ΟΤΑΝ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΤΡΩΓΑΝΕ ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ ΚΑΙ ΖΟΥΣΑΝΕ ΣΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΕΜΕΙΣ ΧΤΙΖΑΜΕ ΠΑΡΘΕΝΩΝΕΣ….
ΟΤΑΝ ΑΥΤΟΙ ΤΡΩΓΑΝΕ ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ ΕΜΕΙΣ ΕΙΧΑΜΕ ΧΟΛΗΣΤΕΡΙΝΗ
Από τότε πέρασε καιρός και αυτοί οι κάποιοι κατέβηκαν από τα δέντρα, σταμάτησαν τα βελανίδια, υιοθέτησαν τη διατροφή μας, έχτισαν και Παρθενώνες, ανακάλυψαν την ηλεκτρική ενέργεια, ανακάλυψαν την τεχνολογία, ανακάλυψαν και προώθησαν τις τέχνες, τις επιστήμες, τη φιλοσοφία, τη δικαιοσύνη, τη δημοκρατία.
Εμείς; Εμείς, ακόμα θαυμάζουμε τον Παρθενώνα, μαϊμουδίζουμε τους ξένους, τρώμε τις σάρκες μας, χάσαμε κάθε πολιτισμό, είμαστε απαίδευτοι και με καταπληκτική ταχύτητα προχωράμε στο να ανέβουμε στα δέντρα και να τρώμε βελανίδια.
Δέκα εκατομμύρια άνθρωποι, σε μια χώρα που τρώει τα σωθικά της, τις ομορφιές της (αυθαίρετη δόμηση, διαχείριση χώρου), καταστρέφουμε τις πόλεις μας χωρίς κανένα πολεοδομικό σχεδιασμό και κανένα όραμα για τις μελλοντικές γενιές. Έχουμε ένα δημόσιο τομέα που ζει παρασιτικά και παρεμποδιστικά σε οτιδήποτε νέο και καλό. Ένα ιδιωτικό τομέα που ζει στην αρπαχτή, στην καφετέρια και στις επιδοτήσεις. Οι νεοέλληνες είναι παχύσαρκοι, κακοί καταναλωτές, οδηγούν άθλια χωρίς κανένα σεβασμό στον δίπλα τους και στο χώρο.
Αυτοί που ακόμα έχουμε το θράσος να κοροϊδεύουμε, διαχειρίζονται τα σκουπίδια τους, τα ανακυκλώνουν, εμείς ακόμα πετάμε ότι και όπου μας έρθει, στους δρόμους, στα δάση. Την ίδια ώρα ονειρευόμαστε ακόμα να έχουμε χώρους υγειονομικής ταφής, τα σκουπίδια σε μέρη όπως ο Πύργος (Ηλείας), η Κέρκυρα και αλλού μένουν μήνες ή και έτη στο δρόμο, ρυπαίνοντας, δημιουργώντας ασθένειες, ρυπαίνοντας τον υδροφόρο ορίζοντα.
Χτίζουμε στις παραλίες, δεν έχουμε αποχέτευση σε πολλά μέρη, ούτε βιολογικούς καθαρισμούς και βόθρους μη στεγανούς.
Τα ασθενοφόρα έρχονται ώρες μετά ή δεν έρχονται καθόλου, τα νοσοκομεία υπολειτουργούν, οι γιατροί μιζώνονται για υποχρεωτικές υπηρεσίες. Τα δικαστήρια δε δικάζουν κι όταν δικάζουν ελευθερώνουν εγκληματίες, η δικαιοσύνη και η ισονομία δεν υφίσταται σε κανένα επίπεδο.
Καίμε τις πόλεις, τις γεμίζουμε με γκράφιτι, κλέβουμε καταστρέφουμε και βάφουμε τα αγάλματα, απαιτούμε να παρκάρουμε παράνομα, δωρεάν ή διπλά στα κέντρα των πόλεων.
Αυτό που λέμε πολιτισμός περνάει μέσα από πιάτα, δυνατή μουσική χωρίς όρια ή αντιγράφει με καθυστέρηση όλες τις διεθνείς τάσεις με κακέκτυπα. Οι καλλιτέχνες μας είναι κρατικοδίαιτοι, λειτουργούν με βάση το προσωπικό τους συμφέρον.
Δε θέλουμε τους ξένους επειδή ακριβώς είμαστε ρατσιστές, μας ενοχλεί που μας παίρνουν τις δουλειές, όμως δεν πάμε να δουλέψουμε στα χωράφια ή να καθαρίσουμε σπίτια ή να κάνουμε άλλες εργασίες. Λέμε τους άλλους ρατσιστές, όταν εμείς τους έχουμε ανασφάλιστους και κακοπληρωμένους. Όταν διαπράττουν αδικήματα ή εγκλήματα είναι αλβανοί, Πακιστανοί κλπ αλλά όταν διαπράττουμε εμείς τότε απλά είναι κάποιοι κακοί από εμάς γιατί ένα τέτοιο έθνος βγάζει και καναδυό λάθος ανθρώπους.
Έχουμε την αστυνομία του χαβαλέ, της καφετέριας και της κοπάνας, που είναι πάντα όμως έτοιμη να λειτουργήσει με τσαμπουκά και πυγμή δείχνοντας τα δόντια της εξουσίας.
Ταξιδεύουμε στο εξωτερικό και κάνουμε τους πολιτισμένους και καλούς πολίτες. Όταν βλέπουμε οτιδήποτε είναι φτιαγμένο από μάρμαρο στα μουσεία τους λέμε ότι είναι δικό μας και μας το έχουν κλέψει, ενώ πιθανά κάποιος πρόγονός μας να το έχει πουλήσει. Τους μεγαλοαρχαιοκάπηλους τους λέμε ιδιοκτήτες ιδιωτικών συλλογών.
Οι πλούσιοι ζουν στα πλούσια προάστια γιατί αν και είμαστε μόνο δέκα εκατομμύρια πρέπει να είμαστε χωρισμένοι σε κάστες. Οι πλούσιοι δεν μπαίνουν στο μετρό, έχουν τζιπάρες χιλιάδων κυβικών για επίδειξη και κορνάρισμα στους μποτιλιαρισμένους δρόμους. Ονομάζουμε προάστια «λαϊκά», «φτωχά» κλπ και τους κατοίκους αυτών τους μετράμε έτσι. Η αξία του καθενός μετριέται με την τσέπη. Δε νοιώθουμε ίσοι με τους άλλους, κάποιον έχουμε όλοι που είναι κατώτερος, αλλά ποτέ κάποιον που να είναι ανώτερος.
Καπνίζουμε λαθραία τσιγάρα, πίνουμε λαθραία ποτά και ανοίγουμε σαμπάνιες ενθουσιασμού και επίδειξης ενός πλούτου στηριγμένου στα δανεικά (που ευτυχώς τελειώνουν).
Εμείς ξενυχτάμε, τρώμε αργά και όποτε λάχει, ενώ οι άλλοι οι βρωμοευρωπαίοι, αμερικανοί, αυστραλοί κ.α. θεωρούμε ότι κοιμούνται με τις κότες επειδή είναι χαζοί και ξενέρωτοι. Είμαστε ο καθένας (η πλειοψηφία) διακόσια κιλά και σνομπάρουμε τη γυμναστική, τον αθλητισμό.
Έχουμε ένα στρατό για γέλια και για κλάματα και αναπαράγουμε άχρηστους τεμπέληδες και μάγκες στρατιωτικούς.
Στα δύσκολα έχουμε κάποιον πάντα να πάρουμε ένα τηλέφωνο, επιβεβαιώνοντας ότι πιστεύουμε ακόμα στον «από μηχανής Θεό».
Έχουμε μια εκκλησία γεμάτη απατεώνες, φανατικούς, φιλόδοξους και φιλοχρήματους αιώνιους άρχοντες και παπάδες που σου ανάβουν τον πολυέλαιο με το αζημίωτο, που παντρεύουν, βαφτίζουν και θάβουν τοις μετρητοίς, που αρνούνται άλλες θρησκείες, την καύση, τους ομοφυλόφιλους, την πρόοδο, τις γυναίκες και την έμμηνο ρύση, τις προγαμιαίες σχέσεις, τον πολιτικό γάμο και το σύμφωνο συμβίωσης. Έχουμε μία εκκλησία που διαχειρίζεται (καταχράται) μια αμύθητη περιουσία που δεν της ανήκει στηριγμένη σε χρυσόβουλα ενός κράτους που δεν υπάρχει εδώ και χίλια χρόνια και κληρονομιές που αποσπώνται από ανήμπορους ηλικιωμένους με την υπόσχεση ενός παράδεισου που ζουν οι ίδιοι.
Έχουμε μία κάστα οικογενειών που φτιάχνει πολιτικούς που μας κυβερνούν, που έχουν τον πλούτο, τις επιχειρήσεις, την ενημέρωση, που αναδεικνύουν μόνο τα «δικά» τους παιδιά στην κοινωνία, στις τέχνες, στην πολιτική κλπ
Είμαστε μια κοινωνία που τρώει τις σάρκες τις, μια κοινωνία στην απόλυτη παρακμή.
Ναι, είμαστε οι απόγονοι σπουδαίου πολιτισμού, όχι δεν είμαστε αντάξιοι του.
Πρέπει να αλλάξουμε και να αισθανθούμε λίγο ταπεινοί, να δουλέψουμε, γιατί με εξαίρεση τον ήλιο και την καλή θέση στον πλανήτη, τίποτα άλλο δε βεβαιώνει ότι μπορούμε να έχουμε θέση στον πολιτισμό του μέλλοντος.
Ίσως τελικά να μας ψεκάζουν.
Γιώργος Παπουτσάκης