Άλαμπλιρι : κύριος είδε, ο Θεός ξέρει.
« Σου ΄χω δοσμένη την γκαρδιά χωρίς χαρτί και βούλλα
και άλαμπλιρι α δεν ντη θες για να την έχεις δούλα».
Αλάργο: μακριά.
«Αλάργο η γι-αναλαδιά να πάει από κοντά μας
κι να γεμίσουνε ελιές κι οφέτος τα δεντρά μας».
«Αλάργο σε ξορίζουνε ανερατζόβεργά μου,
μη φοβάσαι , πεταχτή δα πέψω τη γκαρδιά μου,
για να σε βλέπει μάθια μου απ΄ άδικο και Χάρο,
σαμέ να βγάλω τα χαρθιά και να ΄ρθω να σε πάρω».
Μ.Ι.Ιδομενέως (Κρητικό γλωσσάριο)