-Πού πατέρας; Όσες φορές κι αν τα ρωτήσουν κανένα στοματάκι δε θ’ ανοίξει…..

 

Τι όμορφος που είναι ο κόσμος! Μέσα στην άχνη της καλοκαιρινής μέρας κάθουνται σαν άρχοντες περήφανα τα βουνά. Πόσα είδαν οι κορφές τους και πόσα νταγιάντησαν οι ράχες τους. Στις κουφάλες τους έκλαψεν ο Δίας. Τα διασκέλισε ο δαχτυλιδόμεσος Κρητικός του Μίνωα και τα νυχτοπάτησε ο δωρικός καταχτητής. Τους ήρθε κι ο αλαζονικός Ρωμαίος. Τον πεισματάρη Αράπη και τον πολύβουο το Βενετσιάνο τον εφορτώθηκαν μαζί με τα χιόνια και τα ξεροβόρια και τα λιοπύρια που σκίζουν την πέτρα. Κι όταν ήρθε κι η Τουρκιά, ξαναποτίστηκαν αίματα τα ριζά τους και οι κάμποι κι ανθίσανε, που δεν εκάτεχες αν ήταν φέσια ή τ’ Απριλομάη παπαρούνες. Δικά μας είναι και δικοί τους είμαστε σήμερο. Ότι μας μέλλονταν που να το βάλει ο νους μας.
Θε μου και δος μου κι άλλα μάτια γιατί τα δυο είναι λίγα κι ας μη βραδιάσει όσο να δω τη Βιάννο. Πριν γεννηθώ στο μικρό χωριό μου, εκεί δούλευαν οι προπάτοροι της καλής μου Μάνας. Να δω πως είναι και αν τους μοιάζω. Να δω τον τόπο που αγαπώ και τον γνωρίζω απ΄ άλλων μάτια πλεούμενα στη νοσταλγία. Χαρώ τους τους σπάρτους που ‘γίναν δεντρά, το πεύκο το θεόρατο που μοσκομυρίζει και μουρμουρίζει γητειές στο βοριαδάκι. Καλώς τον ασφένταμο, που το βοσκόπουλο θα σκαλίσει το σκύφο του απ΄το κλαδί του να πίνει το γάλα του και την κούπα για το κρασί τ΄ αφεντάκι του. Νερό θα πιει από τη φλέγα με τις δυό χούφτες.
Πάνω στης Δίχτης τις στράτες τις τραχιές πηγαίναμε αγάλια αγάλια. Κι έτσι τη χαίρομαι τη Μεσαρά κάτω κι αλάργο, σα μιαν απέραντη θάλασσα που σμίγει με τα λιβυκά- πες τα νερά, πες τα λιβάδια. Μυριάδες-μυριάδες βόσκουν απάνω τους τ΄ αρνάκια τ΄ άσπρα των συννέφων με τους γαλάζιους ήσκιους στα πλευρά τους. Το θαύμα τούτο σού φωτογραφίζει ο άνθρωπος για να σου γράψει κι από κάτω
« θάλασσα νεφών »; Όχι αυτά δεν λέγουνται, δεν ζωγραφίζουνται. Μια φορά θα τα δεις και δεν μπορείς πια να τα ξεχάσεις. Τόσο απαλά τόσο πολλά, τόσον αχνά, τόσο σαν όνειρο και σαν αφρός ονείρου. Τόσο γεμάτα φως, μυστήριο και δροσιά, την ώρα τούτη θα ξαναπλάσει ο Θεός τον κόσμο.
Πως να ‘ναι ο κόσμος που βλέπει αυτό το μέγα κάλλος κάθε μέρα, αυτός που δροσίζεται σ΄ αυτό το κουτσουνάρι κάτω από τον πλάτανο, κι αυτός που περπατεί και χώνεται ανάμεσα στις μυρτιές τις ανθισμένες.
Δροσάτα, χορτασμένα δέντρα, με χιλιών λογιών πράσινο, μεταξωτό, δαντελωτό, βελουδωτό και πλουμισμένο. Κι έχει καθένα του τον ήσκιο του και τη θωριά του, και χύνουν όλα τη μοσκοβολιά τους γεμάτη πρωινό δρόσος. Φορτωμένα τον καρπό μοιάζουν στις νιές βιαννίτισσες με τα μωρά στην αγκαλιά. Οι καρές κι οι απιδιές, κι οι ελιές, κι οι πρίνοι. Οι πλάτανοι κι οι μουργιές και κερασιές θεόρατες, και συκιές, ρογδιές- κόκκινοι γλόμποι λες τα ρόγδια τα γλυκά και τα ξινά- οι μηλιές, οι κυδωνιές, οι δάφνες και τ΄ αμπέλια. Παιχνιδίζουνε τα φύλλα του πελώριου λεύκου, κι ο κισσός εσκέπασε το μύλο, που φροκοπά στη φτερωτή του το νερό και μέσαθε τον πασπαλίζει το σταρένιο αλεύρι.
Όπου πας κι όπου σταθείς χάνεσαι στην πρασινάδα και μεθείς απ΄ το νερό που μουρμουρίζει. Κι όπου πας κι όπου βρεθείς λιγώνεσαι απ΄το μέλι που έχουν όλοι στο στόμα. Σαν τις κυψέλες τους γλυκές είν΄ οι καρδιές τους και βουΐζουν όλα μαζί τα ωραία αισθήματα. Είσαι ξένος; είσαι φίλος; είσαι συγγενής, δικός; τ΄ εξάδερφου κουμπάρος; του παλιού μου φίλου χωριανός; Να το σπίτι μου ,να κι η καρδιά μου. Θα στρώσω το τραπέζι μου κι είσαι δικός μου σήμερο. Κι αύριο δε μπορείς, θα πας και στο συμπέθερό μου που σε κάλεσε.
Μια αλυσιδωτή φιλοξενία σε σκλαβώνει, και μια διάκριση και μια λεπτότητα, σαν το παλιό κρασί μεθυστική. Θα σου φέρουνε το μέλι του Μαρτιού, που ΄ναι άσπρο και μοσκοβολά όλα τα λούλουδα, θα σου κόψουν τον αθότυρο και θα σ΄ανοίξουν το πιθάρι την ξινή μυζήθρα. Και το πρωί που θα πλυθείς, αν είναι χειμώνας, θα τρέχει απ΄τη βρυσούλα σου το χλιό νερό που βάλανε για σένα.
Πώς σε πλάθουν και σε ζυμώνουν σαν το κερί οι καλοσύνες τους, και πώς ντρέπεσαι που πρέπει να σταθούν να ξεκλειδώσεις την καρδιά σου πρώτα. Μα ύστερα θα μείνει ανοιχτή για να τους μοιάζεις λίγο, για να μοιάσεις το ακούραστο χώμα ετούτο που γεμίζει αγριόκρινα το Σετέμπρη και δροσερά κουκιά. Που σου φέρνει τα σύκα του με όλα τα ονόματα, τα χρώματα, τις γεύσεις. Τ΄ άσπρα, τα μαύρα, τα φαζά, τα κόκκινα, τα μελωμένα, τα ξινά. Πλούσιο χώμα, πλούσια στήθη, γλυκιά γλώσσα, που μαλάκωσε το σίγμα, που είναι τόσο σφυριχτό και τόσο θεριεμένο στη λαλιά μας.
Βιάννος, Πεύκος, Αμιρά, Συκολόγος, Σύμη, Γδόχια, Κρεββατάς, Κεφαλοβρύσι, πόσα ονόματα, πόσες ομορφιές, Βιάννο μου, λες να σ΄αγαπώ, γιατί οι ρίζες μου στο χώμα σου βαθειές, λέτε να σας αγαπώ Βιαννίτικα, για την πολλή ομορφιά σας και για την αρχοντιά, την ανθρωπιά, την πολλή αρετή του κόσμου; Για τη σεμνή κοπέλα σου τη νιόπαντρη, για τον ευγενικό ασπρομάλλη σου, γεμάτο ανοχή, χαρά και σέβας; όμορφα πού ‘σαι μέσα κι έξω…
Ήσουν ωραία! Ωραία! Ήσουν και πιά δεν είσαι. Γιατί είχες ψηλά βουνά και παχιά δάσα, γιατί είχαν πέσει οι Γερμανοί στον τόπο μας ωστόσο, και στα βουνά σου ανέβηκαν αντάρτες.
Ήσουν και πιά δεν είσαι. Χαλάσματα σ΄αφήσανε, όπως το Χαλασά σου. Πεύκο που η φύση το έστησε γκρίζο στολίδι, ανάμεσα στους σκούρους πράσινους πρίνους.
Νεκροταφείο κάμαν τα γελούμενα χωριά και τ’ ανθισμένα μονοπάτια και τα κρουσταλλένια ρυάκια. Μόλεψαν με τα αίματα τις βρύσες και φυτέψανε κουφάρια στα φαράγγια, όπου ανεμίζεται σαν ασήμι και σαν αμέθυστος ο δίχταμός σου.
Βιάννο, κυρά μου, πώς σε ρήμαξαν, που έτσι να πάνε! Βιάννο, κυρά μου, ως τον ουρανό βγήκε ο καπνός σου κι ως τα κύματα κατρακύλησε η βοή σου.
Απ΄ όλους σου τους μάρτυρες, Βιάννο καημένη, τους δικούς μου νιους και νιες, που τους θέρισαν οι σφαίρες, που τους έσφαξε το κρύο, που τους ρήμαξε η αρρώστια κι η οδύνη, ξεχωρίζω τρεις ψυχές μικρών αγίων, για να πω τη μεγάλη τους, αφάνταστη ιστορία. Θα την πω στην κυρία που ανίδεη δεν ξέρει τίνος χέρι εμάτωσε στ’ αγκάθια για να της κόψει της λευτεριάς το ρόδο, στην κοπέλα του χωριού που τώρα ξεκουράζεται σαν έφυγε ο βραχνάς, στο μαθητή που πρέπει να βυζάξει της θυσίας το γάλα, στο στρατιώτη, να πιστέψει πως αξίζει να χει πίστες και ιδέες, σ’ όποιον έχει μαρτυρήσει μέσ’ τον πόνο, για να νιώσει πως ασυντρόφιαστος δεν είναι. Θα την πω σ’ όλους τους σκλάβους, που έχουν χρέος να νικήσουν τη σκλαβιά τους.
Πώς να το πω; Δεν το χωρεί καλά καλά ο νους τ’ ανθρώπου. Μόλις κι αγγίζει το η καρδιά μας. Κι όχι η καρδιά μας η μικρή, εμέ και σένα και τ’ αλλού και του καθένα. Η καρδιά μας ολωνών κι εμάς που ζούμε σήμερο, σαν πήγαμε ζωντανοί στην κόλαση τούτα τα χρόνια,η καρδιά μας του ’66 με τ’ Αρκάδι, και του ’21 με την επανάσταση, του’70 με το Μόσκοβο και το Δασκαλογιάννη, του 1570 και του 1340 με τους Καντανολέους και τους Ψαρομήλιγγους, η καρδιά μας του 825 με τους Άραβες, που σπείρανε τις πολιτείες μας σακιά τ’ αλάτι. Μια καρδιά χωρίς αρχή χωρίς τέλος, μια καρδιά στοιχειωμένη κι’ ακατάλυτη. Κοραλλόδεντρο μέσα στης μοίρας μας τον ωκεανό.

Η ρίζα του δεν φαίνεται και στους κλώνους του κοιμήθηκαν οι αιώνες. Μεγαλώνει και θεριεύει και με τα χίλια μύρια τα κλαδάκια του και τα λουλουδάκια του η καρδιά μας είναι. Όλες μας οι καρδιές και μένα και σε και τ’ αλλουνού και καθενούς βλαστοί κι ανθοί της ίδιας ρίζας. Και του γέρου και της γυναίκας και του μωρού και του αγωνιστή και του καπετάνιου. Όταν θα ‘ρθει η στιγμή ν’ αποκριθεί στη μοίρα την κακή και την ώρα τη μεγάλη, με το στόμα, το φτωχό, τ ’αδύναμο, το ένα, οι αιώνες της φυλής μας θα απολογηθούνε. Πώς αλλιώς να το χωρέσει ο νους του ανθρώπου; Η καρδιά μας θα το πει η καρδιά μας θα το νιώσει.
Η καρδιά τριών μικρών, η καρδιά της φυλής όλης, βάσταξε μέσα στα κορμάκια τους τους πόνους της θυσίας ετούτης.
Εκεί στη Βιάννο, σ’ ένα μικρό χωριό, όμορφο σαν όλα τ’ άλλα, πασίχαρο και στολισμένο, μέσα στους βασιλικούς τους σγουρούς, τους πλατύφυλλους, τους βαρσαμάτους, τους κατσοπρινόφυλλους ,τους άσπρους , τους κόκκινους που σε μεθεί η γλυκάδα της αναπνοής τους, απλωμένους σαν αχτινωτό στεφάνι μέσα στο μεγάλο πιάτο, θ’ αποθέσει ο παπάς τον Τίμιο Σταυρό, σαν θα τον εύρει. Θα ψάχνει στη μέση της εκκλησίας, σκύβοντας σιγά σιγά με τους βασιλικούς ακουμπισμένους στο μέτωπο.

Οι ψαλτάδες θ’ ανεβοκατεβαίνουνε τις γλυκιές σκάλες των σαράντα «Κύριε ελέησον» κι εκείνος σε καθένα τους θα σκύβει, θα σκύβει, θα σκύβει, και θα ψάχνει, ώσπου να τ’ αξιωθεί «να βρει τον Τίμιο Σταυρό» σαν την Αγία Ελένη και να τον υψώσει, μέσα στους βασιλικούς τους αγιασμένους.
Πρόφτασαν άραγε να τον βρουν εκείνη την ημέρα; Τονε βρήκαν το σταυρό κι ο παπάς κι οι λαϊκοί κι οι άντρες κι οι γυναίκες και οι πανηγυριώτες και τα μωρά, τονε βρήκε όλη η Βιάννος και την κάρφωσαν απάνω….
Να φορούσαν τα καλά τους και τα τρία μικρά αδέρφια, σταυρώσιμη μέρα ως ήταν; Ν’ ανεβήκανε μ’ αυτά στο Γολγοθά τους; Και λες να είχαν και σκολιάτικα να βάλουν; Και ποιος είχε και χαρά να στολιστεί και ν’ αλλάξει; Μα το καλεί τόσες φορές η ώρα και τα παιδιά γι αυτό τις περιμένουνε τις σκόλες και τις εορτές.
Άξαφνα όμως ήρθε το κακό κι οι άντρες πιάσανε τα διάπαντα. Ως ζητά ο καλός λαγωνιάρης σκύλος το κυνήγι, έτσι ζητούσανε κι οι Γερμανοί, οι Γερμανοί του ’43, τους άντρες , τις γυναίκες , τους ανθρώπους. Και τους έβαζαν στη σειρά και τους γάζωναν με το πολυβόλο. Απομεθούσανε με το κακάρισμά τους και με το αίμα.
Μα πού ‘ναι ο Βερβελάκης; Όταν σε τρελλάνει η φρίκη κι ο θάνατος απλώνει σαν χταπόδι τους απλοκαμούς του και σε φουρκίζει, αν έμεινε κάποιο αίμα μέσα σου που δεν έπηξε, θα φύγεις να κρυφτής! Στη Συκιά! Στη Συκιά που ‘ναι κοντά , που ‘ναι δασά. Στα παχιά της φύλλα τα πυκνά που κάνουνε σκοταδερό ίσκιο μέσαθέ τους κρύβεται ο δύστυχος. Έξι παιδιά και μια γυναίκα περιμένουν απ’ αυτόν. Στ’ όνομά Σου , Θε μου!
Κι έτσι ο πατέρας δεν είναι στο σπίτι. Κρυμμένος στη Συκιά τους βλέπει να ψάχνουν κι άμποτε να μην τον δούνε. Ας φυσούσε λίγος άνεμος να χτυπούν τα φύλλα, μην ακούσουν την καρδιά του. Όχι ας μη φυσήξει μην τον δουν καμιά ώρα.
Τα πιο μικρά παιδιά του δεν επρόφτασαν. Ξέρουν από δώδεκα χρονώ ως πέντε τι αξίζει η ζωή: Κι οι Γερμανοί τα πιάσανε.
Πού πατέρας;
Όσες φορές κι αν τα ρωτήσουν κανένα στοματάκι δε θ’ ανοίξει. Ούτε τη συκιά κοιτάζουν. Πεισματάρικα σωπαίνουν. Ούτε η Βαγγελιό ,ούτε τ’ Αννάκι ,ούτε ο αδερφούλης τους δε θα το πούνε.
Το νιώθουνε τώρα το φοβερό που τους περιμένει όλους. Η λαχτάρα τους, το χτυποκάρδι τους, να μην κατεβή ο πατέρας.
Αυτόν τον επέτρωσε η Μέδουσα. Να πέτρωνε και την καρδιά του , να του κούφαινε τ’ αυτιά. Καταπιόθηκε κι εκείνη η γλώσσα, δε μπορεί να φωνάξει , δε μπορεί να μιλήσει. Τρία παιδιά έχει ακόμα και τη γυναίκα του κι αυτά δεν τάπιασαν…
Κι άλλοι καμιά τριανταριά έχουν κρυφτεί γύρω τριγύρω…
-Πού πατέρας;
Η ψυχή της φυλής αγωνίζεται ολόκληρη σε κείνα τα παιδιάστικα κορμάκια, όλης της Βιάννος η αγάπη η συγγενική, όλη της η οικογενειακή στοργή μαζεύτηκε σ’ εκείνα τα στήθη κι έκανε φωτιά το αίμα τους και τη θέλησή τους ατσάλι.
Η αντίσταση κι ο αγώνας χιλιάδων χρόνων, καμωμένων από αμέτρητα μερονύχτια κι από εκατομμύρια πικρές ώρες σκλαβιάς, κάνει σίδερο την καρδούλα τους, που ιστορία δεν ξέρει, γιατί ιστορία είν’ αυτή, γιατί η ιστορία η ζωντανή της δράσης είναι μέσα μας ένστιχτο πια, δεν είναι γνώση.
Τα κορμάκια τους λες και μετουσιώνονται σε κύτταρα ηθικά για να αισθάνουνται το χρέος της άρνησης και της αντίστασης σ’ αυτά τα τέκνα της κόλασης. Τεντωμένα, πεισμωμένα , χωρίς φόβο.
Δεν είναι τίποτα να σε ρωτούν οι λυσασμένοι αυτοί αστακοί , να σε κρατούν να μη φύγεις. Δεν είναι τίποτα. Μόνο που φρένιασαν με την «ανηξεριά» και τη σιωπή. Μόνο που βάλθηκαν να τους περάσει αυτωνών. Όχι θα τους κάμουν μπαίγνια τα νιάνιαρα τούτα των παλιοκρητικών !
Πού είσαι η ιερή εξέταση να σε ντροπιάσουν; Τα νύχια πρώτα. Αν ο πόνος φέρνει τις φωνές και τα κλάματα, τι καλά δεν θα μπορούν να μιλούν απ’ την οδύνη, θα κλαίνε και δε θα πούνε τίποτα, θα κλαίνε και δε θα μπορούν να πούνε τίποτα. Το είπανε το όχι τους , άλλο δεν έχει!
Πήγαν τα νυχάκια, πήγαν και τα δαχτυλάκια, λίγο και λίγο, τα χεράκια, τα μπρατσάκια.
Συμπαθήστε με! Δε θα τα μαρτυρήσω άλλη μια φορά τα τρία Βερβελάκια, δε βαστάμε πια ως το τέλος . Καταλάβατε και φτάνει.
Κι ύστερα…αχ , δεν μπορώ, καλοί μου, άλλο….
……………………………………………………………………………………………………..
Αυτά όμως μπόρεσαν να σιωπήσουν και να πεθάνουν.

—————————————————————————————————————

Γραμμένο από την Μεραμπελιώτισσα Μαρία Αμαριώτου, γνωστή σε παλαιούς και νεότερους από τη συμμετοχή της στην πνευματική ζωή του τόπου. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό « Νέα Εστία » το 1948 σελ. 1199-1201 και είναι αφιερωμένο στα τρία παιδιά του Γιώργη Βερβελάκη από το Κεφαλοβρύσι, που βασανίστηκαν και θανατώθηκαν από τους Γερμανούς στη θέση Λυγιά στις 14 Σεπτεμβρίου 1943.  Το αναδημοσιεύουμε όπως είχε παρουσιαστεί στα “Βιαννίτικα Νέα”. (Ο φίλος της Βιάννου και τακτικός αναγνώστης των ΒΝ καθηγητής κ. Μενέλαος Παρλαμάς, μάς έστειλε το κείμενο που ακολουθεί.  αναδημοσιεύουμε από τοΠνευματικό Κέντρο Ανω Βιάννου “Περικλής Βλαχάκης”

«ΤΡΕΙΣ ΜΙΚΡΟΙ ΑΓΙΟΙ»

Μαρία Αμαριώτου,
Νέα Εστία, 1948, Τ. 510 σελ.1199-1201
Αναδημοσίευση, Βιαννίτικα Νέα, Μάρτιος 1997, αρ. φύλλου 225





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.