Ο φιλιότσος

  Μια φορά κι έναν καιρό ήτονε ‘νας  γέρος και του ζητήξανε να βαφτίσει ένα γ-κοπέλι. Πραγματικά ο γέρος εδέχτηκε και το βάφτισε. Όντεν ετελείωσε το μυστήριο ο σάντολος έδωκε την ευκή ν-του στον καινούργιο φιλιότσο να του μοιάσει. Ο σάντολος όμως ήτονε ο μεγαλύτερος κλέφτης απού υπήρχε στον κόσμο. Κάθε φορά που επήγαινε στην κλεψά έπαιρνε και το φιλιότσο ν-του για να του μαθαίνει την τέχνη.
Όντεν εγίνηκε ο φιλιότσος δεκοχτώ χρονώ και ήτονε μπλιό ξετελεμένος κλέφτης τονε καλεί ο σάντολος του και του λέει να πάνε να κλέψουνε τσι αποθήκες του βασιλιά, απού ‘τανε γεμάτες χρυσάφι. Εσυφωνήσανε το λοιπόν και πάνε. Και επειδής η αποθήκη ήτονε γεμάτη χρυσάφι, επηγαίνανε κάθε πότε λίγο κι εκλέφτανε. Για να μη τζι πάρουνε μυρωδιά, επαίρνανε λίγο λίγο το χρυσάφι. Πότε έμπαινε μέσα στην αποθήκη ο σάντολος και ο φιλιότσος εκάθουντο ν-απ’ όξω κι έβλεπε μη σιμώσει κιανείς του παλαθιού, πότε έμπαινε ο φιλιότσος κι εκάθουντο ν-απ’όξω ο σάντολος.
Σαν επέρασε μιαολιά καιρός, ο βασιλιάς εκατάλαβε πως τονε κλέφτουνε κι εσκέφτουντονε πως θα βρει τρόπο να πχιάσει τον κλέφτει. Πάει λοιπόν στη φυλακή απού ‘τονε γεμάτη κλέφτες και τωςε λέει:
-Όποιος από σας μου βρει τρόπο να πιάσω τσι κλέφτες θα του λιγάνω τη φυλακή ν-του στο μισό.
Πάει λοιπόν ένας και του λέει:
-Έτσε κι ετσέ θα κάμεις. Από πού μπαίνει ο κλέφτης; Από τον ανηφορά. Εκειά θα πας και θα στρώσεις ένα χαλί και θα βάλεις να κόψουνε τα ξύλα από κάτω. Όντο θα ν-έρθει ο κλέφτης θα πάει να πατήσει και θα πέσει να μισερωθεί.
Όπως του ‘πε ο κλέφτης δίνει διαταγή ο βασιλιάς να κάμουνε οι φρουροί και τωςε λέει να βάλουνε από κάτω απού το χαλί ένα μεγάλο γ-καζάνι με πίσσα να βράζει για να πέσει ο κλέφτης μέσα στη μ-πίσσα.
Πάνε το βράδυ σάντολος και φιλιότσος να ξανακλέψουνε το βασιλιά. Ο φιλιότσος όμως είχεν ακουστά για το κόλπο του βασιλιά και κάνει του σαντόλου ν-του:
-Σάντολε, σήμερο ‘μαι κουρασμένος, μονο ανέβα του λόγου σου στον ανηφορά γιατί εγώ δεν μπορώ.
Πραγματικά ανεβαίνει ο σάντολος και μόλις πατεί στο χαλί πέφτει μέσα και βουτά στο καζάνι με την πίσσα κι επόθανε. Δρικά τη φασαρία ο φιλιότσος κι ανεβαίνει να ιδεί είντα εγίνηκε, και θωρεί το σάντολο ν-του στην πίσσα, ποθαμένο. Πιάνει γερά γερά ένα μαχαίρι και του κόβγει την κεφαλή και την παίρνει και φεύγει. Δεν ήθελε να γνωρίσουνε ο βασιλιάς και οι φρουροί ν-του ποιος ήτονε ο κλέφτης για να μην έχει συνέπειες η οικογένειά ν-του.
Την επόμενη θωρεί ο βασιλιάς τον κλέφτη στο καζάνι με την πίσσα να του λείπει η κεφαλή, και του ‘ρθε να φάει τα κομμάθια ν-του. Δίνει εντολή να τονε καθαρίσουνε και να τον-ε  πάνε στη μ-πλατέα και να τον-ε στέσουνε στη μέση μέση. Και δίνει διαταγή να περάσουνε ούλοι οι πολίτες, ένας ένας από μπροστά για να τον-ε ιδούνε.   Ο βασιλιάς επίστευγε πως οι συγγενείς του ηθελ’ αρχίξουνε να κλαίνε μόλις τον εθωρούσανε χωρίς κεφαλή.
Ο φιλιότσος όμως εκατάλαβε για ποιο λόγο ο βασιλιάς έβγαλε ετούτη-να τη διαταγή και κάνει τση σάντολας του.
-Έτσε κι ετσέ ο σάντολος και του ‘κοψα την κεφαλή για να μην τονε γνωρίσουνε κι έρθουνε, κακομοίρα, και σε κλείσουνε κι εσένα φυλακή. Γι’ αυτό, όντο θα πας να περάσεις να τονε ιδείς, μην αρχίξεις να κλαις και να μουγκρίζεις!
-Και πως θ’ αντέξω παιδί μου να τονε ιδώ σ’ έτσα χάλι; Λέω πως θ’ αρχίξω να κλαίω γιαμιάς.
-Γι’ αυτό,  τση λέει ο φιλιότσος, σου ‘γόρασα γυαλικά. Μόλις σιμώσεις, θα κάμεις πως σκοντάφτεις και θα σπάσεις τα γυαλικά. Ύστερα κλαίγε όσο θες. Α’ σε ρωτήξει κιανείς θα πεις πως κλαις για τα γυαλικά.
Πραγματικά κάνει η σάντολα όπως τσ’ αρμήνεψε ο φιλιότσος και πάει και θωρεί τον άντρα τζη στην πλατέα. Σπα τα γυαλικά κι ήρχιξε κι εμοιρολογούντονε. Σιμώνουνε οι φρουροί και τση λέγανε να μην κλαίει μα δεν εχάλασε ο κόσμος που ‘σπάσαν τα γυαλικά. Και φεύγει  και γιαγέρνει στο σπίτι τζη.
Ρωτά το βράδυ ο βασιλιάς τσι φρουρούς αν ήκλαψε κιανείς. Οι φρουροί είπανε του βασιλιά πως δεν ήκλαψε κιανείς παρά μόνο μια γυναίκα που τση πέσανε τα γυαλικά κι ήρχιξε κι έκλαιγε. Ο βασιλιάς εκατάλαβε πως εκείνηνα ήτονε η γυναίκα του κλέφτη, αλλά πως θα την ξαναβρεί που η πόλη ήτονε μεγάλη και είχε πολλούς κατοίκους; Πάει πάλι και ρωτά τσι συμβούλους του τσι κλέφτες και του λένε να πάρει μιαν καμήλα, να τη φορτώσει χρυσάφι κι ύστερα να τηνε μολάρει στσι δρόμους. Όποιος την πιάσει, αυτός θα ‘ναι κι ο κλέφτης. Ύστερα να βρει δυο έξυπνες ατζιγγάνες που θα κάνουνε τσι βαρεμένες και θα γυρίζουνε στα σπίθια των αθρώπω και ζητούνε καμηλίσο κρέας. Σε όποιο σπίτι βρούνε καμιλίσο κρέας, όντο θα φεύγουνε, να κάμουνε έναν κόκκινο σταυρό για να το ξαναβρούνε εύκολα οι φρουροί του βασιλιά.
Πραγματικά φορτώνει ο βασιλιάς τση καμήλας χρυσάφι και τη μολέρνει. Μόλις τη θωρεί ο φιλιότσος την πγιάνει από το χαλινάρι και ήρχιξε να κάνει κύκλους στα σοκάκια τσι πολιτείας για να τονε χάσουνε, και στο τέλος τηνε πάει στο σπίτι τση σάντολας του. Τηνε σφάζει γερά γερά και τση λέει να του βράσει ένα γ-κομμάτι για να φάει το μεσημέρι.
Πορίζει στο δρόμο και θωρεί τσι φρουρούς του βασιλιά που γυρεύγανε την καμήλα και ρωτούσανε τσ’ αθρώπους αν την είδανε. Ρωτούν και το φιλιότσο και τως είπε πως δεν είδε κιαμιάν καμήλα.
Όση ώρα ήτονε στο καφενείο κι ήπινε τον καφέ ν-του οι ατζιγγάνες επήγανε στο σπίτι τση σάντολας του κι εζητήξανε καμηλίσο κρέας. Εκείνη τσι λυπήθηκε γιατί τσ’ είδε βαρεμένες και τως έδωσε ένα γ-κομμάτι. Όντεν εβγαίνανε κάνουνε έναν κόκκινο σταυρό στον τοίχο και φεύγουνε και πάνε στου  βασιλιά για να του πούνε πως εβρήκανε τον κλέφτη.
Εντωμεταξύ ο φιλιότσος γυρίζει ο φιλιότσος στο σπίτι και λέει τση σάντολας του να μη δώσει κιανενούς καμηλίσο κρέας και ‘κείνη του λέει πως επήγανε δυο βαρεμένες και τως έδωσε. Ο φιλιότσος εκατάλαβε πως χωρίς να το θέλει η σάντολα ν-του εμολόησε την κλεψά και άρχιξε να σκέφτεται είντα να κάμει. Βγαίνει όξω και θωρεί τον κόκκινο σταυρό στον τοίχο. Πιάνει κι αυτός γερά γερά κόκκινη μπογιά κι αρχίζει και κάνει κόκκινους σταυρούς σε ούλα τα σπίθια για να μη μπορούν οι ατζιγγάνες να βρούνε σε ποιο σπίτι είχανε μπει.
Πραγματικά ο βασιλιάς με τσι φρουρούς του βγαίνουνε στην πόλη κι αρχίξανε να ρωτούν σ’ ένα ένα τα σπίθια που ‘χανε σταυρό αν είχανε θωρώντας την καμήλα. Ούλοι του λέγανε πως δεν είχανε ιδεί την καμήλα.
Όντεν είδε κι απόειδε ο βασιλιάς πως δεν πιάνει τον κλέφτη, αποφασίζει και του δίνει συχώρεση. Βάνει ντελάλη και το ντελαλίζει σε ολόκληρη την πολιτεία πως ο βασιλιάς δίδει συχώρεση και θέλει, λέει, να γνωρίσει το μεγαλύτερον κλέφτη του βασιλείου.
Πάει λοιπόν ο φιλιότσος στο παλάτι και τωςε λέει πως αυτός είναι ο μεγαλύτερος κλέφτης και να τονε πάνε στου βασιλιά. Την ώρα που τον εχαιρέτα, του κλεφτει την πίπα από την τσέπη. Βγάνει ο βασιλιάς να τονε κεράσει ένα τζιγάρο, βγάνει και ο φιλιότσος την πίπα και τη βάνει στο στόμα ν-του. Μόλις τη θωρεί ο βασιλιάς του λέει πως ήτονε η δική ν-του πίπα. Ο φιλιότσος το αρνιούντονε και τον ερώτηξε πως είναι δυνατό να του την έχει κλεμμένη, αφού εσμίξανε πριν από λίγο. Πες πες το πίστεψε ο βασιλιάς πως η πίπα ήτονε του φιλιότσο.
Μετά ο φιλιότσος είπε του βασιλιά ούλη την αλήθεια και ο βασιλιάς του’ πε να γενεί σύμβουλος του και να ‘πομείνει στο παλάτι, να τρώει και να πίνει. Ο φιλιότσος εδέχτηκε την πρόταση του βασιλιά, επήρε και τη σάντολα ν-του στο παλάτι και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Καταγραφή: Ανδρέας Λενακάκης –

kritiki-laografia.blogspot.gr/





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.