλιά και τις ιστορίες τους για εξεγέρσεις κατά των Τούρκων. Μας δίδαξαν αναρίθμητες μαντινάδες και μακρόσυρτα ριζίτικα με ανατολίτικα γυρίσματα. Διάβαζαν την τύχη μας πάνω στις σπάλες των αρνιών, εξηγούσαν δεισιδαιμονίες και μαγικά ξόρκια, ερμήνευσαν όνειρα και μας έδειχναν πώς να κατσαρώνουμε τα μουστάκια μας, να δένομε σωστά τα κροσσωτά μαύρα σαρίκια, να μπαλώνουμε τα στιβάνια μας, να τυλίγουμε γύρω απʼ τη μέση τα βαθυκόκκινα μεταξωτά ζωνάρια μας, μεταμφίεση που χάρη σʼ αυτή κατορθώναμε να μην ξεχωρίζουμε, τουλάχιστον για τα γερμανικά μάτια από τους ίδιους τους Κρητικούς.
Το πιο παράξενο απʼ όλα ήταν πως αυτοί που δε γνώριζαν γραφή κι ανάγνωση μπορούσαν από μνήμης νʼ απαγγέλλουν ολόκληρο τον «Ερωτόκριτο», το φανταστικό αυτό κρητικό παραμύθι που η υπόθεσή του εκτυλίσσεται μέσα σε σκηνικό παρόμοιο με κείνα του «Ονείρου Μεσοκαλοκαιριάτικης Νύχτας». Χρονολογείται από το δέκατο έβδομο αιώνα και οι στίχοι του ξεπερνούν τους δέκα χιλιάδες. Συχνά, μʼ έπαιρνε ο ύπνος για μια- δυο ώρες και ξυπνούσα για να βρω κάποιον αναμεσά τους που ψαλμωδούσε ακόμη…
Ωστόσο ποτέ δε μέναμε σε κείνα τα λημέρια για πολύ καιρό. Υπήρχαν φορές που τ ανατίναζαν, όταν γινόταν γνωστή η τοποθεσία, έστω κι αν οι κάτοικοι του χωριού και οι βοσκοί φυλούσαν άψογα τα μυστικά τους. Όμως διατρέχαμε κινδύνους από τους προβοκάτορες της Γκεστάπο και όχι σπάνια αναγκαζόμασταν να μετακινηθούμε ενώ ο εχθρός μας καταδίωκε στους λόφους τις περισσότερες φορές εφοδιασμένους με ανιχνευτές ασυρμάτων. Τότε παραχώναμε βιαστικά ή καμουφλάραμε τις πολύτιμες βαλίτσες μας ή τις φορτώναμε στη πλάτη μαζί με τις μπαταρίες και παίρναμε δρόμο. Θυμάμαι που χρειάστηκε να περάσω κάποτε μια ατέλειωτη μέρα τρυπωμένος στα κλαριά μιας βελανιδιάς ενώ γερμανικές περίπολοι σήκωναν στο πόδι την περιοχή ψάχνοντας βήμα βήμα ανάμεσα στα κατσάβραχα και τους θάμνους.
Κάναμε αμέτρητες πορείες προς την ακτή για να συναντήσουμε τα μικρά σκάφη που αποβίβαζαν κρυφά τους πράκτορες μας ή τις ομάδες των κομάντος ή φυγάδευαν αδέσποτους στρατιώτες μας και κυνηγημένους Κρητικούς στη Μέση Ανατολή όπου εκπαιδεύονταν ή εύρισκαν άσυλο. Μεταναστεύσαμε σε μακρινά οροπέδια για να παραλάβουμε ρίψεις εφοδίων και όπλων από αλεξίπτωτα – συχνά χωρίς αποτέλεσμα επειδή το φεγγάρι ή οι καιρικές συνθήκες δε βοηθούσαν – και σε πόλεις ή απρόσιτα χωριά για μυστικοσυμβούλια: Ανατολικά στη Νεάπολη μετά τη συνθηκολόγηση του Μπαντόλιο για να σχεδιάσομε την αποστασία και την φυγάδευση του διοικητή της ιταλικής μεραρχίας του νησιού και αξιωματικών του επιτελείου του, στο Ηράκλειο για κάποιες απόπειρες σαμποτάζ, συντονισμό της προπαγάνδας, επιθεώρηση παράνομου τυπογραφείου σʼ ένα υπόγειο ή αναγνώριση του εδάφους για την απαγωγή του στρατηγού. Στο μεταξύ οι αντάρτικες ομάδες αριθμούσαν όλο και περισσότερους άντρες, το δίκτυο πληροφοριών εισχωρούσε στις ρωγμές των δυνάμεων κατοχής και με τον καιρό άρχισε να φαίνεται πια κάτι που οι Κρητικοί δεν αμφισβήτησαν ποτέ, πως θα κερδίζαμε τον πόλεμο.
Ωστόσο, το τίμημα της αντίστασης στάθηκε πολύ βαρύ. Μερικοί από τους πιο ψυχωμένους συντρόφους μας αιχμαλωτίστηκαν, βασανίστηκαν κι εκτελέστηκαν ενώ η απόκρυψη έστω κι ενός Άγγλου – στρατιώτη που γινόταν αντιληπτή ή μια ανταλλαγή πυρών στα βουνά μπορούσε να σημάνει το ξερίζωμα, τη σφαγή και την εκκένωση σύσσωμης μιας κοιλάδας και το κάψιμο ενός ολόκληρου χωριού. Ως την ώρα που η γερμανική φρουρά αποσύρθηκε σε μια στενή οχυρωμένη περίμετρο γύρω από τα Χανιά (καθηλωμένη εκεί από το σύνολο της αντάρτικης δύναμης του νησιού μέχρι τη στιγμή που παραδόθηκε με το τέλος του πολέμου), ο κατάλογος των θυμάτων ήταν απελπιστικός. Το πολεμικό μητρώο της Κρήτης είναι ένα από τα πιο λαμπρά ενώ αξέχαστα θα μείνουν το θάρρος, η πίστη και η συμπαράσταση στους συμμάχους της.
Στις περιοχές που περιπλανήθηκα τούτες τις τελευταίες μέρες οι πολεμόχαρες συνήθειες αιώνων έχουν αφήσει ανεξάλειπτες μνήμες. Στα πιο δυσπρόσιτα βουνά κάθε βοσκός είναι αρματωμένος και η ζωοκλοπή, αν και σε περιορισμένη έκταση, εξακολουθεί ακόμη. Οι γάμοι πραγματοποιούνται συχνά με την αρπαγή της νύφης από τον υποψήφιο γαμπρό κι ένα μπουλούκι από ένοπλους παλικαράδες καθώς και οικογενειακές διαφορές, που πάνε πίσω δεκάδες χρόνια, πολλές φορές αποδεκατίζουν τʼ αντίπαλα σόγια και καταδικάζουν γειτονικά χωριά σʼ εχθρική απομόνωση. Κανένα τρυφερό παραμύθι της φυλλωσιάς δεν πλαισιώνει τη φύση της ορεινής ζωής στη Κρήτη παρά την ειδυλλιακή τελετουργία του μαζέματος της ελιάς που κάθε τέτοια εποχή πλημμυρίζει τα αραιά πρασινογάλαζα δάση με κορίτσια που κουβαλούν πανέρια και στέκες για να ρίξουν το σκούρο καρπό από τα κλωνιά.
Στην ηρωική όμορφη κοιλάδα του Αμαρίου, στο σπίτι του δασκάλου στο Γερακάρι, στα χαλάσματα των Ανωγείων, στο χωριό του συντέκνου μου Στάθη Λουκάκη – που η κόρη του Αγγλία, σήμερα έντεκα χρονών, είναι ένα από τα πολλά παιδιά που βάφτισα τον καιρό του πολέμου – σε απόκρημνα κατσικόβραχα της φαμίλιας των Πατεράκηδων στο Κρουστογέρακo, που ατενίζει από ψηλά το Λιβυκό, στην κατοικία του οπλαρχηγού Καπετάν Πέτρακα στην Ασή Γωνιά, στο γκρεμνό της Κασταμονίτσας και στο μικροσκοπικό αγρόκτημα στις Αλώνες, όπου ο παπά- Γιάννης Αλεβιζάκης, ο εβδομηντάχρονος ιερέας μας στέγασε και μας έθρεψε για χρόνια ολόκληρα, κι ας είχαν εκτελέσει το παιδί του, σʼ όλες αυτές και σʼ αναρίθμητες άλλες τοποθεσίες ο ταξιδιώτης συναντά στην επιστροφή του την αγαθή φιλοξενία των βουνίσιων ανθρώπων, την αφοσίωση στον φίλο, το κέφι, το χιούμορ και την γλυκύτητα του χαρακτήρα που είναι η σταθερή απόρροια της σκληροτράχηλης ζωής τους.

Εδώ ωστόσο ακούς ένα γενικό παράπονο. Τα κεφάλια της αντίστασης είδαν καλύτερες μέρες αφότου τέλειωσε ο πόλεμος. Αλλά οι μικρότεροι καπετάνιοι στα χωριά, οι υπαξιωματικοί και οι στρατιώτες του αντάρτικου και οι οικογένειές τους που υπέφεραν τα πάνδεινα από τους Γερμανούς πιστεύουν ότι δεν αποζημιώθηκαν αρκετά. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις φαίνεται πως οι συντάξεις δεν απονεμήθηκαν εκεί που έπρεπε και τα ενεργά μέλη της αντίστασης εξοργίζονται όταν βλέπουν να δίνονται δημόσια αξιώματα σε άτομα χωρίς πραγματική συμμετοχή στον πόλεμο κι ακόμα σε συνεργάτες του εχθρού.
Το χειρότερο είναι πως τα τρία τελευταία χρόνια διαδοχικές κυβερνήσεις κατόπιν εορτής και με πολιτικά κριτήρια χαρακτήρισαν « αρχηγούς της εθνικής αντίστασης» πολλά ακατάλληλα πρόσωπα, κάποια εντελώς ανυπόληπτα και σε μια περίπτωση ένα γνωστό γερμανόφιλο. Οι αιτήσεις για απονομή συντάξεων ή αναγνώριση υπηρεσιών στη διάρκεια της κατοχής βρίσκονται στα χέρια ατόμων που γνωρίζουν ελάχιστα αυτά τα θέματα, ενώ οι ντόπιοι παράγοντες δεν μπορούν να επέμβουν. Ένα μέρος της ευθύνης πιστεύεται ότι το μοιράζονται οι Βρετανοί επειδή δεν άσκησαν πίεση μετά τον πόλεμο για να δικαιωθούν οι πατριώτες εκείνοι που θυσιάστηκαν για τα συμμαχικά συμφέροντα. Παρόμοια ζητήματα γεννούν αισθήματα οργής, πικρίας και απογοήτευσης και είναι δύσκολο να μην τα συμμεριστεί κανείς ως ένα μεγάλο βαθμό.
Από την εποχή του Μίνωα, η Κρήτη στάθηκε γενέτειρα υπερφυσικών υπάρξεων: είναι δύσκολο να συλλάβει κανείς τρία πιο παράδοξα πλάσματα από το Μινώταυρο, τον Έλ Γκρέκο και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Κι υπήρξε πάντοτε ένας πόλος έλξης για υπεράνθρωπα πολεμικά κατορθώματα.
Πιο θεαματική ακόμη από την πρώτη μεγάλη αλεξιπτωτιστική εισβολή της ιστορίας (που έστειλε το νησί εδώ και αρκετά χρόνια) είναι οι αναφορές στον απελευθερωτικό αγώνα του οχυρού καλοθεμέλιωτου μοναστηριού στο Αρκάδι, όπου τώρα αποτελειώνω τούτες τις γραμμές; Ήταν εδώ στον ξεσηκωμό του 1866 που ο ηγούμενος για να μην παραδοθεί στο τουρκικό ασκέρι, που είχε κυκλώσει το μοναστήρι, πυροδότησε την μπαρουταποθήκη και τίναξε στον αέρα, μαζί με τον εαυτό του, πάνω από χίλιους επαναστάτες και χωρικούς που το υπερασπίζονταν ή είχαν βρει καταφύγιο σ αυτό. Το εκούσιο ολοκαύτωμα της « Ρωγμής του Αρκαδίου» όπως αποκαλείται στο εμπνευσμένο από την κρητική εξέγερση διθυραμβικό ποίημα του Σουίνμπουρν – άφησε άναυδο τον κόσμο ολόκληρο και από τότε ανέδειξε το Αρκάδι σε πνευματική καρδιά του νησιού.
Σήμερα, στην επέτειο της μεγάλης έκρηξης, μια πνιχτή ηχώ διατρέχει τα πάντα. Κτίσματα και δασοτόπια γέμισαν ξάφνου με προσκυνητές από κάθε γωνιά της Κρήτης, Υπουργοί από την Αθήνα και μια δωδεκάδα επισήμων έβγαλαν λόγους, πένθιμα εμβατήρια αντιλάλησαν, ψάλθηκε μια υποβλητική νεκρώσιμη ακολουθία και δάφνες σκορπίστηκαν στο μαυσωλείο που μόλις καλύπτει τις πυραμίδες των τσακισμένων κρανίων πίσω από τη σιδεριά. Γιορταστικά τραπέζια στρώθηκαν στον περίβολο του μοναστηριού και κάτω από τα πουρναρόδεντρα και τους κέδρους η χλόη αστροκεντήθηκε μʼ εδέσματα της στιγμής.
Τούτη την ώρα έχουν φύγει όλοι κι εγώ μαζί με πεντέξι παλιούς φίλους κάθομαι στο ηγουμενείο. Ο πατήρ – Διονύσιος συνέχισε την παράδοση του μοναστηριού (γιατί η ορθόδοξη θρησκεία κι ο πατριωτισμός ταυτίζονται στη συνείδηση του Έλληνα και μάλιστα του Κρητικού) οργανώνοντας μια ανεξάρτητη ομάδα οπλοφόρων μοναχών για την αντιμετώπιση του εχθρού και μετατρέποντας το κοινόβιο της αντίστασης και λιμάνι σωτηρίας για όλους εμάς τον καιρό του πολέμου. Είναι ένας άντρας με περασμένα τα εβδομήντα του και με μια μοναδική ομορφιά. Τ ασημένια μαλλιά που αναβλύζουν στο μάκρος της ράχης, η πλούσια γενειάδα και τα μεγάλα καλόκαρδα μάτια ζευγαρωμένα με τη συναρπαστική μιλιά του και την προθυμία που μ αυτήν κερνά το έξοχο τριαντάχρονο κρασί του, φαντάζουν πάνω στο φόντο από φυσιγγιοθήκες και αυτόματα όπλα, κρεμασμένα ανάμεσα σε φωτογραφίες και εικόνες αγίων, σαν τα τέλεια σύμβολα του προαιώνιου ρασοφόρου αγωνιστή της Κρήτης.
Τα πάντα, μέσα στο λυκόφως που ντύνει τους ασβεστολιθικούς λόφους, πέρα απ τα παράθυρά μας, μιλούν για ειρήνη. Ωστόσο, η κουβέντα μας αναπόφευκτα στρέφεται γύρω από ενέδρες, υπερφαλαγγίσεις και συμπλοκές στα βουνά. Ένας διάκος κουνά το κεφάλι: « Α! μάλιστα» στενάζει « μα σα θα τελειώσει κι ο επόμενος πόλεμος, δε θα έχουν απομείνει αρκετά χέρια να χειροκροτήσουν τους νικητές». Ο πατήρ – Διονύσιος σωπαίνει μελαγχολικά για μια στιγμή, αλλά τη στιγμή που ένα καλογεράκι δρασκελίζει το κατώφλι φέρνοντας μέσα τις αναμμένες λάμπες , γεμίζει γι άλλη μια φορά με το υπέροχο κρασί του τα ποτήρια.
* Ο Γιώργος Καλογεράκης είναι επιστημονικός συνεργάτης Εργαστηρίου Ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Εφημερίδα “ΠΑΤΡΙΣ” Ηρακλείου  Κρήτης 14/6/2011

Πάντι της Κρήτης και της Μάνης

ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΑ 96 ΤΟΥ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΑΣΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Του Μανώλη Πιµπλή

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Τρίτη 14 Ιουνίου 2011  ΤΑ  ΝΕΑ

Ο συγγραφέας Λόρενς Ντάρελ, που είχε σπίτι στην Κύπρο, προσκάλεσε κάποτε εκεί τον Πάτρικ Λι Φέρµορ. Επειτα από ένα θαυµάσιο δείπνο δίπλα στη φωτιά, ο Φέρµορ άρχισε να τραγουδάει: τραγούδια από την Κρήτη, τη Μακεδονία ή και την Αθήνα. «Οταν πήγα έξω να ξαναγεµίσω το µπουκάλι µε ούζο, βρήκα τον δρόµο φίσκα στον κόσµο που άκουγε µέσα στο σκοτάδι και σε απόλυτη ησυχία», γράφει ο Ντάρελ. «Ολοι έµοιαζαν εκστατικοί. Ενας είπε:

“∆εν άκουσα ποτέ άλλοτε έναν Αγγλο να τραγουδάει ελληνικά τραγούδια τόσο ωραία!”. Είναι σαν να θέλουν να αγκαλιάσουν τον Πάντι όπου κι αν πηγαίνει».

Ο Πάντι ή Παντελής (για τους Μανιάτες) ή Μιχάλης (για τους Κρητικούς) δεν υπάρχει πια. Ο Πάτρικ Μάικλ Λι Φέρµορ, όπως ήταν το πλήρες όνοµά του, έφυγε από τη ζωή, πλήρης ηµερών, στα 96 του χρόνια, έχοντας ζήσει το µεγαλύτερο µέρος της ζωής του σε σπίτι που σχεδίασε ο ίδιος, µαζί µε τη γυναίκα του Τζόαν, και έχτισε στις αρχές του ’60, στην Καρδαµύλη.

Για τους Ελληνες υπήρξε µεγάλος φίλος της Ελλάδας. Επέµενε να αποκαλεί την Κωνσταντινούπολη όπως οι Ελληνες – όχι Ισταµπούλ. Εγραψε δύο σπουδαία βιβλία, τη «Μάνη» και τη «Ρούµελη». Και όταν ξέσπασαν οι διαµάχες γύρω από το όνοµα «Μακεδονία», υπερασπίστηκε τις ελληνικές θέσεις στις βρετανικές εφηµερίδες.

Για τους Βρετανούς, πάλι, είναι ο µεγαλύτερος αγγλόφωνος συγγραφέας ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Και ήρωας πολέµου. Ως τέτοιος ήταν γνωστός και στα µέρη µας. Ηταν πράκτορας των βρετανικών υπηρεσιών στην Κρήτη, για την ακρίβεια της SOE (Special Operations Executive). Και έγινε διεθνώς γνωστός µε αυτήν του την ιδιότητα χάρις στον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην απαγωγή τού Χάινριχ Κράιπε, του γερµανού διοικητή της Κρήτης. Το κατόρθωµα αυτό έγινε και ταινία το 1957 µε τίτλο «Ill Met By Moonlight» µε τον Ντερκ Μπόγκαρτ στον ρόλο τού Λι Φέρµορ.

Ο Φέρµορ δεν ήταν όµως µόνο αυτό. Ηταν άνθρωπος της περιπέτειας, άνθρωπος πολύ µεγάλης µόρφωσης, άνθρωπος των ταξιδιών. Και ήθελε να γίνει συγγραφέας. Γεννήθηκε στο Λονδίνο, το 1915. Ο πατέρας του ήταν γεωλόγος και, όταν ο Πάτρικ ήρθε στον κόσµο, υπηρετούσε σε κρατικό πόστο στην Ινδία – ακόµη βρετανική αποικία. Στη µητέρα του άρεσε να διαβάζει συγγραφείς και ποιητές στα παιδιά της και να τους µαθαίνει σπουδαία κείµενα απέξω.

Αυτό, όπως θα δούµε παρακάτω, είχε αργότερα και µια θετική συνέπεια στις σχέσεις του µε τον Κράιπε.

Για τους Κρητικούς ήταν ο Μιχάλης, για τους Μανιάτες ο Παντελής

Κόντρα στις συµβάσεις

Από έφηβος ο Πάτρικ Λι Φέρµορ είχε δείξει ήδη ότι δεν του άρεσε η συµβατική ζωή και αναζητούσε την παρέα πιο µποέµ ανθρώπων.

Τον έβαλαν σε σχολείο για «δύσκολα παιδιά», αργότερα τον έδιωξαν από το King’s School του Καντέρµπουρι επειδή τον είδαν να κρατάει το χέρι της κόρης ενός µανάβη. Στα 18 του, ενώ µελετούσε ελληνικά, λατινικά και Σαίξπηρ και είχε την πρόθεση να εισαχθεί στη Βασιλική Στρατιωτική Ακαδηµία, πήρε την ξαφνική απόφαση να φύγει.

Στο σηµαδιακό αυτό για τη ζωή του δροµολόγιο, ξεκίνησε από την Ολλανδία για να διασχίσει όλη την Ευρώπη και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας µαζί του λίγα ρούχα, τις «Ωδές» του Οράτιου και µία έκδοση αγγλικής ποίησης. Το µεγάλο του ταξίδι στη ζωή µόλις άρχιζε…

 

Πάτρικ Λη Φέρμορ, ένας διά βίου φιλέλληνας

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 15/6/2011

Προσωπικότητα διεθνούς διαμετρήματος, ο Βρετανός συγγραφέας Πάτρικ Λη Φέρμορ έζησε ώς το βαθύ του γήρας σε μια «αετοφωλιά» στη Μάνη. Υπήρξε φιλέλληνας, ένας μάστορας της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, που περπάτησε στην κυριολεξία όλη την Ευρώπη, εμπειρία που αποτύπωσε σε σειρά βιβλίων, τα οποία απέκτησαν μεγάλη φήμη. Ως ήρωας έζησε στην Κρήτη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και σταδιακά συνδέθηκε με πνευματικούς ανθρώπους, αλλά και απλούς χωρικούς. Υπηρέτησε το ελληνικό πνεύμα, μέσα από την οπτική βαθιάς ανθρωπιστικής και κλασικής παιδείας και είναι αυτό που αφήνει ως κληρονομιά, πιο πολύτιμη σήμερα παρά ποτέ.

 

Πάτρικ Λη Φέρμορ, «Ελληνας» από επιλογή, πολίτης του κόσμου

Του Σπυρου Γιανναρα

Λίγοι άνθρωποι αξιώνονται να μνημονεύονται ως θρύλοι πριν από τον θάνατό τους. Λίγοι έχουν την ευτυχία να ζήσουν έναν πολυκύμαντο και δημιουργικό βίο σαν του Πάτρικ Λη Φέρμορ. Ο αυτοδίδακτος λόγιος στρατιωτικός, που από ήρωας πολέμου μεταμορφώθηκε σε μεγάλη προσωπικότητα των γραμμάτων, τίμησε με το έργο του τη γενέτειρά του, αλλά και τον επίλεκτο τόπο της καρδιάς του, την Ελλάδα. Ο μεγαλύτερος συγγραφέας ταξιδιωτικής λογοτεχνίας της εποχής μας, σύμφωνα με Βρετανούς ομοτέχνους του, όπως ο Ουίλιαμ Νταλρίμπλ, έγραψε βιβλία για τη «Μάνη» (1958) και τη «Ρούμελη» (1966) σε μια θαυμάσια πρόζα που ενέπνευσε μεγάλους συγγραφείς του είδους, όπως ο διακεκριμένος μαθητής του, Μπρους Τσάτουιν. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο Φέρμορ ήταν εκείνος που σκόρπισε τις στάχτες του Τσάτουιν σ’ ένα βυζαντινό παρεκκλήσι κοντά στο σπίτι του στην Καρδαμύλη.

Ο σερ Πάτρικ (Paddy) Λη Φέρμορ, «κυρ Μιχάλης» για τους Μανιάτες φίλους του, που διατήρησαν το πολεμικό του ψευδώνυμο από τον καιρό της αντίστασης στην Κρήτη, ήταν γόνος του διακεκριμένου γεωλόγου σερ Λούις Λη Φέρμορ και της Μιούριελ Αϊλίν. Στα δεκαοχτώ του χρόνια, σχεδόν ακόμα μαθητούδι, αποφασίζει να κάνει τον γύρο της Ευρώπης, από το Χουκ της Ολλανδίας μέχρι την Κωνσταντινούπολη, πεζή. Μοναδικό του εφόδιο η περίφημη ανθολογία αγγλικής ποίησης «The Oxford Book of English Verse» και ένας τόμος με ωδές του Οράτιου. «Σκεφτόμουν να κρατήσω ένα ημερολόγιο, το οποίο θα έφτιαχνα κάποτε βιβλίο. Κι αυτό ακριβώς και έκανα», αναφέρει στον Νταλρίμπλ.

Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, ο νεαρός Πάτρικ κερδίζει τα χρειώδη κάνοντας χειρωνακτικές εργασίες ή σχεδιάζοντας πορτρέτα περαστικών. Κοιμάται σε αχυρώνες και στάνες, σε αριστοκρατικές οικίες και μοναστήρια. Στις ώρες της μοναξιάς του απαγγέλλει από μνήμης μεγάλα αποσπάσματα από τον Σαίξπηρ, τον Κιτς και τον Τένισον. Διασχίζει τη Γερμανία και την Αυστρία, τη σημερινή Τσεχία, τη Σλοβακία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία. Φτάνει στην Κωνσταντινούπολη την Πρωτοχρονιά του 1935 κι από εκεί περνάει στην Ελλάδα. Το ταξίδι διήρκεσε πολλούς μήνες. Η τριλογία του ταξιδιού χρειάστηκε μια ζωή για να γραφτεί και μοιάζει να έμεινε ημιτελής. Ο πρώτος τόμος «Η εποχή της δωρεάς», που θεωρείται το αριστούργημά του, κυκλοφόρησε το 1977. Ο δεύτερος, «Ανάμεσα στα δάση και στα νερά», δέκα χρόνια αργότερα. Τα τελευταία χρόνια εργαζόταν πάνω στον τρίτο και τελευταίο τόμο.

Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου επιστρέφει στην Αγγλία και κατατάσσεται στην Ιρλανδική Φρουρά, αλλά καθώς γνωρίζει πλέον τον ελλαδικό χώρο, μετατίθεται ως σύνδεσμος του Σώματος Ειδικών Επιχειρήσεων (SOE) στην Αλβανία. Ζει δύο χρόνια στα βουνά της Κρήτης μεταμφιεσμένος σε βοσκό. Το 1944 οργανώνει την επιτυχημένη απαγωγή του Γερμανού διοικητή της Κρήτης, στρατηγού Χάινριχ Κράιπε.

Στενός φίλος του Κατσίμπαλη και του Χατζηκυριάκου – Γκίκα, έτρεφε απεριόριστη αγάπη για την Ελλάδα και τα ελληνικά, τα οποία μιλούσε απταίστως. Εφτασε δε, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του με τον Σεφέρη, να υποστηρίξει τους αγώνες των Ελλήνων στην Κύπρο, ερχόμενος σε ρήξη με συμπατριώτες του, όπως ο φίλος του Λόρενς Ντάρελ.

Το λιθόχτιστο σπίτι που έχτισε με τα χέρια του στην Καρδαμύλη, παραχωρήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη. «Ηταν δική του επιθυμία, το σπίτι να χρησιμοποιηθεί για τη φιλοξενία ποιητών και πεζογράφων που επισκέπτονται την Ελλάδα για να εργαστούν μερικούς μήνες» ανέφερε ο διευθυντής του Μουσείου Αγγελος Δεληβορριάς.

Με τους Κρητικούς ήταν «Φίλοι για πάντα»

Είχα τη μεγάλη τιμή να γνωρίσω τον Πάτρικ Λη Φέρμορ, τον Μάρτιο του 2009, σε συνάντηση παλαίμαχων Ελλήνων και Βρετανών κομάντο στην κατοικία του Βρετανού πρέσβη Ντέιβιντ Λάντσμαν, 65 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου. Με ένα σύντομο κείμενο, με βροντερή φωνή και την αυτοπεποίθηση του γεννημένου ηγέτη, ο Λη Φέρμορ μοιράστηκε με την παρέα μερικές γνωστές και άγνωστες αναμνήσεις από τη ζωή του.

«Οταν άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εγώ περιπλανιόμουν στη Ρουμανία… Κάποιος τραγουδούσε ένα τραγούδι, νομίζω λεγόταν “Τρέχα κουνελάκι, τρέχα”. Δεν τραγουδούσε πολύ καλά», ξεκίνησε ο 94χρονος τότε Λη Φέρμορ. Κρατούσε μια κόλλα χαρτί κοντά στο πρόσωπο του. «Εχω ένα πρόβλημα με τα μάτια μου και πιθανώς να τα κάνω μούσκεμα», είπε με χαμόγελο. Περιέγραψε τη στρατολόγησή του, ως ανθυπολοχαγός πληροφοριών, στην Κρήτη και την εκπαίδευση στη σχολή ανορθόδοξου πολέμου έξω από τη Χάιφα. «Οι εκπαιδευόμενοι ήταν όλοι Κρητικοί. Γνώριζαν τα όπλα πολύ καλύτερα απ’ ό, τι εγώ», είπε. Δεν αναφέρθηκε στον αρχηγικό ρόλο που έπαιξε στην απαγωγή του στρατηγού Χάινριχ Κράιπε, το 1944. Αλλά για τους Κρητικούς συμπολεμιστές του -για τους οποίους ήταν γνωστός ως «Μιχάλης» ή «Φιλεντέμ» – θυμήθηκε: «Στο τέλος είμαστε όλοι μέλη μιας μεγάλης οικογένειας. Μιας ζωηρής, κωμικής και ατρόμητης οικογένειας. Φίλοι για πάντα».

Αναφερόμενος στη συμμετοχή του Ιερού Λόχου των Ελλήνων στην κατάληψη του Ρίμινι, ο Λη Φέρμορ δήλωσε: «Αυτό που είχε τραγουδήσει η Σοφία Βέμπο, έγινε πραγματικότητα, εκατό χιλιόμετρα από τη Ρώμη». Με σηκωμένη γροθιά άρχισε να τραγουδάει: «Δεν έχει διόλου μπέσα / κι όταν θα μπούμε μέσα / ακόμη και στη Ρώμη γαλανόλευκη / θα υψώσουμε σημαία ελληνική». Τελειώνοντας, φώναξε: «Αυτές ήταν αξέχαστες εποχές, όπως η σημερινή μέρα. Είθε το πνεύμα τους να ζει για πάντα! Αντε να τραγουδήσουμε πάλι!». Και άρχισε πάλι.

Αυτός ήταν ο νονός μου Πάτρικ Λι Φέρμορ

Εφημερίδα  ‘ΠΑΤΡΙΣ’  Ηρακλείου Κρητης  15/6/2011

Της Ευαγγελίας Καρεκλάκη

Ο νονός μου, ο Λι Φέρμορ, ήταν ένας αριστοκράτης!

Η βαφτισιμιά του “Φιλεντέμ” στην Κρήτη, Λία Δραμουντάνη Παπαδάκη, ανοίγει την καρδιά της και μιλά στην “Π”

Αθέατες πτυχές από την πληθωρική ζωή του θρυλικού «Φιλεντέμ», του σερ Πάτρικ Λι Φέρμορ, το όνομα του οποίου συνδέθηκε με την Kρητική Αντίσταση, «φωτίζει» με μία αποκαλυπτική συνέντευξη της στην «Π», η βαφτιστήρα του, Λία Παπαδάκη, κόρη του αείμνηστου αγωνιστή Ιωάννη Δραμουντάνη-Στεφανογιάννη.

Όπως εξομολογείται συγκινημένη, ο Φέρμορ υπήρξε σημείο αναφοράς στη ζωή της. Τον πατέρα της δεν τον γνώρισε. Τον σκότωσαν όταν ήταν ακόμα βρέφος. Ο γνωστός φιλέλληνας έγινε για ʽκείνη πραγματικός πατέρας, προσφέροντας της απλόχερα τρυφερότητα και αγάπη. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το 1968, 25 χρόνια μετά την …επεισοδιακή βάπτιση της, ο Πάτρικ Λι Φέρμορ ήρθε στην Κρήτη για να την παντρέψει με τον αγαπημένο της, Άγγελο Παπαδάκη.

Λίγους μήνες νωρίτερα ο Φέρμορ είχε νυμφευθεί την επί 33 χρόνια πολυαγαπημένη σύντροφο του, Ιωάννα.

«Φιλιώτσα, ο γάμος είναι κολλητικός. Με πολύ μεγάλη χαρά θα έρθω να σας παντρέψω» της είχε γράψει χαρακτηριστικά.

Μιλάει για τον νονό της με …θρησκευτική ευλάβεια. «Στα μάτια μου ήταν πάντα ο νονός μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω τότε την έκταση της προσωπικότητας του και την ιστορία του. Ο Φέρμορ ήταν άνθρωπος της περιπέτειας και των ταξιδιών, με πολύ βαθειά μόρφωση» μας λέει χαρακτηριστικά.

Και αυτό την αγχώνει ως προς την συνέντευξη. «Ήταν τόσο χαρισματικός άνθρωπος που δεν ξέρω από πού να αρχίσω».

Γράμματα, ευχετήριες κάρτες, αφιερώσεις και δεκάδες φωτογραφίες από ʽκείνον. Μία ολόκληρη ζωή γεμάτη από έντονες συγκινήσεις και δυνατές εμπειρίες.

Έκανε ακόμα όνειρα

Τελευταία φορά συνάντησε τον Πάτρικ Λι Φέρμορ τον περασμένο Μάιο οπότε και νοσηλευόταν στο «Γεννηματάς» στην Αθήνα.

«Ακόμα και τότε ήταν πολύ όμορφος. Ήταν πραγματικά αριστοκράτης. Αληθινός Λόρδος. Με τις πυτζάμες του, τις ρόμπες και τα φουλάρια του. Μου κρατούσε το χέρι τρυφερά, έκλεινε τα μάτια για να ξεκουραστεί και δήλωνε χαρούμενος που θυμόταν τα παλιά. Με έλεγε συνεχώς «χρυσό μου». Ήταν πολύ ευγενής και ως φυσιογνωμία και στα αισθήματα του. Έκανε όνειρα. Σκεφτόταν να έρθει στην Κρήτη και να τον επισκεφθώ το καλοκαίρι στην Καρδαμύλη. Δυστυχώς δεν πρόλαβε. Έφυγε όμως γεμάτος. Έζησε όχι μία, αλλά δέκα ζωές. Ήταν Βρετανός στις συνήθειες, η ψυχή του όμως ήταν πληθωρική. Με στεναχώρησε πολύ ο θάνατος του. Λυπήθηκα τρομερά. Κάτι κόπηκε μέσα μου. Από τότε που άρχισα να θυμάμαι, όταν με φώναζαν από το σχολείο για να τον δω, νόμιζα ότι πετούσα στον ουρανό από τη χαρά μου.

Ο νονός ήταν πάντα πολυάσχολος. Όμως πάντα έβρισκε χρόνο να περάσει από το σπίτι, να με δει. Έπινε τον ελληνικό καφέ του και του άρεσε να τρώει γλυκό του κουταλιού. Εξέπεμπε άπειρη τρυφερότητα. Το ένιωθε. Δεν ήταν επίπλαστο».

Είναι συγκινητικό ότι ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο, ο Φέρμορ είχε ζητήσει από την βαφτιστήρα του να του κρατάει δύο αντίτυπα μίας φωτογραφίας της οικογένειας της, η οποία ήδη κοσμούσε το σαλόνι του σπιτιού του, στην Βρετανία. Η φωτογραφία αυτή έχει τραβηχτεί λίγο μετά τον πόλεμο σε μία σπηλιά. Ο πατέρας της οικογένειας έχει σκοτωθεί. Εικονίζονται η μητέρα και τα ορφανά, με τα δύο μικρότερα παιδιά να κρατούν τα όπλα.

Η μάζωξη κατέληξε σε βάπτιση

Ήταν μία νύχτα του Σεπτέμβρη του 1943. Στο σπίτι του Στεφανογιάννη, στʼ Ανώγεια, μία παρέα γλεντούσε εν μέσω πολέμου. Ανάμεσα τους και ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, επιστήθιος φίλος του Ιωάννη Δραμουντάνη. «Έτρωγαν και έπιναν. Εκεί σκέφτηκαν να βαπτίσουν το παιδί. Εγώ ήμουν μηνών. Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ήταν δίπλα από το σπίτι μας. Με πήραν και με βάπτισαν Αγγλία. Το γλέντι συνεχίστηκε στο δώμα του σπιτιού μέχρι που χάραξε η αυγή και ανέτειλε ο ήλιος».

Σε μία από τις δεκάδες επιστολές του, ο Φέρμορ αναφέρεται στην βάπτιση της Αγγλίας ως «κορυφαία στιγμή στη μνήμη του».

«Αγγλία;» ρωτάμε. «Ναι, με βάπτισαν Αγγλία επειδή ήταν δύο Βρετανοί νονοί αλλά κυρίως για το σύνθημα Αγγλία-Ελευθερία-Νίκη.

Αγγλία θα βαπτίσουμε και την μικρή μου εγγονή» μας εξηγεί η οικοδέσποινα.

Ο γάμος, ο Ξυλούρης και το Φιλεντέμ

Η κ. Λία δεν θα ξεχάσει ποτέ το γλέντι του γάμου της. «Πήγαμε και τον πήραμε από το αεροδρόμιο. Είχε πολύ κόσμο. Του άρεσε πολύ το γλέντι στο «Blue sea» και συμπτωματικά ήταν εκεί και ο αείμνηστος Νίκος Ξυλούρης. Του νονού άρεσαν πάρα πολύ οι μαντινάδες και το τραγούδι «Φιλεντέμ». Το τραγουδούσε καταπληκτικά.

Καμιά φορά ερχόταν μόνο για ένα βράδυ από την Καρδαμύλη. Με ειδοποιούσε και πηγαίναμε και τον βρίσκαμε στο κρητικό κέντρο με άλλους παλιούς φίλους. Ερχόταν μόνο και μόνο για να ακούσει κρητικά. Αγαπούσε πολύ την Κρήτη. Διασκέδαζε πληθωρικά. Τραγουδούσε, χόρευε, συμμετείχε με όλη του την ψυχή».

Αγαπούσε την Κρήτη

Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ ήταν ωστόσο πολύ σεμνός. «Δεν του άρεσε να προβάλλει τον εαυτό του. Για την απαγωγή δεν είχε μιλήσει ποτέ, ούτε είχε γράψει βιβλίο».

Όπως αποκαλύπτει, είχε μεγάλη επιθυμία να έρθει φέτος στην Κρήτη.

«Την Κρήτη, την αγαπούσε πολύ. Μου έλεγε, ότι αν παρέμενε στην Κρήτη, δεν θα μπορούσε να εργαστεί. Είχε τόσους πολλούς φίλους εδώ, τόσες έντονες αναμνήσεις, ήταν τόσο γλεντζές, που δεν θα του έμενε χρόνος να δουλέψει.

Και το ήξερε. Το χορό και το τραγούδι, τα ζούσε στο πετσί του. Φανταστείτε ότι στα 96 του χρόνια έγραφε το τρίτο του βιβλίο. Πιθανότατα να λείπει το τελευταίο κεφάλαιο».

Σε ένα ακόμα γράμμα προς την βαφτιστήρα του, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η Κρήτη ήταν πάντα η πρώτη μου αγάπη. Και οι πρώτες αγάπες έχουν πάντα ξεχωριστή θέση στις καρδιές μας».

Ο μεγάλος φιλέλληνας και διάσημος ταξιδιωτικός συγγραφέας που υπήρξε εκ των πρωταγωνιστών της απαγωγής του Γερμανού στρατηγού Κράιπε, θα κηδευτεί αύριο στο Λονδίνο, δίπλα στην πολυαγαπημένη του Ιωάννα, η οποία έφυγε από τη ζωή το καλοκαίρι του 2003.

Ανθρωπος της δράσης αλλά και του πνεύματος

Άνθρωπος της δράσης αλλά και του πνεύματος, ο Πάτρικ Λι Φέρμορ θεωρείται από τους σημαντικότερους συγγραφείς της παγκόσμιας ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Τα περισσότερα βιβλία του τα έγραψε στην Καρδαμύλη. Το μεγάλο του ταξίδι από την Ολλανδία στην Κωνσταντινούπολη του ενέπνευσε μία τριλογία της οποίας μόνο τα δύο πρώτα βιβλία εξέδωσε. Πρόκειται για το βιβλίο «Η εποχή της δωρεάς» και το βιβλίο «Ανάμεσα στα δάση και τα νερά», τα οποία κυκλοφόρησαν πριν από μερικά χρόνια από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Η «Μάνη» και η «Ρούμελη» κυκλοφόρησαν αρκετά νωρίτερα από τις εκδόσεις Κέδρος ενώ τα «Βιολιά του Σαιν Ζακ» κυκλοφόρησαν τη δεκαετία του ʼ90 από την Εστία.

Γνωστό τον έκανε το “The travellerʼs tree” (ακυκλοφόρητο στην Ελλάδα) που γράφτηκε το 1950 και έχει να κάνει με ένα ταξίδι στην Καραϊβική.

Για τους Έλληνες υπήρξε ένθερμος φίλος. Αποκαλούσε την Κωνσταντινούπολη, όπως οι Έλληνες και όχι Ισταμπούλ. Υπερασπίστηκε την ελληνική θέση στις Βρετανικές εφημερίδες όταν ξέσπασε το «Μακεδονικό».

Στην Κρήτη ήρθε ως πράκτορας των βρετανικών υπηρεσιών. Έγινε διεθνώς γνωστός λόγω του πρωταγωνιστικού του ρόλου στην απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Χάινριχ Κράιπε, στις 26 Απριλίου 1944. Το κατόρθωμα του έγινε ταινία το 1957 με τίτλο «III met by moonlight” με τον Ντερκ Μπόγκαρτ στον ρόλο του Λι Φέρμορ.

Ο μεγάλος φιλέλληνας γεννήθηκε το 1915 στο Λονδίνο. Ο πατέρας του ήταν γεωλόγος και όταν γεννήθηκε, υπηρετούσε σε κρατικό πόστο στην Ινδία. Στη μητέρα του άρεσε να διαβάζει λογοτεχνία και ποίηση στα παιδιά της.

Αντισυμβατικός

Από την εφηβεία του, ο Πάτρικ Λι Φέρμορ επιζητούσε την μποέμικη ζωή. Τον έδιωξαν από το σχολείο του Kingʼs School επειδή τον είδαν να κρατάει το χέρι της κόρης ενός μανάβη. Στα 18 του μελετούσε ήδη Ελληνικά, Λατινικά και Σαίξπηρ, εκφράζοντας την επιθυμία να εισαχθεί στην Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία.

«Υψηλής μόρφωσης, εκπροσωπεί το πνεύμα μιας ουμανιστικής και δίκαιης Ευρώπης που ήρθε εδώ, όχι για να εκμεταλλευθεί αλλά για να αναδείξει νέα στοιχεία της Ελλάδας που βρίσκονται στην κατεύθυνση ενός νέου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Σήμερα δεν υπάρχουν τέτοιες φωνές» αναφέρει στα «Νέα» ο Κρητικός συγγραφέας και φιλόλογος, Γιώργης Γιατρομανωλάκης.

 

Πάτρικ Λη Φέρμορ

Ο Σεφέρης ξεπερνούσε τα πλαίσια χωρών και πολιτισμών
«Πληγώνομαι όταν διαστρεβλώνουν την Ελληνική ιστορία»

Γεννήθηκε: Στην Αγγλία. Πρωτοταξίδεψε στην Ελλάδα: Όταν ήταν 19 χρόνων, το 1935, στο πλαίσιο της περιήγησής του σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σημαντικότερα έργα του: «Μάνη», «Ρούμελη», «Τα βιολιά του Σεν Ζακ», «Μεταξύ των Δασών και των Ποταμών», «Ένας καιρός δώρων». Ζει: Στη Μάνη (Καρδαμύλη)·με συχνά ταξίδια στην Αγγλία.

Πέντε εικόνες. Ένας άνδρας με στολή Βρετανού αξιωματικού, μόνος του, επάνω σε ένα χιονισμένο βουνό – είναι στην Αλβανία, το 1941. Μιλάει ρέοντα Ελληνικά. Οι Έλληνες στρατιώτες τον αποκαλούν, χαϊδευτικά, «Ο Άγγλος». Όποτε μπορεί, εκείνος μιλάει για ποίηση και λογοτεχνία. Δεύτερη εικόνα, η ίδια αρρενωπή ένστολη φιγούρα, πλάι στον Σεφέρη, στο Κάιρο. Μόλις έχει φτάσει εκεί, μετά την τραγική Μάχη της Κρήτης. Ανάγλυφος στο πρόσωπό του ο θρήνος. Τρίτο φλας. Χάιφα, 1942. Ο αξιωματικός, ο μαυροπίνακας και η τάξη ενστόλων. Πρόκειται για ένα από τα μαθήματα πολέμου που ο αξιωματικός με το διαπεραστικό βλέμμα παραδίδει στους Συμμάχους.

Κρήτη, 1944: καθώς ο Βρετανός κομάντο βγάζει τη στολή Γερμανού αξιωματικού που είχε απατηλά φορέσει, πέντε Κρητικοί σύντροφοί του κι ένας Βρετανός αξιωματικός κρατούν δέσμιο έναν Γερμανό αξιωματικό. Είναι ο στρατηγός Κράιπε – ο διοικητής των Γερμανικών Κατοχικών Δυνάμεων στην Κρήτη – που οι άνδρες έχουν μόλις απαγάγει. Τις νύχτες που δεν υπάρχουν πυροβολισμοί, ο αιχμάλωτος και ο Άγγλος αξιωματικός-απαγωγέας μιλάνε για τον Όμηρο και τους μεγάλους τραγικούς.

Ύστατη εικόνα: Μάνη, 1998, σε ένα σπιτούδι. Ο άνδρας παραμερίζει, για μια στιγμή, αυτό που γράφει – η βιβλιοθήκη είναι γεμάτη βραβευμένα έργα του. Τα μάτια του σπινθηροβολούν. «Κινδύνευε η Ελλάδα. Υπέφερε. Εγώ δεν έκανα τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο απ’ ό,τι ο καθένας θα έκανε, όταν κινδυνεύει η πατρίδα». Χωρίς χρεία συστάσεων, είναι ο Πάντι. Ο Μιχάλης. Ο Φιλεδέμ. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ.

Είναι ευθυτενής, γλυκομίλητος και διατηρεί στο ακέραιο όλη τη νεανική του ορμητικότητα. «Ωχ, Θεέ μου! Όχι δα!», λέει κάθε τρεις και λίγο, με σχεδόν υπερβολική σεμνότητα και εγκράτεια, μόλις του θυμίσει κανείς τη θρυλική του πια υπόσταση και την ηρωικών διαστάσεων δραστηριότητά του. Με ενθουσιασμό μικρού παιδιού μιλάει για τα βιβλία του.

Και ποτέ, μα ποτέ, όταν μιλάει για τους ιστορικής σημασίας αγώνες που – πάντα πρωτοστατώντας – έδωσε στην Ελλάδα καθ’ όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν χρησιμοποιεί την αντωνυμία «εγώ». Είναι πάντα «εμείς»·είτε πρόκειται για τους Βρετανούς στρατιώτες του και τους συναδέλφους και φίλους αξιωματικούς – μιλάει συνέχεια για τον «Μόντι» Κρις Γούντχαους, για τον Ίαν Φίλντιν, για τον Τζον Πέντελμπουρι, τον αρχαιολόγο-ελληνιστή που σκοτώθηκε πολεμώντας γενναία στη Μάχη της Κρήτης – είτε πρόκειται για τους Κρήτες συντρόφους του – τον Γιώργο Ψυχουδάκη, τον Μανώλη Πατεράκη, τον Γιώργο Τυράκη – είτε για την Ελλάδα ολάκερη.

Τον Πάτρικ Λη Φέρμορ τον βρίσκουμε στα μέσα του Ιουλίου, στο σπίτι του, στην Καρδαμύλη της Μάνης, όπου ζει μόνιμα πια, εδώ και χρόνια, μαζί με τη γυναίκα του, σε ένα σπίτι που ο ίδιος έκτισε. Ο 83χρονος Αγγλοϊρλανδός Φέρμορ, έχοντας αγωνιστεί μια ζωή για την Ελλάδα, σε όλες τις δύσκολες στιγμές της, με σθένος, προσφορά και λαχτάρα, που ξεπερνάει τον ηρωισμό· έχοντας λάβει όλες τις δυνατές στρατιωτικές διακρίσεις για την πολεμική του δράση· και ενώ χαίρει παγκόσμιας ακτινοβολίας για τα βιβλία του – έχουν αναγνωριστεί ως «αριστουργήματα» από τους αυστηρότερους Ευρωπαίους και Αμερικανούς κριτικούς – σήμερα ζει απομονωμένος και ασχολείται αποκλειστικά με αυτό που ονειρευόταν από παιδί: τη συγγραφή βιβλίων.

Τον τελευταίον καιρό μάλιστα ετοιμάζει πυρετωδώς την ιστορία της δραστηριότητάς του και των περιπετειών που έζησε κατά τη διάρκεια όλου του πολέμου. Όλα τα κατορθώματα και η δράση του είναι ως σήμερα γνωστά από επίσημα έγγραφα (όπως του Foreign Office) και από απομνημονεύματα συντρόφων του, αλλά και ιστορικών· ο ίδιος έχει, ως τώρα, σιωπήσει.

«Από μικρό παιδί ήμουν αποφασισμένος να γίνω συγγραφέας· ήταν το μόνο βέβαιο αυτό», θυμάται ο Πάτρικ Λη Φέρμορ – Πάντι, για τους φίλους του. «Και αφενός γι’ αυτόν τον λόγο – για να συλλέξω εμπειρίες, να γνωρίσω διαφορετικούς ανθρώπους και πράγματα – και αφετέρου επειδή με το σχολείο και το ακαδημαϊκό σύστημα εν γένει δεν τα πήγαινα καλά, ξεκίνησα, όταν ήμουν 18 χρόνων, ένα ταξίδι με προορισμό την Κωνσταντινούπολη το οποίο έμελλε να με σημαδέψει και να μου καθορίσει τη ζωή».

Το ταξίδι κράτησε ενάμιση χρόνο και απλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ολομόναχος κι απένταρος, ο Φέρμορ έφτασε με πλοίο από την Αγγλία στην Ολλανδία και από εκεί συνέχισε, μες στα χιόνια, στη Γερμανία· από εκεί ανέβηκε τον Ρήνο και προχώρησε Ανατολικά, στον Δούναβη. Πέρασε την Αυστρία και κατόπιν στην Τσεχοσλοβακία. Στην Ουγγαρία δανείστηκε ένα άλογο, όρμησε στην Τρανσυλβανία και διέσχισε από τη Ρουμανία, στη Βουλγαρία, πάνω από την οροσειρά των Βαλκανίων και στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας: Βάρνα, Μεσημβρία και Μπουργκάς·και μετά, πέρα από τα σύνορα της Τουρκίας, κοντά στην Αδριανούπολη. Την 1η Ιανουαρίου του 1935 έφτασε στην Κωνσταντινούπολη.

 

Σε μοναστήρια
Επόμενος σταθμός η Ελλάδα. «Η αγάπη μου γι’ αυτήν ήταν απόλυτη». Έζησε σε μοναστήρια του Αγίου Όρους, στη Θράκη και τη Μακεδονία, στην Πελοπόννησο και την Αθήνα. Τα λιγοστά αρχαία Ελληνικά που είχε μάθει στο σχολείο μετατράπηκαν, σχεδόν δια μαγείας, σε άπταιστα νέα Ελληνικά και η Ελλάδα κέρδισε παντοτινό κράτημα μέσα του. «Και μετά, περίπου το 1936, επέστρεψα στην Αγγλία.

Οι μήνες που περνούσαν μακριά από την Ελλάδα μου φαίνονταν αβάσταχτοι. Γι’ αυτό και το 1941 που μπήκα στα Ιντέλιτζενς Κορπς (Σώματα Μυστικής Ασφάλειας) ζήτησα να επιστρέψω στους Έλληνες που εκείνη την περίοδο αγωνίζονταν στην Αλβανία. Έτσι κι έγινε». Και ο Πάτρικ Λη Φέρμορ έγινε αναπόσπαστο μέρος της Αλβανικής Εποποιίας. Και, αμέσως μετά, της Κρητικής Αντίστασης. Από το 1941 και ως την αιματηρή Μάχη της Κρήτης ο Φέρμορ ήταν εκεί, στην πρώτη γραμμή, μαζί τους Κρήτες αγωνιστές που τον θεωρούσαν «πιο δικό από τους δικούς τους», λέει με καμάρι. «Τι να πρωτοθυμηθώ;

Τις μεγάλες νυχτερινές πορείες, την καλλιέργεια της Αντίστασης από χωριό σε χωριό, από βουνοκορφή σε πεδιάδα; Την αναμονή των πλοιαρίων στους απομονωμένους κολπίσκους, την προσμονή στα οροπέδια για τη ρίψη πολεμοφοδίων, τις επισκέψεις στα δίκτυα συλλογής πληροφοριών στις πόλεις, τις αποστολές κομάντο για δολιοφθορές στον εχθρό, τη διαφυγή από τις επιδρομές των Γερμανών, στα βουνά, στις αετοφωλιές και στα κατσάβραχα, όπου ζούσαμε… Από την πρώτη εισβολή του Άξονα στην Ελλάδα, εμείς στην Αγγλία αισθανθήκαμε ότι ήμασταν οι σύμμαχοι της μόνης χώρας που είχε μείνει και πολεμούσε ακόμη εναντίον του σκότους και της τυραννίας.

Ο υπόλοιπος κόσμος ήταν ουδέτερος, «εν ειρήνη» ηττημένος και, το χειρότερο ακόμη, με το μέρος του εχθρού – είτε με συμμαχίες είτε με συνθήκες. Όταν όμως ο πόλεμος έφτασε στην Κρήτη, οι δύο μοναχικοί σύμμαχοι – η Ελλάδα και η Αγγλία – πολεμούσαν κυριολεκτικά η μια δίπλα στην άλλη. Κάπως έτσι έφτασε και το 1942. Μέσα στη φρίκη και την απελπισία. Η Αγγλία γινόταν κομμάτια και θρύψαλα από τους βομβαρδισμούς, οι Γερμανοί προχωρούσαν ολοταχώς προς το Στάλινγκραντ, τα τανκς και τα κανόνια του Ρόμελ σφυροκοπούσαν τη γραμμή μας της ερήμου και μας κυνηγούσαν πίσω στην τελευταία γραμμή αμύνης μας, στο Ελ Αλαμέιν·και οι ΗΠΑ δεν έβγαιναν ακόμη στον πόλεμο.

Εγώ και οι δικοί μου, διωγμένοι από την Κρήτη, μετά τη Μάχη της Κρήτης της 20ής Μαΐου 1941, που μας είχε αποδεκατίσει και συντρίψει, είχαμε διαφύγει στη Μέση Ανατολή. Πρώτα στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο. Κι έπειτα στη Χάιφα, κοντά στην Παλαιστίνη, όπου δίδασκα τους συμμάχους αξιωματικούς σε μια σχολή πολέμου. Τι τους μάθαινα; Τα απολύτως απαραίτητα. Μυστικές αποβιβάσεις, δηλαδή δολιοφθορές, χρήση πυρομαχικών και όπλων του εχθρού, ρίψεις με αλεξίπτωτο, επιδρομές κομάντο, διαφυγές, εγκαταστάσεις κινητών σταθμών ασυρμάτου – τα πάντα.

Η καρδιά μου και η σκέψη μου όμως βρίσκονταν στην Κρήτη που τώρα υπέφερε περισσότερο από ποτέ. Τα χωριά καίγονταν παντού. Χιλιάδες Κρητικοί ήταν δέσμιοι. Απάνθρωπα βασανιστήρια και ομαδικές εκτελέσεις ήταν στην καθημερινή διάταξη. Και οι Κρητικοί δεν το έβαζαν κάτω, παρά με καρτερικότητα και σθένος συνέχιζαν, όπως μπορούσαν, την Αντίσταση. Κι όχι μόνον αυτό. Αλλά και βοηθούσαν, με κίνδυνο της ζωής τους και των δικών τους, κι όσους από τους Άγγλους συμμάχους είχαν ξεμείνει στα ορεινά χωριά και τα βουνά της Κρήτης. Φρόντιζαν τους δικούς μας, σαν να ήταν παιδιά τους.

Μεγάλη τιμή. Και φυσικά γίναμε και είμαστε παιδιά των Ελλήνων. Και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό – είναι η μεγαλύτερη τιμή για μένα αυτή, να με κάνει ένα μαζί του ένας τόσο γενναίος και ευγενής λαός. Γιατί εμείς ήμασταν ξένοι που ήρθαμε στην Ελλάδα, από τόσο μακριά, για να λάβουμε μέρος στον αγώνα, να πολεμήσουμε, να χύσουμε το αίμα μας στα βουνά σας. Αλλά εμείς ριψοκινδυνεύαμε – εν γνώσει και αυτοβούλως – μονάχα τη ζωή μας, ενώ οι Έλληνες που μας βοήθησαν στη στιγμή της μεγαλύτερης αδυναμίας μας και μας βοηθούσαν συνέχεια δεν ρισκάρανε μονάχα τη ζωή τους, αλλά και τη ζωή των οικογενειών τους και την καταστροφή των χωριών τους, της πατρίδας τους. Μη μιλάμε λοιπόν για θυσίες δικές μας…». «Δεν άντεχα άλλο όμως μακριά από την Κρήτη – πηδούσε η ψυχή μου να επιστρέψω εκεί».

Έτσι, τα μεσάνυχτα της 24ης Ιουλίου 1942, επέστρεψε στην Κρήτη, από τη Μέση Ανατολή, με καΐκι, υπεύθυνος της ειδικής αποστολής για την Κεντρική Κρήτη. «Καιροί δύσκολοι. Είχαμε αποκοπεί και από την Αφρική, απ’ όπου περιμέναμε βοήθεια και εφόδια, οι Γερμανοί ματοκυλούσαν την Κρήτη, σκοτώνοντας και βασανίζοντας και αμάχους, κάθε φορά που η Αντίσταση κατέφερε κάποιο πλήγμα εναντίον τους. Ίσως το μόνο καλό της περιόδου αυτής, ως το 1944, για την Κρήτη μας, να ήταν ότι μας παρέκαμψε ο Εμφύλιος που μαινόταν στην υπόλοιπη Ελλάδα·σχεδόν δεν πήραμε μυρωδιά». Αρχές του 1944 διατάσσεται η επιστροφή τού Φιλεδέμ – ο οποίος ζούσε στα βουνά της Κρήτης, οργανώνοντας την Αντίσταση, προσποιούμενος τον Κρητικό βοσκό στον εχθρό – στην Αλεξάνδρεια. «Και πάλι, δεν ήθελα να φύγω». Δεν γινόταν διαφορετικά όμως κι έτσι, με βαριά καρδιά, ο Φέρμορ έφυγε.

Για να επιστρέψει σε μερικούς μήνες, βασικός συντελεστής μιας αποστολής υψίστου κινδύνου και σημασίας για την Κρήτη και την Ελλάδα γενικότερα: να αιχμαλωτίσει τον Γερμανό διοικητή της Κρήτης. Επρόκειτο για τον στρατηγό Μίλερ, ο οποίος όμως, προτού ξεκινήσει η αποστολή, αντικαταστάθηκε, από τον στρατηγό Κράιπε.

«Στις 4 Φεβρουαρίου του 1944 έπεσα με αλεξίπτωτο στην Κρήτη, στο Λασίθι. Η υπόλοιπη ομάδα όμως – ο Στάνλεϊ Μος, ο Μανώλης Πατεράκης και ο Γιώργος Τυράκης – δεν μπόρεσαν να με ακολουθήσουν λόγω κακοκαιρίας. Επί δύο μήνες προσπαθούσαν να έρθουν, αλλά ήταν αδύνατον. Τελικά, στις 4 Απριλίου, έφτασαν στο Σούτσουρο, δια θαλάσσης. Και αμέσως αρχίσαμε να καταστρώνουμε το σχέδιο απαγωγής του στρατηγού».

 

Η απαγωγή
Τελικά την ιδέα της απαγωγής – σταμάτησε, ο Φέρμορ μεταμφιεσμένος ως Γερμανός στρατιώτης, το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο στρατηγός, δήθεν για να κάνει έλεγχο ταυτότητας και αμέσως όρμησαν και οι υπόλοιποι της ομάδας, οι οποίοι πέταξαν έξω τον οδηγό, μπήκαν στο αυτοκίνητο κι έφυγαν όλοι, μέσα στο αυτοκίνητο, μαζί με τον αιχμάλωτο στρατηγό – την είχε ο Φέρμορ. Και πέτυχε.

Μετά την απαγωγή ξεκίνησε ένας φρενήρης αγώνας της ομάδας, μέσα από τα βουνά και τα χωριά της Κρήτης, «να προλάβουμε να στείλουμε τον αιχμάλωτό μας στη Μέση Ανατολή προτού μας πιάσουν οι Γερμανοί και να αποκλείσουμε τους Γερμανούς από το να κάνουν αντίποινα στον άμαχο πληθυσμό, όπως συνήθιζαν». Παντού, όπου κατέβαινε από το αυτοκίνητο, ο Φέρμορ συναντούσε δολοφονικά βλέμματα και έχθρα από τους Κρητικούς, επειδή λόγω της στολής που φορούσε τον περνούσαν για Γερμανό.

«Τότε κατάλαβα τι σημαίνει να είσαι Γερμανός. Και παρ’ ότι ήταν κατακτητές, αισθάνθηκα τυχερός που δεν ήμουν τέτοιος. Φτάνοντας στα Σφαχτά, όπου κατοικούσε ένας φίλος μου, ο πάτερ Γιάννης Σκουλάς, βγήκε να με αντικρύσει, γεμάτη αηδία, η παπαδιά του. Έτρεξα πασιχαρής να την αγκαλιάσω. Μακριά! ούρλιαξε. Καλέ, εγώ είμαι, ο Μιχάλης, της έλεγα. Τίποτε… Φτύσαμε αίμα μέχρι να με αναγνωρίσει και να ξεπεράσει την αποστροφή που ένιωσε, περνώντας με για Γερμανό».

Έκβαση της αποστολής; Ο Κράιπε εστάλη στο Κάιρο, στους Συμμάχους, ασφαλής κι ανέγγιχτος. «Φυσικά και του φερθήκαμε με σεβασμό, τιμή και προσοχή! Αφού ήταν αιχμάλωτός μας».

Κατόπιν δεκαετιών, ο Φέρμορ ξανασυναντήθηκε με τον Κράιπε – αυτή τη φορά για μια συζήτηση γύρω από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το κλίμα μεταξύ τους, ήπιο… «Ήξερε κι εκείνος ποίηση και λατινικά και αρχαία ελληνικά – το ανακάλυψα όταν ήταν αιχμάλωτός μας. Είχαμε λοιπόν πιει από τις ίδιες πηγές, είχαμε τις ίδιες ρίζες μέσα μας, πολύ προτού ξεσπάσει ο πόλεμος – κι αυτό αλλάζει τα πράγματα». Ακόμα και τα αντίποινα απεφεύχθησαν.

Ο Φέρμορ άφησε, στο αυτοκίνητο του στρατηγού, όταν το εγκατέλειψαν, ένα γράμμα προς τους Γερμαούς: «Κύριοι, ο Διοικητής σας αιχμαλωτίστηκε προ ολίγου από μια Βρετανική Δύναμη Μάχης υπό τον έλεγχό μας (σ.σ. του Φέρμορ και του Μος). Ώσπου να το διαβάσετε αυτό, τόσο ο Στρατηγός όσο και εμείς, θα βρισκόμαστε στο Κάιρο. Θέλουμε να τονίσουμε ότι η επιχείρηση αυτή πραγματοποιήθηκε χωρίς καμία βοήθεια από Κρήτες… Οποιαδήποτε αντίποινα κατά του τοπικού πληθυσμού θα είναι τελείως απρόκλητη και άδικη. Auf baldiges Wiedersehen! (σ.σ.: οι δύο υπογραφές). ΥΓ: Λυπούμαστε πολύ που αφήνουμε το αυτοκίνητο».

Ο Φέρμορ (Μιχάλης ή Φιλεδέμ ήταν τα κωδικά ονόματά του στον πόλεμο) που ηρωποιήθηκε από τους Κρήτες και που σταθερά έπαιζε κορόνα – γράμματα τη ζωή του για την Ελλάδα μοιάζει σαν να έχει απομείνει μόνος, σύμβολο μιας εποχής ηρώων και οραμάτων. Ξεπερνάει την έννοια του ελληνιστή· πρόκειται για φιλέλληνα, με όλο τον ιδεαλισμό και όλον τον αγώνα που ο όρος περικλείει.

Αντιδράει στην ερώτηση εάν η Ελλάδα τον πλήγωσε. «Φυσικά και όχι! Πώς θα μπορούσε; Ό,τι έκανα το έκανα για την Ελλάδα· για το σωστό. Το ότι πέτυχε είναι η ικανοποίησή μου. Πληγώνομαι όταν βλέπω να βάλλουν κατά της Ελλάδας – και συνήθως άδικα. Πληγώνομαι όταν οι ξένοι την κοιτούν δήθεν αφ’ υψηλού και αφοριστικά. Πληγώνομαι όταν αγνοούν, χρησιμοποιούν και διαστρεβλώνουν την ιστορία για να μας χτυπήσουν – όπως, για παράδειγμα, όταν θέλουν να υποστηρίξουν διάφοροι τα Σκόπια».

 

Οι Τούρκοι
«Και μη μας λένε για “κακά αισθήματα” των Ελλήνων προς τους Τούρκους. Για όνομα του Θεού! Οι Τούρκοι κατέλαβαν και κατέχουν παράνομα τη Βόρεια Κύπρο – όλοι το ξέρουμε αυτό. Στην Κωνσταντινούπολη συνέχεια λιγοστεύουν οι ήδη πια ελάχιστοι Έλληνες – και αυτό, ως απευθείας αποτέλεσμα των αναταραχών, των λεηλασιών, των καταστροφών, των δολοφονιών, των εξαναγκασμών και του ευρύτερου διωγμού στον οποίον υπόκεινται.

Εκ των ων ουκ άνευ είναι λοιπόν να μην ξεχνάει όλη η Ευρώπη τι της προσέφερε η Ελλάδα και ενθυμούμενη αυτά να πράττει και δεόντως. Και δεν μιλάω τώρα για την αρχαία Ελλάδα, παρά για τη σύγχρονη Ελλάδα – του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εμείς, η Ελλάδα, συγκρατήσαμε, τότε που ο ουρανός είχε μαυρίσει, ολόκληρη την Ευρώπη από την κατάρρευση.

Ας θυμούνται, ας γνωρίζουν λοιπόν όλοι τι εστί Ελλάδα. Γιατί πάντα και παντού οι ιδέες αλλάζουν, οι άνθρωποι πεθαίνουν και με τον καιρό πέφτουν και τα μνημεία.

Ωστόσο, κάτι που δεν καταστρέφεται και θα επιζήσει είναι το πνεύμα που οδηγούσε τους κατοίκους αυτής της χώρας, της Ελλάδας – κάτι που εμπεριέχει όλες τις αρετές, κάτι που εμπνέει και εμπνέεται και είναι τόσο λαμπερό, όπως είναι ο αέρας και το φως που λάμπει επάνω στα Ελληνικά βουνά: τα βουνά σας. Τα βουνά μας».

«Το 1941, όσοι διασωθήκαμε από τη Μάχη της Κρήτης, είχαμε φυγαδευθεί στη Μέση Ανατολή. Πρώτα στην Αλεξάνδρεια και έπειτα στο Κάιρο. Εκεί λοιπόν στις όχθες του Νείλου, αλλά και στην πόλη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είχα την ευκαιρία να γνωριστώ και αργότερα να αποκτήσω φιλική σχέση με τον Γιώργο Σεφέρη. Ήταν λοιπόν και εκείνος εκεί στη Μέση Ανατολή, η έντονη φυσιογνωμία του ήταν όμως βυθισμένη σε μια ανησυχία και θλίψη που ξεπερνούσε το δικό μας καθημερινό άγχος και την ταλαιπωρία για την έκβαση του αγώνα. Στη Μέση Ανατολή, αυτήν την κρίσιμη φάση του πολέμου που όλα έμοιαζαν να χάνονται, ο Σεφέρης έδινε τον δικό του προσωπικό και φλογερό αγώνα: στην πολιτική και στα γράμματα – στην ποίηση».

Τις «Μέρες του Ιουνίου του ’41» ο Σεφέρης τις έγραψε μόλις ο Φέρμορ είχε φθάσει εκεί μετά τη Μάχη της Κρήτης.

«Βγήκε το νέο φεγγάρι στην Αλεξάνδρεια κρατώντας το παλιό στην αγκαλιά του κι εμείς πηγαίνοντας κατά την Πόρτα του Ήλιου μες στο σκοτάδι της καρδιάς – τρεις φίλοι».

«Ώρες – ώρες αισθάνομαι σαν να είμαι ακόμα εκεί», λέει ο Φέρμορ. «Με τον θρήνο μέσα μου για τους συντρόφους που σκοτώθηκαν, και τη μάχη που χάθηκε, και εκείνο τον άνδρα, με τα μάτια τα σκοτεινά από πόνο, να διώχνει τα σύννεφα από μέσα μου, με τα λόγια του.

«Λόγια που ήταν απλώς λόγια. Λόγια ανθρώπου καλλιεργημένου και λόγιου που γνώριζε τη φρίκη των τσακισμένων κορμιών, και τον πόνο της αβεβαιότητας και της απώλειας».

Ο Φέρμορ βγάζει μια παλιά ¨- από τότε τραβηγμένη – φωτογραφία του μαζί με τον ποιητή. Και οι δύο άνδρες σκεπτικοί. Με βαρύ βλέμμα. «Δεν προλάβαμε να μείνουμε καιρό κοντά», συλλογίζεται ο Φέρμορ, «πάντα έφευγα εγώ. Ήμουν σε κίνηση – μια οι αποστολές, μια η εκπαίδευση… “Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πως προχωρούμε. Δεν φτάνει να αισθάνεσαι μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινείσαι”, έλεγε – σχεδόν όπως γράφει και σε ποιήματά του μιλούσε τότε.

»Μιλούσε πάντα συγκρατημένα και προσεκτικά. Δεν ήταν φλύαρος, ποτέ δεν βαριόσουνα να τον ακούς. Σεμνός και διακριτικός. Τον εξετίμησα πολύ τότε. Τον αγάπησα στη συνέχεια ως ποιητή. Ήταν πολύ μορφωμένος και με μια ευρύτητα γνώσεων που ξεπερνούσε τα πλαίσια χωρών και πολιτισμών.

«Ο Σεφέρης κατέγραψε με ακρίβεια και ευαισθησία εκείνα που τότε ζούσαμε. Ναι, ερχόμασταν από παντού, όπως λέει και στον “Τελευταίο Σταθμό”, “απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία”. Ποτέ δεν αποστασιοποιήθηκε, αν και πολύ μαζεμένος άνθρωπος, διέκρινε κανείς τη συσσωρευμένη δύναμη μέσα του».

ΑΜΑΛΙΑ ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗ ΤΑ ΝΕΑ (07-09-1998).

Ενας φιλέλληνας… Σερ
“Ιππότης” ο συγγραφέας της «Μάνης» Πάτρικ Λη Φέρμορ

ΕΛΛΗΝΟΚΑΝΑΔΙΚΟ ΡΕΠΟΡΤΑZ

Εξώφυλλο του βιβλίου η «Μάνη»
του Πάτρικ Λη Φέρμορ

‘Ενας γνωστότατος φιλέλληνας συγγραφέας είναι μεταξύ εκείνων που αποφάσισε να τιμήσει την Πρωτοχρονιά η Βρεττανία.

Πρόκειται για τον Πάτρικ Λη Φέρμορ στον οποίον απονεμήθηκε ο τίτλος του Ιππότη. Ο 88χρονος Φέρμορ ζει εδώ και πάρα πολλά χρόνια στην Καρδαμύλη της Μάνης, σε ένα σπίτι που ο ίδιος έκτισε.

Ο Φέρμορ, που πήρε μέρος στην ελληνική Αντίσταση, έγινε επίσης παγκοσμίως γνωστός για την περίφημη απαγωγή του χιτλερικού στρατηγού Κράϊπε στην Κρήτη.

Ανάμεσα στα έργα που έγραψε και γνώρισαν πολύ μεγάλη επιτυχία είναι η «Μάνη» (1958) και η «Ρούμελη. Οδοιπορικό στη Β. Ελλάδα» (1966).

Ο Βρεττανός συγγραφέας ήταν πολύ φίλος με τον Γιώργο Σεφέρη και τον Γιώργο Κατσίμπαλη, τον «Κολοσσό του Μαρουσιού», όπως τον είχε αποκαλέσει ο Χένρυ Μίλερ, αλλά και με πολλούς άλλους μεγάλους συγγραφείς και ζωγράφους, όπως τον Λώρενς Ντάρελ, για παράδειγμα, τον Τζιακομέτι, τον Φράνσις Μπέϊκον κ.ά.

 

 

Στην Καρδαμύλη με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ

1933: «Ν’ αλλάξω σκηνικό· να εγκαταλείψω το Λονδίνο και την Αγγλία και να σεργιανίσω την Ευρώπη σαν απλός αλήτης ή -σύμφωνα με πιο προσωπική διατύπωση- σαν φτωχός προσκυνητής ή περιπλανώμενος καλόγερος, ένας περιηγητής φιλόσοφος, ένας μοναχικός ιππότης»

1941: Ένας άνδρας με στολή Βρετανού αξιωματικού, μόνος του, επάνω σε ένα χιονισμένο βουνό – είναι στην Αλβανία. Μιλάει ρέοντα Ελληνικά. Οι Έλληνες στρατιώτες τον αποκαλούν, χαϊδευτικά, “Ο Άγγλος”. Όποτε μπορεί, εκείνος μιλάει για ποίηση και λογοτεχνία.

1944, Κρήτη: καθώς ο Βρετανός κομάντο βγάζει τη στολή Γερμανού αξιωματικού που είχε απατηλά φορέσει, πέντε Κρητικοί σύντροφοί του κι ένας Βρετανός αξιωματικός κρατούν δέσμιο έναν Γερμανό αξιωματικό. Είναι ο στρατηγός Κράιπε – ο διοικητής των Γερμανικών Κατοχικών Δυνάμεων στην Κρήτη – που οι άνδρες έχουν μόλις απαγάγει. Τις νύχτες που δεν υπάρχουν πυροβολισμοί, ο αιχμάλωτος και ο Άγγλος αξιωματικός-απαγωγέας μιλάνε για τον Όμηρο και τους μεγάλους τραγικούς.

«Το 1941, όσοι διασωθήκαμε από τη Μάχη της Κρήτης, είχαμε φυγαδευθεί στη Μέση Ανατολή. Πρώτα στην Αλεξάνδρεια και έπειτα στο Κάιρο. Εκεί λοιπόν στις όχθες του Νείλου, αλλά και στην πόλη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είχα την ευκαιρία να γνωριστώ και αργότερα να αποκτήσω φιλική σχέση με τον Γιώργο Σεφέρη»
Ο Σεφέρης γράφει τις «Μέρες του Ιουνίου του ’41», μόλις ο Φέρμορ φθάνει στην Αίγυπτο, μετά τη Μάχη της Κρήτης.

MΕΡΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΝΙΟΥ ΤΟΥ ’41


Βγήκε το νέο φεγγάρι στην Αλεξάνδρεια
κρατώντας το παλιό στην αγκαλιά του
κι εμείς πηγαίνοντας κατά την Πόρτα του Ήλιου
μες στο σκοτάδι της καρδιάς – τρείς φίλοι.
Ποιος θέλει τώρα να λουστεί στα νερά του Πρωτέα;
Τη μεταμόρφωση τη γυρέψαμε στα νιάτα μας
με πόθους που έπαιζαν σαν τα μεγάλα ψάρια
σε πέλαγα που φύραναν ξαφνικά.
πιστεύαμε στην παντοδυναμία του κορμιού.
Και τώρα βγήκε το νέο φεγγάρι αγκαλιασμένο
με το παλιό. με τ’ όμορφο νησί ματώνοντας
λαβωμένο. το ήρεμο νησί, το δυνατό νησί, το αθώο.
Και τα κορμιά σαν τσακισμένα κλαδιά
και σαν ξεριζωμένες ρίζες.
Η δίψα μας
ένιππος φύλακας μαρμαρωμένος
στη σκοτεινή πόρτα του Ήλιου
δεν ξέρει να ζητήσει τίποτε: φυλάγεται
ξενιτεμένη εδώ τριγύρω
κοντά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάντρου.

Κρήτη – Αλεξάνδρεια – Νότιος Αφρική, Μάης -Σεπτ. ’41
= = = = = = = =

“πατρίδα είναι εκεί όπου έχουμε τα βιβλία μας”


Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ στο σπίτι του στην Καρδαμύλη
(H φωτογραφία είναι από το blog MANIFESTOGR)

…Προχθές, ξεφυλλίζοντας την ιταλική εφημερίδα La Repubblica, έπεσα πάνω σε έναν άλλον ορισμό της πατρίδας, διατυπωμένο, προφανώς με βρετανικό φλέγμα, από τον Πάτρικ Λη Φέρμορ, τον αειθαλή 90χρονο συγγραφέα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, ίσως τον πιο σημαντικό συγγραφέα στο είδος αυτό της γραμματείας. Κατά τον Πάτρικ Λη Φέρμορ «πατρίδα είναι εκεί όπου έχουμε τα βιβλία μας», δηλαδή για τον ίδιο πατρίδα του είναι η Καρδαμύλη της Μάνης, μπροστά στη θάλασσα, ανάμεσα στις ελιές και στα κυπαρίσσια. Φαντάζομαι ότι ο Λη Φέρμορ υπονοεί κάτι περισσότερο από τις βιβλιοθήκες και τα βιβλία, κάτι περισσότερο από την υλική υπόστασή τους. Υπονοεί ίσως τα βιβλία-κόσμους, κάτι σαν Το βιβλίο της ανησυχίας του Πορτογάλου Φερνάντο Πεσσόα, γραμμένο με το ψευδώνυμο Μπερνάρντο Σοάρες, του οποίου ο πρώτος τόμος μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά σε θαυμάσια μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα (εκδόσεις Εξάντας). Σκέφτομαι πολλές φορές τους μεταφραστές· τι δύναμη πρέπει να έχουν για να ακροβατούν στην κόψη τόσο διαφορετικών γλωσσικών πατρίδων, τι αποθέματα σθένους για να δουλεύουν σαν δικό τους κάτι που δεν είναι δικό τους, που δεν θα γίνει ποτέ δικό τους. …
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ – Το ΒΗΜΑ, 20/02/2005
«Η αγάπη μου για την Ελλάδα ήταν απόλυτη»
Τα λιγοστά αρχαία Ελληνικά που είχε μάθει στο σχολείο μετατράπηκαν, σχεδόν δια μαγείας, σε άπταιστα νέα Ελληνικά και η Ελλάδα κέρδισε παντοτινό κράτημα μέσα του.
Η Καρδαμύλη στα 1820

= = = = =

Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ γεννήθηκε το 1915 από γονείς αγγλικής και ιρλανδέζικης καταγωγής. Μετά από «θυελλώδη» σχολικά χρόνια και ένα ταξίδι με τα πόδια ώς την Κωνσταντινούπολη που κράτησε ενάμιση χρόνο, έζησε και ταξίδεψε στα Βαλκάνια και στο Αιγαίο. Σ’ αυτό το διάστημα απέκτησε ζωηρό ενδιαφέρον για τις γλώσσες και αγάπη για τους μακρινούς τόπους. Κατατάχτηκε στην «Ιρλανδική Φρουρά» (Irish Guards) το 1939, και το 1941 τοποθετήθηκε σύνδεσμος στην Αλβανία, και πολέμησε στην Ελλάδα και στην Κρήτη, στην οποία, κατά τη γερμανική Κατοχή, ξαναγύρισε τρεις φορές (τη μια με αλεξίπτωτο). Μεταμφιεσμένος σε βοσκό, έζησε πάνω από δυο χρόνια στα βουνά οργανώνοντας την αντίσταση, και την αιχμαλωσία και μεταφορά του Γερμανού Διοικητή Στρατηγού Κράιπε. Τιμήθηκε με το Παράσημο Διακεκριμένων Υπηρεσιών το 1944 και το Παράσημο του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας το 1943 και ανακηρύχτηκε επίτιμος δημότης Ηρακλείου Κρήτης. Το 1990 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντ. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ έχει γράψει Το Δέντρο του Ταξιδιώτη για τις Δυτικές Ινδίες (βραβείο Λογοτεχνίας της Heineman Foundation το 1950 και βραβείο Kemsley το 1951), Καιρός για σιωπή, Τα βιολιά του Σαιν-Ζακ (δημοσιεύθηκε στη Νέα Εστία του 1990-1991, τόμοι 127-129, μεταφρασμένο από τη Μαίρη Βοσταντζή), Μάνη, βιβλίο παράλληλο με τούτο (βραβείο Duff Cooper Memorial, Κατάλογος Εκλεκτών Βιβλίων της Book Society), που εκδόθηκε στα ελληνικά μεταφρασμένο από τον Τζαννή Τζανετάκη, και Καιρός για δώρα (Ετήσιο Λογοτεχνικό Βραβείο W.H. Smith and Son, 1978), που ο κριτικός Ian Morris το χαρακτηρίζει «τουλάχιστον αριστούργημα», και που καλύπτει το κουραστικό ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη, ώς την Ουγγαρία. Η συνέχεια, Ανάμεσα στα δάση και στο νερό, συνεχίζει την ιστορία αυτού του ταξιδιού (βραβείο Ταξιδιωτικού Βιβλίου Thomas Cook και βραβείο της Αργυρής Πένας, 1987). Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ ζει τώρα στην Ελλάδα, σ’ ένα σπίτι που σχεδίασε και έχτισε ο ίδιος. Είναι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. – Eκδόσεις “Ωκεανίδα” (www.oceanida.gr)
To Bήμα, Κυριακή 22 Αυγούστου 2004:
Ο υπερθετικός βαθμός και η υπερβολή χαρακτηρίζουν τον Πάτρικ Λι Φέρμορ- όταν, για παράδειγμα, κάπνιζε, άναβε 100 τσιγάρα την ημέρα. Περπατώντας προς το σπίτι του, σε έναν ελαιώνα έξω από την Καρδαμύλη, ένα ζεστό μεσημέρι του Ιουλίου, έκανα πρόβες για το τι θα τον ρωτήσω, τι θα του πω. Οι φίλοι μου με είχαν προειδοποιήσει: «Μην του πεις ότι ασχολείσαι με την πεζοπορία γιατί θα βάλει τα γέλια – ο άνθρωπος έχει περπατήσει από το Χουκ της Ολλανδίας ως την Κωνσταντινούπολη». Είχα κλείσει το ραντεβού για τη συνέντευξη μέσω του εκδότη. Αφορμή η μετάφραση στα ελληνικά του βιβλίου H εποχή της δωρεάς. Φθάνοντας στο ξενοδοχείο βρήκα μια κάρτα με την οποία με προσκαλούσε σε γεύμα. Κρασί και κασετόφωνο λοιπόν, ένας διάλογος μάλλον χωρίς έρμα, από τον οποίο σταχυολόγησα κάποιες φράσεις.

Φθάνοντας στην ψηλή πέτρινη μάντρα προσπαθώ να φανταστώ τι σπίτι κρύβεται πίσω: μου έχουν ήδη πει ότι είναι «από τα ωραιότερα της Μεσογείου»- το έχει σχεδιάσει ο αρχιτέκτονας Νίκος Χατζημιχάλης. Θα χρειαζόμουν σελίδες για να το περιγράψω. Αρκούμαι λοιπόν σε μία φράση: θα έκανα όλα τα εγκλήματα του κυρίου Ρίπλεϊ προκειμένου να το αποκτήσω.

Εμφανίζεται ο κυρ Μιχάλης με ένα ποτήρι στο χέρι. Το αποκαλούν «κυρ Μιχάλη» στην Καρδαμύλη. «Είναι από το μεσαίο μου όνομα, το Μάικλ. Το “Πάτρικ” στα ελληνικά θα γινόταν “Πατρίκιος”, θα ακουγόταν αστείο…» λέει. Οι αθηναίοι φίλοι του τον αποκαλούν «Πάντι». Προτείνει απεριτίφ, ζητώ νερό και μάλλον του κακοφαίνεται. Παλικάρι πάντως ο κυρ Πάντι. Ενενήντα ετών, ακμαιότατος. «Εκεί που κάθησες καθόταν ο Γιώργης, ήταν η αγαπημένη του θέση». Λέει ιστορίες για τους καλούς του φίλους, «τους δυο Γιώργηδες». Ο Σεφέρης ήταν τακτικός μουσαφίρης στο σπίτι της Καρδαμύλης. Ο Κατσίμπαλης είχε πάει μόνο μία φορά και δεν έφθασε ως το σπίτι. «Είχαν έρθει ένα καλοκαίρι αλλά δεν μπορούσε να κατεβεί το μονοπάτι. Το ξέρεις ότι είχε ένα κακό πόδι; Γι’ αυτό πήραμε το τραπέζι, το ανεβάσαμε στον δρόμο και περάσαμε τη βραδιά κάτω από τα αστέρια…». Ο Λι Φέρμορ έχει γράψει ιστορία με αυτά τα αυθόρμητα. Ενα βράδυ με τη γυναίκα του, την Ιωάννα (η Τζόαν Λι Φέρμορ τον άφησε μόνο του πέρυσι, ύστερα από συμβίωση 60 ετών), τοποθέτησαν ένα τραπέζι μες στη θάλασσα, άναψαν κεριά και δείπνησαν φορώντας επίσημο ένδυμα αλλά ξυπόλυτοι…

Θα επιχειρούσε σήμερα ένα ταξίδι όπως αυτό της τριλογίας του; «Οχι βέβαια, είμαι πολύ μεγάλος» λέει γελώντας, αν και δεν έχει κλείσει καλά καλά τα ενενήντα. Αν ήταν όμως 18 ετών ξανά, θα περπατούσε από την Ολλανδία ως την Τουρκία; «Σήμερα ένα τέτοιο ταξίδι δεν θα είχε ενδιαφέρον. Ο κόσμος έχει γίνει δυσάρεστος, δεν είναι ελκυστικός για έναν νέο άνθρωπο. Πολλά κράτη έχασαν την ομορφιά τους. Πέρασαν φρικτές πολιτικές εμπειρίες. Καταστράφηκαν από αισθητικής και αρχιτεκτονικής πλευράς. Ηταν όμορφα κράτη όταν εγώ ήμουν νέος. Βρέθηκα στη σωστή εποχή. H σταλινική καταπίεση στην Ανατολική Ευρώπη ήταν καταστροφική. Ηταν τραγωδία. Αυτή η κατανομή των αγαθών δεν λειτούργησε. Στον δεύτερο τόμο του βιβλίου αναφέρομαι στη Ρουμανία. Επί Τσαουσέσκου ήταν ένας εφιάλτης. Σήμερα ίσως να είναι ενδιαφέρουσα η ιστορική συγκυρία, η χώρα όμως έχει μείνει πολύ πίσω». Το βιβλίο H εποχή της δωρεάς είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Το τελευταίο μέρος γράφεται τώρα. Χαίρεται για τη μετάφραση της Μαίρης Βοσταντζή και ενθουσιάζεται όταν επισημαίνω ότι οι σημειώσεις της είναι πράγματι χρήσιμες. «Μόνο το εξώφυλλο δεν μου άρεσε, είναι άσχετο με τη διαδρομή» επαναλαμβάνει.

Το ταξίδι ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1933. Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ ήταν 18 ετών και ήθελε να αποφύγει τα προδιαγεγραμμένα: τη στρατιωτική σταδιοδρομία. Πήρε το καράβι από τη Γηραιά Αλβιόνα για την Ολλανδία. «Πήγα νοτιοανατολικά, μπήκα στη Γερμανία, βάδισα δίπλα στον Ρήνο, μετά στον Δούναβη, μπήκα στην Αυστρία, μετά στην Τσεχοσλοβακία. Στην Ουγγαρία διέσχισα τη Μεγάλη Πεδιάδα με άλογο, πέρασα από την Τρανσυλβανία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία περπατώντας στη μεγάλη οροσειρά των Βαλκανίων και ακολούθησα την ακτή της Μαύρης θάλασσας: Βάρνα, Μεσημβρία και Μπουργκάς. Εφθασα στην Κωνσταντινούπολη ανήμερα την Πρωτοχρονιά του 1935. Δεν ήταν το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό. Ηταν όμως η πρώτη περιπέτεια που περνούσα μόνος. Ημουν ενθουσιασμένος». Γιατί το πρώτο ταξίδι δεν έγινε στην Αφρική ή στην Ασία; «H Ευρώπη μού φαινόταν πιο ενδιαφέρουσα. Εχει πιο πλούσια ιστορία. Αγαπούσα την Ινδία – εκεί γεννήθηκε η μητέρα μου, εκεί εργαζόταν όλη τη ζωή του ο πατέρας μου και πήγα αρκετές φορές». Πώς του φαίνεται σήμερα η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης; «Δεν είμαι καλός στα πολιτικά. Προτιμώ τις ερωτήσεις για τη λογοτεχνία. Οχι όμως για τα βιβλία μου. Ολες οι απαντήσεις γι’ αυτά είναι στις σελίδες. Δεν έχω κάτι παραπάνω να προσθέσω. Να ρωτήσω εγώ κάτι; Είναι γνωστός ο Κατσίμπαλης στους νέους; Τον αναφέρουν;».
H συζήτηση επανέρχεται στην ελληνική συντροφιά του: «Ο κύκλος που ήξερα πολύ καλά ήταν ο Σεφέρης και ο Κατσίμπαλης και ο Νίκος ο Γκίκας». Στο μπαλκόνι υπάρχει μια τοιχογραφία του Γκίκα – πέρασε πολλούς μήνες στο σπίτι της Καρδαμύλης. «Είχαμε μεγάλη τύχη, όταν πρωτοήρθαμε στην Ελλάδα, μετά τον Πόλεμο, ο Σικελιανός μού δάνεισε το σπίτι του στη Σαλαμίνα και πέρασα τη μεταπολεμική άνοιξη στο σπίτι του, με τη βιβλιοθήκη του, γράφοντας. Ηταν χρυσός άνθρωπος. Αυτός δεν ήταν εκεί ούτε η γυναίκα του. Από το διπλανό μοναστήρι μού έφερναν κάθε απόγευμα σπαγκέτι για να φάω. Οι Ελληνες είναι πάντα φιλόξενοι με αυτούς που γράφουν». Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ έχει φιλοξενήσει πολλούς αλλά και έχει φιλοξενηθεί. «Ο Βαγγέλης Αβέρωφ μού παραχώρησε το πέτρινο σπίτι του στο Μέτσοβο όταν έγραφα για τους Σαρακατσάνους. Ο Νίκος Γκίκας μού επέτρεψε να μείνω στο σπίτι-ζιγκουράτ της Υδρας για δύο χρόνια. Ο Αντώνης Μπενάκης με άφηνε να χρησιμοποιώ ένα γραφείο στο μουσείο του μετά τις ώρες λειτουργίας». Με αυτές τις αναφορές ίσως δίδονται εσφαλμένες εντυπώσεις. Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ βολευόταν οπουδήποτε – κατέχει την τέχνη της ευζωίας. Στο Παρίσι για ένα διάστημα κοιμόταν σε ένα κρεβάτι μέσα σε κρεοπωλείο. Στην Ιταλία, στο Παλεστρίνα, κατέλυσε σε κάστρο που ήταν εγκαταλειμμένο για 100 χρόνια, όπου είχε συγκάτοικους μερικές δεκάδες αρουραίους οι οποίοι τον εξεδίωξαν… (στην φωτογραφία – από αριστερά – ο Γιώργος Κατσίμπαλης, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Πάτρικ Λη Φέρμορ)

Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ περιπλανήθηκε στην Ηπειρο, στη Μακεδονία – έμεινε στο Αγιον Ορος -, στη Στερεά Ελλάδα, στα νησιά. Οταν ξέσπασε ο B’ Παγκόσμιος Πόλεμος επέστρεψε στην Αγγλία για να καταταγεί στην ιρλανδέζικη φρουρά. Το 1941 το υπουργείο Πολέμου τον έστειλε στο Αλβανικό Μέτωπο ως σύνδεσμο αξιωματικό στον Ελληνικό Στρατό. Επί γερμανικής κατοχής βρέθηκε στην Κρήτη και έζησε στα βουνά επί δύο χρόνια μεταμφιεσμένος σε βοσκό. Εκεί οργάνωσε την απαγωγή του γερμανού διοικητή, στρατηγού Κράιπε. «Για να μην υπάρξουν αντίποινα, αφήσαμε σημείωμα ότι η απαγωγή οργανώθηκε χωρίς τη συμμετοχή των ντόπιων». Γιατί λοιπόν επέλεξε την Καρδαμύλη αντί της Κρήτης; «Τους λατρεύω τους Κρητικούς, περάσαμε μήνες και χρόνια μαζί, και έχω τόσους σύντεκνους και κουμπάρους. Αν όμως ζούσα με τους Κρητικούς, που έχουν τόσο κλίση στα γλέντια, κάθε νύχτα θα έπινα με τους φίλους και είμαι βέβαιος ότι θα ήμουν νεκρός και πεθαμένος από πολλά χρόνια. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν έμεινα εκεί».

Από τη δεκαετία του 1950 είχε την επιθυμία να αποκτήσει ένα σπίτι στην Ελλάδα. «H Ιωάννα, η γυναίκα μου, και εγώ ήρθαμε με τα πόδια από τη Σπάρτη. Περάσαμε τον Ταΰγετο, μας άρεσε να βαδίζουμε. Μείναμε με κάτι βοσκούς εκεί πέρα και μετά βρήκαμε αυτό το θαυμάσιο, άθικτο μέρος». Επί δύο χρόνια έμειναν σε αντίσκηνο για να επιβλέπουν τις εργασίες χτισίματος, βάσει του σχεδίου του Νίκου Χατζημιχάλη. «Εχω δει την κάθε πέτρα να μπαίνει στη θέση της» λέει. Και αλλάζει θέμα: «Από πού είναι η καταγωγή σας; Αυτό δεν ρωτούν πάντα οι Ελληνες; Εχω μάθει να το ρωτάω και εγώ…». Το επιδόρπιο σερβίρεται. Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ θα χρειαστεί μια σιέστα προτού συνεχίσει το γράψιμο. Ανακαλεί τα γεγονότα από μνήμης.

«Στο Μόναχο μου έκλεψαν τις σημειώσεις. Θυμάμαι όλο το ταξίδι εκτός από δύο ημέρες. Ενα μικρό κενό της μνήμης». Θυμάται κάθε τόπο μέσα από τους κατοίκους του. Και συσχετίζει τους ανθρώπους με την ιστορία του τόπου τους. Το βιβλίο του είναι ένα κέντημα με προσωπικές εντυπώσεις και ιστορικές, γεωγραφικές πληροφορίες.

Υπάρχουν ελεύθερα δωμάτια, αν θέλω μπορώ να αναπαυτώ, προτείνει – «αν και δεν κατάλαβα ακριβώς γιατί θέλατε να με συναντήσετε…». «Ούτε και εγώ κατάλαβα» του απαντώ στην πόρτα. Ξέρω εν τούτοις πολύ καλά γιατί το επεδίωξα. Οχι επειδή είναι ο μεγαλύτερος εν ζωή ταξιδιωτικός συγγραφέας, αλλά γιατί έχει κάνει μια ζωή που θα ήθελα να είχα κάνει και εγώ. Αλλά ας μη λέμε μεγάλες κουβέντες…
Λώρη Κέζα

= = = = =

«Εμείς, η Ελλάδα, συγκρατήσαμε, τότε που ο ουρανός είχε μαυρίσει, ολόκληρη την Ευρώπη από την κατάρρευση.»

1998, Μάνη, σε ένα σπιτούδι: ποτέ, όταν μιλάει για τους αγώνες που έδωσε στην Ελλάδα, δεν χρησιμοποιεί την αντωνυμία «εγώ». Είναι πάντα «εμείς» ·είτε πρόκειται για τους Βρετανούς στρατιώτες του και τους συναδέλφους και φίλους αξιωματικούς – μιλάει συνέχεια για τον «Μόντι» Κρις Γούντχαους, για τον Ίαν Φίλντιν, για τον Τζον Πέντελμπουρι, τον αρχαιολόγο-ελληνιστή που σκοτώθηκε πολεμώντας γενναία στη Μάχη της Κρήτης – είτε πρόκειται για τους Κρήτες συντρόφους του – τον Γιώργο Ψυχουδάκη, τον Μανώλη Πατεράκη, τον Γιώργο Τυράκη – είτε για την Ελλάδα ολάκερη.

«Μεγάλη τιμή. Και φυσικά γίναμε και είμαστε παιδιά των Ελλήνων. Και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό – είναι η μεγαλύτερη τιμή για μένα αυτή, να με κάνει ένα μαζί του ένας τόσο γενναίος και ευγενής λαός»



Greet Leuven: Καρδαμύλη

 

Πάτρικ Λη Φέρμορ

fermor

Του Κώστα Κατσουλάρη

Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 60 ο σχεδόν 50χρονος τότε Πάτρικ Λη Φέρμορ έγραφε τις εντυπώσεις του και τις σκέψεις του από τα ταξίδια του στη Βόρειο Ελλάδα, την οποία εν γνώσει του απολάλεσε καταχρηστικά «Ρούμελη», του ήταν απολύτως ξεκάθαρο ότι μεγάλο μέρος του «κόσμου» στον οποίο αναφερόταν είχε απέλθει ανεπιστρεπτί.

Ο «κόσμος» αυτός είναι «ο ελληνικός κόσμος» – ό,τι δηλαδή απέμενε σε αυτό τον τόπο που να τον συνδέει ευθέως και ζωτικά με ένα μακρύ όσο και δαιδαλώδες παρελθόν, που ξεκινάει από τα βάθη του χρόνου, όταν κάποιες φυλές άρχισαν να κατεβαίνουν προς τα νότια, εποικίζοντας σταδιακά την ελληνική χερσόνησο, περνώντας μέσα από τον εκχριστιανισμό, το Βυζάντιο, την Τουρκοκρατία, την ίδρυση του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους. Δεν είναι τυχαίο που το μεγαλύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, και το πρώτο, είναι αφιερωμένο στους Σαρακατσάνους, στην ιδιόρρυθμη και θαυμαστή αυτή φυλή νομάδων τους οποίους αποκαλεί «Οι μαύροι αποδημητές»: Οι Σαρακατσάνοι, στα μάτια του, είναι μια πυκνή, εύγλωττη μεταφορά του «ελληνικού κόσμου».

fermorresizedΟ Φέρμορ, με το ελαφρύ πάτημα του ποιητή αλλά και την σοβαρότητα του δυτικού μελετητή, βλέπει στα ήθη, τα έθιμα και τις συνήθειες αυτών των ανθρώπων μια μοναδική επιβίωση στον σύγχρονο κόσμο μιας γνήσιας αρχαιοελληνικής φυλής. Ο ίδιος άλλωστε τους συνάντησε κι έζησε μαζί τους σε διαφορετικές φάσεις των περιπλανήσεών του, αλλά εμπλούτισε τη δική του εμπειρία με πολλή μελέτη και έρευνα, διακρίνοντας από τα αναγνώσματά του τη δουλειά της Αγγελικής Χατζημιχάλη, συγγραφέως του βιβλίου «Οι Σαρακατσάνοι» και μητέρα της λαογραφίας στην Ελλάδα. Στους Σαρακατσάνους, όπως κατ’ αναλογία και στους ορεσίβιους κρητικούς, όπως και στους Μανιάτες, ο Φέρμορ αναγνωρίζει το «αρχέτυπο» ενός ελληνικού τρόπου ζωής, που παρά την αξιοθαύμαστη ποικιλία του κατορθώνει τελικά να συνενώνεται σε μια απτή κοινή αίσθηση που την χαρακτηρίζει η κατάφαση, η απλότητα, το μέτρο.

Οι περιγραφές του σαρακατσάνικου γάμου στον οποίο παραβρέθηκε είναι πολύτιμες, παρότι, όπως κι ο ίδιος ομολογεί, τα χρόνια εκείνα, δηλαδή τέλη του πενήντα κι αρχές του εξήντα, πολλές από τις συνήθειες είχαν ήδη εξασθενήσει∙ οι Σαρακατσάνοι είχαν αρχίσει να αφομοιώνονται από έναν αλλότριο τρόπο ζωής (σταθερή κατοικία, υποχρεωτική στράτευση, υποχρεωτική εκπαίδευση, κ.λπ). Και πάλι όμως: Ο Φέρμορ είναι γοητευμένος από αυτούς τους ανθρώπους, από τη φιλοξενία τους, από το καθαρό βλέμμα τους, ακόμη κι από τις προκαταλήψεις, τους φόβους, την ιερή αίσθησή τους για τον κόσμο που τους περιβάλει. Ο κόσμος των Σαρακατσάνων δεν έχει ακόμη απομαγευτεί, στις πήγες τους κυκλοφορούν νεράιδες, στα δέντρα κρύβονται ξωτικά, ενώ μια σειρά από πυκνές συνήθειες και τελετουργικά ρυθμίζουν μέχρι κεραίας τις μέρες του χρόνου.

Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στην εμπειρία του από τις μονές στα Μετέωρα. Κι εδώ, όπως και με τους Σαρακατσάνους, συνδυάζει με εξόχως ποιητικό τρόπο τη βιωμένη εμπειρία από την φιλοξενία του από τους καλόγερους με ένα βάθος γνώσεων γύρω από ζητήματα Ιστορίας, θρησκειολογίας, γλωσσολογίας, ζωγραφικής που σε καθηλώνει. Οι περιγραφές των ανθρώπων –π.χ. του Πάτερ Χριστόφορου, ηγούμενου της Μονής Βαρλαάμ καθώς και του διακόνου Βυσσαρίωνος– είναι απλές, καίριες και συγκινητικές ενώ συνοδεύονται από βαθυστόχαστες παρατηρήσεις για τις αλλαγές που έχει φέρει ο χρόνος στη μοναστική ζωή, την παρακμή της. Ο Φέρμορ, που έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του «μοναστικά», συμπονάει τους ανθρώπους αυτούς, λυπάται για την παράδοση που φεύγει μαζί με έναν ολόκληρο μικρόκοσμο πρακτικών και συνηθειών.

Το καθένα από τα επτά κεφάλαια του βιβλίου διαθέτει κάτι μοναδικό: Σκέψεις και ιστορικό υλικό για την ιδιόρρυθμη σχέση των Κρητικών με της Τουρκοκρατία και γενικότερα με τους κατακτητές∙ ταξίδια στην Στερεά Ελλάδα προς αναζήτηση του φαντάσματος του Μπάιρον (τον μοναδικό άλλον «ξένο» με τον οποίο ο Φέρμορ φαίνεται να αισθάνεται τόση συγγένεια, κι ας μην υιοθέτησε πλήρως το ρομαντικό του ιδεώδες). Κι όμως, τον δικό του ποιητικό οίστρο ο συγγραφέας τον αφήνει ελεύθερο λίγο παρακάτω, στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Οι ήχοι του ελληνικού κόσμου», μια μοναδική στο είδος της περιδιάβαση της χώρας μέσα από τους ήχους της, ανά πόλη, ανά νησί, ανά τοπωνύμιο. Η αγάπη προς την Ελλάδα που αποπνέει αυτό το κείμενο είναι πέρα από κάθε περιγραφή. Ο όρος «φιλέλληνας» παίρνει στον Φέρμορ τέτοια έκταση και τόσο βάθος, ώστε η χαλαρή και γενικευμένη χρήση του θα έπρεπε να απαγορευτεί.

Τέλος, βιβλία όπως η «Ρούμελη», αλλά και η «Μάνη», θα έπρεπε να διδάσκονται στα ελληνικά σχολεία – και μάλιστα στην υποχρεωτική ύλη. Τόση Ελλάδα συγκεντρωμένη σε μερικές σελίδες, ίσως μονάχα στον Σεφέρη συναντά κανείς – αλλά η σχέση της Εκπαίδευσης με την ποίηση είναι μια άλλη, επίσης πονεμένη, ιστορία.

Απόσπασμα από το βιβλίο “Ρούμελη”

roymelh_exof«Είχα αρχίσει να αντιλαμβάνομαι τις τελευταίες εβδομάδες μια από τις μεγάλες και απροσδόκητες χάρες της Ελλάδας: Ένας άμεσος και απευθείας δεσμός, φιλικός και ίσος από τις δύο πλευρές, ανάμεσα σε ανθρώπινα πλάσματα, κάτι που καταλύει τους φραγμούς της ιεραρχίας και της οικογενειακής προέλευσης και του χρήματος και […] της πολιτικής και της εθνικότητας ακόμα. Δεν είναι κάτι που λειτουργεί ενάντια στις συμβατικότητες, αλλά μέσα σε μια σχεδόν παραδεισιακή άγνοια της ύπαρξής τους. […] Η ζωή, λένε αυτές οι ματιές, είναι ένα μαρτύριο, ένας εχθρός, μια περιπέτεια κι ένα αστείο που είμαστε όλοι συνασπισμένοι για να τα υπομείνουμε, να τα ξεπεράσουμε, να τα εκμεταλλευτούμε, και να τα απολαύσουμε σε ίση βάση – συνένοχοι σύντροφοι στην ηδονή και όλοι μαζί θύματα. Ο ξένος αρχίζει να καταλαβαίνει ότι η πανοπλία που τον ταλαιπωρούσε και το οπλοστάσιο που έσερνε μαζί του τη μισή του ζωή δεν του χρειάζονται πια. Μια θαυμαστή ελαφράδα μπαίνει στη θέση τους.»

 

Ποιος είναι ο Π. Λ. Φέρμορ;

Ο Σερ Πάτρικ «Πάντι» Μάικλ Λη Φέρμορ γεννήθηκε το 1915 στο Λονδίνο και είναι ιρλανδικής καταγωγής. Θεωρείται ο σημαντικότερος εν ζωή ταξιδιωτικός συγγραφέας. Σε ηλικία 18 ετών, το 1933, περνάει τη Μάγχη και ξεκινάει να διασχίσει την Ευρώπη με τα πόδια, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Θα φτάσει στην Κωνσταντινούπολη την Πρωτοχρονιά του 1935. Από εκεί θα περάσει στην Ελλάδα, θα μείνει στον Άθω και θα ταξιδέψει στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Στερεά Ελλάδα μαθαίνοντας τα ήθη και τη γλώσσα της χώρας που έμελλε να γίνει δεύτερη πατρίδα του.

Στην Αθήνα, γνώρισε την Ρουμάνα πριγκίπισσα Μπαλάσα Καντακουζηνού. Έμειναν μαζί σε έναν παλιό νερόμυλο έξω από την πόλη, κι επισκέπτονταν συχνά τον Πόρο όπου εκείνη ζωγράφιζε κι εκείνος έγραφε. Αργότερα μετακόμισαν στο σπίτι της στην Μολδαβία, όπου έζησαν μέχρι το ξέσπασμα του Πολέμου.

fermor_germanΌταν κηρύχθηκε ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος ο Φέρμορ επέστρεψε στην Αγγλία και κατατάχθηκε στην Ιρλανδική Φρουρά. Στη συνέχεια, λόγω της γνώσης του των ελληνικών, τοποθετήθηκε ως σύνδεσμος-αξιωματικός στον Ελληνικό Στρατό. Με την κατάρρευση του Αλβανικού μετώπου θα βρεθεί στην Κρήτη. Εκεί, μεταμφιεσμένος σε βοσκό, θα ζήσει δύο χρόνια στα βουνά, οργανώνοντας τον αγώνα των ανταρτών. Θα ηγηθεί της ομάδας που απήγαγε τον γερμανό διοικητή, το στρατηγό Κράιπε. Ο ίδιος δεν έχει ποτέ αναφερθεί στο περιστατικό στα βιβλία του. Η ιστορία της απαγωγής του Κράιπε έγινε γνωστή από το βιβλίο “Ill met by moonlight” του Μπιλ Στάνλεϊ Μος, υπαρχηγού της ομάδας του Φέρμορ στο βουνό, και από την κινηματογραφική ταινία που γυρίστηκε αργότερα με τον Ντερκ Μπόγκαρτ να ενσαρκώνει τον Φέρμορ.

Το πρώτο του βιβλίο «Το δέντρο του ταξιδιώτη» (1950) αφορούσε τα μεταπολεμικά του ταξίδια στην Καραϊβική κι ακολούθησε το μοναδικό βιβλίο μυθοπλασίας που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα, «Τα βιολιά του Σεν Ζακ» (1953). Στη συνέχεια έγραψε τα δύο πιο σημαντικά «ελληνικά» βιβλία του, το «Μάνη» (1958) και το «Ρούμελη» (1966). Ωστόσο, το αριστούργημά του θεωρείται ακόμη και σήμερα το βιβλίο του «Η εποχή της δωρεάς» (1977), στο οποίο περιγράφει την πρώτη φάση του ταξιδιού του με τα πόδια προς την Κωνσταντινούπολη, στα δεκαοκτώ του. Έχει επίσης μεταφράσει και εκδώσει στα αγγλικά το χειρόγραφο «Ο κρητικός Δρομέας», που γράφτηκε από τον σύντροφό του στον πόλεμο της Κρήτης Γιώργο Ψυχουδάκη.

Τιμήθηκε με το Παράσημο Διακεκριμένων Υπηρεσιών το 1944 και το Παράσημο του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας το 1943 και ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης Ηρακλείου Κρήτης. Το 1990 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντ, ενώ το 2007 τιμήθηκε από την ελληνική πολιτεία με τον Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα. Ως αναγνώριση της προσφοράς του στο χώρο των Γραμμάτων του απονεμήθηκε ο τίτλος του Ιππότη από τη βασίλισσα της Αγγλίας. Στα 95 του χρόνια σήμερα, περνάει τον περισσότερο χρόνο του στην Καρδαμύλη, στο σπίτι που σχεδίασαν μαζί με τη γυναίκα του, τη φωτογράφο Τζόαν Λη Φέρμορ που απεβίωσε το 2003, στα 91 της χρόνια.

* Στα 96 του χρόνια, στις 10 Ιουνίου του 2011, ο Πάτρικ Λη Φέρ “ακολούθησε” την αγαπημένη του σύζυγο. 

 

Η ιστορία της απαγωγής
Από τον ίδιο τον Λι Φέρμορ

Εφημερίδα Πατρισ 29-7-2011
Η ιστορία της απαγωγής του Γερμανού διοικητή της Κρήτης, στρατηγού Χάινριχ Κράιπε, από Βρετανούς στρατιώτες και Κρητικούς τον καιρό της κατοχής είναι γνωστή. Ακόμα και στις λεπτομέρειές της. Από τους βασικούς πρωταγωνιστές ήταν ο φιλέλληνας ταξιδιωτικός συγγραφέας Πάτρικ Λι Φέρμορ που πέθανε πρόσφατα πλήρης ημερών. Μια τέτοια λεπτομέρεια διηγείται ο ίδιος ο Λι Φέρμορ εν παρόδω στο βιβλίο του “Η εποχή της δωρεάς”.
Ένα πρωί, απαγωγείς και όμηρος ξυπνούν στα βουνά. Είναι μια καταπληκτική χαραυγή με θέα τις κορφές του Ψηλορείτη και ο στρατηγός Κράιπε που είχε κλασική παιδεία αρχίζει να απαγγέλει στα λατινικά την ωδή εκείνη που είχε γράψει ο Οράτιος για το φίλο του Θαλίαρχο, έναν ύμνο στο χιονισμένο βουνό Soracte, το σημερινό Monte Soratte, έξω από τη Ρώμη που είναι σκεπασμένο από τα χιόνια.
Και ο Λι Φέρμορ που είχε επίσης κλασική παιδεία του παίρνει το λόγο και συνεχίζει στα λατινικά τη στροφή, για τα δέντρα που τρίζουν από το βάρος του χιονιού και τα παγωμένα ποτάμια. Και ανάμεσα στον απαγωγέα και τον όμηρο αποκαθίσταται έτσι ένας είδος σεβασμού πάνω στη βάση μιας κοινής παράδοσης, μέχρι να φθάσουν στην ακτή και ο στρατηγός Κράιπε να παραδοθεί προς μεταφορά στην Αίγυπτο.

Μια στιχομυθία στα Ελληνικά…

Μάλλον ο Λι Φέρμορ δεν έγραψε τα πάντα για το τι διαμείφθηκε ανάμεσά τους μέχρι να φθάσουν στην ακτή. Τα είπε όμως προφορικά, όπως αποκαλύπτει με επιστολή του στη γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung ο ερευνητής της στρατιωτικής ιστορίας Χορστ Μπόογκ. Είχε συμμετάσχει το 1975 με τον Λι Φέρμορ σε μια συζήτηση της γαλλικής τηλεόρασης με αφορμή την προβολή μιας ταινίας για την Κρήτη στον Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και στη συνέχεια γνωρίστηκαν καλύτερα στο δείπνο σε ένα εστιατόριο του Παρισιού, στην Place du Tertre. Ο Λι Φέρμορ ήταν τρομερά συμπαθητικός, κοινωνικός, ομιλητικός για τα όσα είχαν διαδραματιστεί τότε στην Κρήτη, θυμάται τώρα ο Γερμανός συνδαιτυμόνας του. Και κάτι ακόμα: «Και οι δυο, ο στρατηγός και ο απαγωγέας του, είχαν κλασική παιδεία. Και κατά τη διάρκεια της μακράς διαδρομής μέχρι την ακτή απήγγελλαν κάθε τόσο μαζί ελληνικούς στίχους. Μετά τον πόλεμο έγιναν φίλοι».

…κι ένας ανατριχιαστικός συμβολισμός

Αυτή είναι η συνέχεια των όσων θέλησε να γράψει ο Λι Φέρμορ για την απαγγελία του Ορατίου. Η λατινική ωδή ήταν η αρχή, μετά πέρασαν στον Όμηρο. Και υποθέτουμε ότι ο Κρητικός αντάρτης που ήταν μαζί τους στο τέλος της επίπονης πορείας, γιατί η ομάδα χωρίστηκε κάποια στιγμή, μάλλον δεν θα αντελήφθη καν τα αρχαία ελληνικά ή εν πάση περιπτώσει δεν θα απήγγελλε κι αυτός Όμηρο, και όχι μόνο επειδή δεν του ήταν οικεία η ερασμιακή προφορά του Βρετανού και του Γερμανού. Η ελληνική συνέχεια της λεπτομέρειας του Ορατίου κατά την απαγωγή του στρατηγού Κράιπε έχει κάτι το ανατριχιαστικό, αν την εκλάβει κανείς συμβολικά. Ο Γερμανός κατακτητής και ο Βρετανός προασπιστής της σύγχρονης Ελλάδας συνεννοούνται σε ένα υψηλότερο επίπεδο, επειδή αισθάνονται την ελληνική αρχαιότητα ως κοινή κληρονομιά. Ο Νεοέλληνας που είναι παρών παραμένει μέχρι τέλους βωβό πρόσωπο.
http://www.kairatos.com.gr/patriklifermor.htm

 





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.