Παρά την τουριστική ανάπτυξη, η ανατολική Κρήτη καταφέρνει και διατηρεί τη μοναδική βιοποικιλότητά της. Με έναν πιο γαλήνιο τρόπο απ’ ό,τι η δυτική, συμπληρώνει τη μοναδικότητα του κρητικού τοπίου προσφέροντας στον επισκέπτη έναν εκπληκτικό συνδυασμό φυσικών τοπίων, από ψηλά όρη και φαράγγια μέχρι μεγάλες πεδιάδες και δαντελωτές παραλίες.
Καθώς η ραχοκοκκαλιά της Κρήτης κινείται από τα δυτικά προς τα ανατολικά πλησιάζοντας στις ακτές της Μικράς Ασίας, τα τοπία ημερεύουν και η φύση μοιάζει να μεταλλάσσεται, να πλουταίνει, προσδίνοντας στο νησί κι άλλα, διαφορετικά χαρακτηριστικά. Είναι λες και η κρητική τοπογραφία σου μιλάει, λέγοντας: «Σου έδειξα την άγρια πλευρά μου, γνώρισε τώρα και την πιο γλυκιά μου αγκαλιά».
Η ανατολική Κρήτη, το λίκνο του μινωικού πολιτισμού, παρουσιάζει ένα εξίσου εντυπωσιακό και ποικιλόμορφο ανάγλυφο με τη δυτική. Από τον ανατολικό Ψηλορείτη και τα Αστερούσια, που υπενθυμίζουν ότι η άγονη πέτρα είναι η ψυχή της νήσου, μέχρι τις εξωτικές παραλίες στο Λασίθι, που σου αποκαλύπτουν τη λαμπερή κρητική ομορφιά, η φύση της ανατολικής Κρήτης μεταλλάσσεται από στωικό γέρο ποιμένα σε πλανεύτρα γυναίκα της Λεβαντίνης.
Και σε όλη αυτή την έκταση συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται δεκάδες διαφορετικά οικοσυστήματα διατηρώντας και εμπλουτίζοντας ακόμα περισσότερο τη μοναδικότητα της κρητικής βιοποικιλότητας.
Εντούτοις, η κατάσταση δεν είναι ιδανική. Από τότε που η Ευρωπαϊκή Ενωση άρχισε να επιδοτεί την ανάπτυξη της Ελλάδας -εδώ και 25 χρόνια- η Ανατολική Κρήτη (όπως και πολλές άλλες περιοχές της χώρας) έχει υποστεί μια σταθερή και, σε ορισμένα σημεία, μαζική υποβάθμιση. Oρισμένες περιοχές, όπως οι παράκτιοι, αμμώδεις βιότοποι, οι υγρότοποι και τα οροπέδια, υποφέρουν από την εντατική γεωργία και τον μαζικό τουρισμό.
Το οροπέδιο του Λασιθίου, για παράδειγμα, που κάποτε εντυπωσίαζε με τους εκατοντάδες αρδευτικούς ανεμόμυλους και τα στρώματα από τουλίπες και ορχιδέες, σήμερα μοιάζει με μια κοινή πεδιάδα εντατικής καλλιέργειας, όπου μηχανές έχουν αντικαταστήσει τους ανεμόμυλους και οι τουλίπες έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Βορειότερα, ανάμεσα στο Ηράκλειο και στον Αγιο Νικόλαο, η ακτή έχει υποστεί τέτοια εκμετάλλευση για χάρη του τουρισμού, που απ’ ό,τι φαίνεται δεν θα ανακάμψει ποτέ.
Ο πλούτος της ανατολής
Η Κρήτη είναι κομμάτι των Ελληνίδων, της μακράς οροσειράς που εκτείνεται από τη βόρεια Πίνδο νότια, διαμέσου της Πελοποννήσου, της Κρήτης, της Καρπάθου και της Ρόδου, προς τη νοτιοδυτική Τουρκία. Κατά τα τελευταία 26 εκατομμύρια χρόνια, η Κρήτη ενωνόταν με την Ευρώπη και τη Μικρά Ασία σε διάφορες περιόδους, καθώς και με την Αφρική για μια σύντομη χρονική περίοδο, οπότε κάποια είδη χλωρίδας και πανίδας προερχόμενα από αυτές τις ηπείρους μετανάστευσαν στην περιοχή.
Ελέφαντες, βίσονες, ελάφια και ιπποπόταμοι κατοικούσαν στο νησί, καθώς και πληθώρα άλλων ζώων και φυτών, οι απόγονοι των οποίων μας βοηθούν να ανασυνθέσουμε σήμερα τη γεωλογική ιστορία του τόπου.
Η ανατολική Κρήτη συναγωνίζεται τη δυτική στη βοτανική ποικιλότητα. Η σύνδεση του νησιού με τη Μικρά Ασία μαρτυρείται από την παρουσία 61 ασιατικών ειδών που δεν συναντώνται πουθενά αλλού στην Ελλάδα ή στην υπόλοιπη Ευρώπη. Τα ενδημικά φυτά της περιοχής εμφανίζονται συγκεντρωμένα στη νοτιοκεντρική περιοχή των Αστερουσίων και της πεδιάδας της Μεσαράς, στη Δίκτη καθώς και στις ακτές της ανατολικής Κρήτης. Αυτό το στοιχείο αποτελεί ένδειξη ότι η Κρήτη στο παρελθόν ήταν χωρισμένη, για μακρά περίοδο, σε διάφορα νησιά.
Η παραθαλάσσια βλάστηση αναπτύσσεται στις βραχώδεις ακτές, στις παραθαλάσσιες ορθοπλαγιές και στις αμμουδιές. Οι αμμώδεις βιότοποι παρουσιάζουν σχετικά κοινά είδη με αυτά της υπόλοιπης Κρήτης, όπως η σιληνή Silene succulenta, το Otanthus maritimus, η αγριοβιολέτα Matthiola tricuspidata, το Cakile maritime και τα όμορφα Calystegia soldanella όπως και ο διάσημος Κρίνος της Θάλασσας.
Οι βραχώδεις ακτές εμφανίζουν πολύ σπάνια και ενδιαφέροντα λουλούδια όπως το Hypericum aegyptiacum, το αμάραντο Limonium hierapetrae, ενδημικό της περιοχής της Ιεράπετρας, το πολύ σημαντικό στενότοπο ενδημικό Limonium cornarianum που φυτρώνει μόνο στην παραλία της Μονής Καψά, ενώ το κρίταμο και η κάπαρη είναι είδη ευρέως διαδεδομένα στη Μεσόγειο.
Η φρυγανική βλάστηση των λόφων και των πεδινών είναι κυρίως αποτέλεσμα της δραστηριότητας του ανθρώπου, ο οποίος από την αρχαιότητα έκοψε τα δάση με τα πεύκα, τις δρυς και τα κυπαρίσσια (οι Μινωίτες εξήγαν ξυλεία από κυπαρίσσια έως την Αίγυπτο), χρησιμοποιώντας αυτά τα εδάφη για καλλιέργεια και εντατική κτηνοτροφία. Τα λίγα απομεινάρια αυτών των δασών βρίσκονται στις πλαγιές του Ψηλορείτη και της ανατολικής Κρήτης.
Τα φρύγανα αποτελούνται από χαμηλή βλάστηση, που αντέχει στη βόσκηση και στην ξηρασία και περιλαμβάνουν λαδανιές, αστοιβές, λεβάντες, γαλατσίδες Euphorbia dendroides και αφάνες Euphorbia acanthothamnos. Τα λουλούδια, που απαντώνται στην ίδια ζώνη, περιλαμβάνουν διάφορα ενδημικά είδη, τα οποία η Κρήτη μοιράζεται με την Κάρπαθο, όπως η Aristolochia cretica, το Arum creticum, η ανεμώνα Anemone heldreichii και το κρητικό κυκλάμινο.
Η δρακοντιά, το κίτρινο σμπουρδούνι, η ανεμώνη Anemone coronaria, το Tragopogon porrifolius, ο μανδραγόρας, το σπαθόχορτο Gladiolus italicus και το Muscari comosum είναι λίγα μόνο από τα είδη που υπάρχουν και στην ηπειρωτική χώρα.
Κάποια είδη έχουν αφρικανική καταγωγή και βρίσκονται κυρίως στις ξηρές παράκτιες περιοχές, όπως ο ευαίσθητος μενεξές Viola scorpiuroides, το Erodium hirtum, που μοιάζει με γεράνι, το τετράγκαθο Astragalus peregrinus στο Κουφονήσι και το μικρό Gynandriris monophylla. Οι ορχιδέες κάνουν και εδώ αισθητή την παρουσία τους, με πάνω από 50 είδη, όπως οι Orchis sitiaca και O. prisca καθώς και τα μελισσάκια Ophrys cretensis, O. dictynnae, O. creticola, O. cressa, O.s cretica, O. argolica, O. heldreichii, O. gortynia, O. ariadne, O. basilissa, O. fleischmannii, O. creberrima και η Orchis boryi.
Η μακία βλάστηση έχει αναπτυχθεί λιγότερο σε σχέση με τα φρύγανα στην ανατολική Κρήτη και οι θάμνοι είναι παρεμφερείς με εκείνους της ηπειρωτικής Ελλάδας: πουρνάρια, σχοίνοι, ρείκια Erica arborea, Φίδες, Κουτσουπιές, Μυρτιές, Δάφνες, Κουμαριές και αγριοκουμαριές, αγριοτσικουδιές, κρητικά σφεντάμια, αριές κ.λπ.
Η ορεινή ζώνη καλυπτόταν στο παρελθόν από πυκνά δάση, τα οποία σήμερα έχουν περιοριστεί σε ορισμένα σημεία. Το κυπαρίσσι, η τραχεία πεύκη, οι δρύες (αριά, ασπροβελανιδιά, ήμερη βελανιδιά και πουρνάρι), η ενδημική και σπάνια αμπελιτσιά, που είναι το μοναδικό ευρωπαϊκό μέλος αυτού του ασιατικού γένους, το κρητικό σφεντάμι και οι καστανιές είναι τα δέντρα αυτής της ζώνης. Δάση κάλυπταν αρχικά τα βουνά και στην υποαλπική και στην αλπική ζώνη αλλά αυτό δεν ισχύει πλέον, καθώς μόνο θάμνοι και μικρότερα είδη ευδοκιμούν σήμερα σε αυτά τα υψόμετρα.
Παρ’ όλα αυτά, σε αυτές τις ζώνες εντοπίζεται μια πολύ ενδιαφέρουσα χλωρίδα, που περιλαμβάνει ανθεκτικά στη βόσκηση είδη, όπως τα τετράγκαθα Astragalus angustifolius, A. creticus, A. idaeus, η αφάνα Euphorbia acanthothamnos, το Acantholimon androsaceum και η χαμολιά. Ο αγκαθωτός θάμνος Berberis cretica είναι ευρέως διαδεδομένος στην υποαλπική ζώνη.
Τα λουλούδια αυτής της ζώνης περιλαμβάνουν πολλά ενδημικά, όπως τη Scilla nana, το τσάι του βουνού Sideritis syriaca subsp. syriaca, τον κρόκο Crocus sieberi subsp. sieberi, τα Muscari spreitzenhoferi, Crepis sibthorpiana, το μαρτιάκο Senecio fruticulosus κ.λπ.
Στα φαράγγια της Κρήτης φιλοξενείται μια μεγάλη ποικιλία χασμόφυτων, κάποια από τα οποία απαντώνται μόνο στο νησί, όπως το Hypericum amblycalyx ενδημικό της ανατολικής Κρήτης, ενώ κάποια άλλα είναι σχετικά κοινά, όπως η καμπανούλα Campanula tubulosa και η καμπανούλα Campanula pelviformis.
Εκείνο που κάνει διάσημη όμως την ανατολική Κρήτη είναι το μοναδικό στην Ευρώπη φοινικόδασος στο Βάι και οι μικρές συστάδες του πανέμορφου κρητικού φοίνικα, που εντοπίζονται ακόμα στις σχισμές των φαραγγιών, στα Αστερούσια.
Παράδεισος για όρνια και αράχνες
Οπως και το δυτικό τμήμα της Κρήτης, έτσι και το ανατολικό διαθέτει περιορισμένο αριθμό ζώων σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Τα μεγάλα θηλαστικά της περιοχής είναι το αγρίμι, ο ασβός, η αγριόγατα, το κουνάβι, ο λαγός, η νυφίτσα, ο σκαντζόχοιρος και ο μυωξός.
Ο κρητικός αγκαθοποντικός και η μυγαλή της Κρήτης (Crocidura zimmermanni) είναι ενδημικά είδη. Τα υπόλοιπα μικρά θηλαστικά του νησιού περιλαμβάνουν αρκετά είδη μικρών ποντικών, το μικροσκοπικό Suncus etruscus, και διάφορα είδη νυχτερίδας, όπως οι Rhinolophus ferrumequinum, R. hipposideros και Tadarida teniotis.
Στην ανατολική Κρήτη έχουν παρατηρηθεί περίπου 280 είδη πουλιών, από τα οποία περίπου τα 80 αναπαράγονται εδώ, ενώ τα υπόλοιπα εμφανίζονται στις μεταναστευτικές περιόδους. Και εδώ εμφανίζονται τα μεγαλόπρεπα μεγάλα αρπακτικά όπως ο χρυσαετός και ο σπιζαετός, ενώ εντυπωσιακά είναι τα κοπάδια των όρνεων που φωλιάζουν στα Αστερούσια.
Μάλιστα πρόσφατα επιβεβαιώθηκε η παρουσία στην περιοχή τού εξαιρετικά σπάνιου γυπαετού. Αλλα είδη της περιοχής είναι οι πετρίτες, τα χρυσογέρακα, οι γερακίνες, τα βραχοκιρκίνεζα και τα κιρκινέζια. Τέλος πολλοί μαυροπετρίτες φωλιάζουν στα διάφορα νησάκια κοντά στην ακτή της Κρήτης.
Τα ερπετά στην ανατολική Κρήτη εκπροσωπούνται από την τρανόσαυρα, τον κυρτοδάκτυλο, το αγιόφιδο, τη δεντρογαλιά, το σπιτόφιδο και το ψηφιδόφιδο, ενώ και εδώ απαντώνται τα τρία αμφίβια του νησιού, ο πρασινόφρυνος, ο δεντροβάτραχος και ο ενδημικός κρητικός λιμνοβάτραχος.
Ανάμεσα στα ασπόνδυλα, τις πεταλούδες εκπροσωπούν στην περιοχή 45 είδη, 4 από τα οποία είναι ενδημικά: οι Zerynthia cretica, Kretania psylorita, Coenonympha thyrsis και Hipparchia cretica. Αλλες σπάνιες πεταλούδες του νησιού είναι η Chilades trochylus, ασιατικό και αφρικανικό είδος που, από όλη την Ευρώπη, βρίσκεται μόνο στην Ελλάδα, η Zizeeria karsandra που συναντάται, από όλη την Ελλάδα, μόνο στην Κρήτη, στη Μήλο και στη Ρόδο, και οι Charaxes jasius, Polygonum egea και Gegenes pumilio, των οποίων η ευρωπαϊκή κατανομή περιορίζεται στην περιοχή της Μεσογείου.
Η Danaus chrysippus είναι ένα αφρικανικό αποδημητικό είδος που εμφανίζεται τακτικά στην Κρήτη και στην ηπειρωτική Ελλάδα το καλοκαίρι. Τέλος δύο λιβελούλες θεωρούνται ενδημικές του νησιού: οι Boyeria cretensis και Coenagrion intermedium. Και τα δύο αυτά είδη ζουν σε μικρά ρυάκια με τρεχούμενο νερό.
Σημαντικά έντομα του νησιού είναι οι αράχνες, καθώς παρουσιάζουν τον μεγαλύτερο βαθμό ενδημισμού από όλα τα ζώα της Κρήτης. Από τα 59 είδη που ζουν στο νησί, τα 42 είναι ενδημικά, φτάνοντας τον απίστευτο δείκτη ενδημισμού 71,2%.








